Στους κινηματογράφους, από 30 Ιουλίου
…αυτή η νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου, η νοσταλγία «του πριν», η
νοσταλγία της μήτρας, η νοσταλγία της αρχέγονης μυθικής ρίζας της φιλοσοφικής
σκέψης… η νοσταλγία του Θεού που τον ενταφίασε οριστικά ο Νίτσε, η νοσταλγία
του κομμένου αφαλού που συνεχίζει να στάζει αίμα, όλες αυτές οι νοσταλγίες που
συνιστούν τη Νοσταλγία
Β.
Ραφαηλίδης
«… η ταινία αποπνέει μια
μυστικιστική ομορφιά… αντικατοπτρίζει την ένταση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου…»
Chris Dashiell – CineScene
NOSTALGHIA
Δράμα, Ιταλία, 1983,
125΄
Σκηνοθεσία: Andrei Tarkovsky
Σενάριο: Andrei Tarkovsky, Tonino Guerra
Μουσική: Μπετόβεν, Βέρντι, Βάγκνερ, Ντεμπισί
Φωτογραφία:
Giuseppe Lanci
Παίζουν: Oleg Yankovskiy, Erland Josephson, Domiziana Giordano, Patrizia
Terreno κ.α.
ΣΥΝΟΨΗ
O Andrei (Oleg Yankovskiy) ταξιδεύει στην Ιταλία συνοδευόμενος από τη νεαρή
μεταφράστρια Eugenia (Domiziana Giordano) ψάχνοντας στοιχεία για τη ζωή ενός Ρώσου
συνθέτη του 18ου αιώνα, του Pavel Sosnovsky,
που είχε ζήσει μέρος της ζωής του σ’ αυτή τη χώρα. Ο Andrei νοσταλγεί τη σύζυγό του που έχει μείνει πίσω και
την πατρίδα του. Αναπτύσσει μια ταραχώδη σχέση με τη νεαρή γυναίκα που τον
συνοδεύει, με την οποία μάλιστα στην αρχή της ταινίας φαίνεται πως ίσως γίνουν
ζευγάρι… χωρίς ωστόσο να αναπτύσσουν μεταξύ τους οικειότητα ή σαρκική
επαφή. Στα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης,
συναντούν τον Domenico (Erland Josephson) έναν περιθωριοποιημένο μεσήλικα, που η τοπική
κοινωνία θεωρεί παράφρονα μετά την
αποκάλυψη ότι κρατούσε έγκλειστη την οικογένειά του για πολλά χρόνια. Ο
πρωταγωνιστής της ταινίας γοητεύεται από την προσωπικότητα του Domenico με τον οποίο
ανακαλύπτει πως μοιράζονται κοινές υπαρξιακές ανησυχίες.
Σ’ αυτή την ταινία του Tarkovsky είναι εμφανής η επιρροή από το ψυχόδραμα του Bergman.
Ο κεντρικός ήρωας, επηρεασμένος από τη συνάντηση με τη νεαρή Eugenia και τον παράφρονα Domenico,
οδηγείται προς την ατομική κάθαρση.
Ανάλυση Ταινίας
«Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη ρωσική
νοσταλγία, γι’ αυτή την ψυχική κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους μας
και επηρεάζει κάθε Ρώσο που βρίσκεται μακριά από την πατρική του γη. Ολόκληρη η
ιστορία της ρωσικής μετανάστευσης επιβεβαιώνει την άποψη των δυτικών ότι «οι
Ρώσοι είναι κακοί μετανάστες»: είναι πασίγνωστη η τραγική ανικανότητά τους να
αφομοιωθούν, οι αδέξιες προσπάθειές τους να υιοθετήσουν ένα νέο ύφος ζωής. Πού
να φανταστώ όταν γύριζα τη Νοσταλγία
ότι η αποπνικτική αίσθηση νοσταλγίας που κατακλύζει το χώρο αυτής της ταινίας
θα γινόταν κλήρος μου για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, ότι από τώρα ώσπου να
τελειώσουν οι μέρες μου θα κουβαλώ μέσα μου αυτό το σαράκι.»
Α. Tarkovsky
Ο νόστος, η επιστροφή στην πατρίδα (από το ρήμα νέομαι «επιστρέφω»),
δεν χαρακτήρισε μόνο «τη γλυκιά προσμονή της επιστροφής στην πατρίδα» που
κατέληξε στο νόστιμος, αλλά έδωσε και «τον ψυχικό πόνο που γεννάει αυτή
η προσμονή», τη νοσταλγία.
Η Νοσταλγία είναι η πρώτη ταινία του Tarkovsky έξω από τα σύνορα της ΕΣΣΔ. O σκηνοθέτης βρίσκεται στην
Ιταλία σε ένα είδος αυτοεξορίας, που ωστόσο δε θεωρεί ακόμη πως θα είναι
μακροχρόνια. Είχε ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια προσωρινής εργασίας στο
εξωτερικό, μετά την επιδείνωση των σχέσεών του με τους ιθύνοντες του σοβιετικού
κινηματογράφου. Η άδεια δόθηκε στον ίδιο, όχι όμως και στην οικογένειά του, που
αναγκαστικά μένει στη Ρωσία και θα ζήσει τα επόμενα πέντε χρόνια μακριά του.
Η ψυχολογική
κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ξενιτεμένος σκηνοθέτης κατά τα γυρίσματα της Νοσταλγίας αντικατοπτρίζεται έμμεσα στην
ψυχή του πρωταγωνιστή της ταινίας. O Andrei, - που συμπτωματικά (;) το όνομά του είναι ίδιο με
εκείνο του σκηνοθέτη - αισθάνεται έντονα
τη νοσταλγία για την οικογένεια και την πατρίδα του. Το σώμα του βρίσκεται στην
Ιταλία, αλλά το μυαλό του χιλιόμετρα μακριά, στη Ρωσία και την οικογένειά του.
Η νοσταλγία τον οδηγεί σε μια άρνηση κάθε προσπάθειας να γνωρίσει τη νέα χώρα
και να προσεγγίσει την κουλτούρα της. Τα όμορφα τοπία της, τα πολιτιστικά
μνημεία της, του φαίνονται βαρετά. Παραιτείται ακόμη και από την προσπάθεια
επικοινωνίας στην ιταλική γλώσσα, παρ’ όλο που τη γνωρίζει σε ικανοποιητικό
βαθμό. Νοιώθει πως είναι μάταιη η προσπάθεια να γνωρίσεις έναν ξένο πολιτισμό, αν
δεν είσαι κοινωνός της κουλτούρας και σε βάθος γνώστης της ψυχής του λαού που
τον δημιούργησε.
Η έλξη που νοιώθει προς αυτόν η νεαρή Eugenia και η προσπάθειά της να τον
προσεγγίσει δεν βρίσκουν ανταπόκριση, με αποτέλεσμα η σχέση τους να έρθει σε οριστική
ρήξη. Ο πρωταγωνιστής μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο φυσικό νοητό
κόσμο της Ιταλίας και στον πνευματικό
ιδεατό της Ρωσίας αν και τελικά θα απορρίψει τις εφήμερες σαρκικές συγκινήσεις
και απολαύσεις που του προσφέρει η νέα κουλτούρα, την οποία αντιπροσωπεύει η
νεαρή διερμηνέας.
Αντιθέτως, η συνάντησή του με τον παράφρονα Domenico τον ιντριγκάρει και επιδιώκει να τον γνωρίσει καλύτερα. Νοιώθει πως
μοιράζεται μαζί του υπαρξιακές ανησυχίες που ο υπόλοιπος «πολιτισμένος» κόσμος
μοιάζει να αγνοεί. Στη συνάντηση του Andrei με τον Domenico, στο αλλόκοτο σπίτι του δεύτερου, με τα λιμνάζοντα νερά και τους
ερειπωμένους χώρους, θα ζητηθεί από τον πρωταγωνιστή να πραγματοποιήσει μια
μικρή ιεροτελεστία, να διασχίσει τα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης κρατώντας στο
χέρι ένα αναμμένο κερί, για λογαριασμό του παράφρονα άντρα.
Ο Domenico ένας πραγματικά αινιγματικός χαρακτήρας, κάτοχος της
οικουμενικής αλήθειας, δε διστάζει να μιλήσει ανοιχτά για την παράνοια του
σύγχρονου πολιτισμού. Στην πλατεία της Ρώμης, ανεβασμένος στο άγαλμα του Marcus Aurellius, μας θυμίζει αρχαίο
τραγωδό, τη στιγμή που απευθύνει έκκληση προς το συγκεντρωμένο πλήθος για
επιστροφή στις θεμελιώδεις αρχές. Φτάνει
στο σημείο να αυτοπυρποληθεί προσφέροντας, ως άλλος Μεσσίας, τη ζωή του για την
εξιλέωση του κόσμου.
Στο τελευταίο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε
την εναγώνια προσπάθεια του πρωταγωνιστή να φέρει εις πέρας αυτό που του
ανέθεσε ο Domenico να κάνει. Να διασχίσει τα ιαματικά λουτρά κρατώντας στο χέρι του ένα
αναμμένο κερί. Η σκηνή είναι η μεγαλύτερη της ταινίας (9 ολόκληρα λεπτά), όπου
παρακολουθούμε τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες του Andrei, που στέφονται τελικά με επιτυχία.
Ο Andrei Tarkovsky για την ταινία
Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη ρώσικη νοσταλγία, γι’ αυτή τη ψυχική
κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους μας και επηρεάζει κάθε Ρώσο που
βρίσκεται μακριά από την πατρική γη. Το θεωρούσα σχεδόν πατριωτικό καθήκον να
κατανοήσω στην εντέλεια αυτή την έννοια.
Ήθελα να είναι ένα έργο γύρω από τη
μοιραία προσκόλληση των Ρώσων στις εθνικές τους ρίζες, στο παρελθόν τους στην
παιδεία τους, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στην οικογένεια και στους φίλους
τους – προσκόλληση από την οποία δεν ξεφεύγουν σε όλη τους τη ζωή ανεξάρτητα
που θα τους ρίξει η μοίρα.
Ο Γκόρτσακοφ, ο πρωταγωνιστής της Νοσταλγίας, είναι ποιητής. Έρχεται στην
Ιταλία να μαζέψει υλικό για το Ρώσο δουλοπάροικο συνθέτη Μπεριόζοφσκι, επειδή
γράφει το λιμπρέτο για μια όπερα με θέμα τη ζωή του. Ο Μπεριόζοφσκι είναι
ιστορικό πρόσωπο. Φανέρωσε τέτοια κλίση για τη μουσική, που ο αφέντης του τον
έστειλε να σπουδάσει στην Ιταλία, όπου και έζησε πολλά χρόνια, έδινε κονσέρτα
και τον τιμούσαν πολύ. Στο τέλος όμως, παρακινημένος από την ίδια αναπόδραστη
ρώσικη νοσταλγία, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρωσία των δουλοπάροικων και των
τσιφλικάδων, όπου, λίγο αργότερα αυτοκτόνησε, κρεμάστηκε. Φυσικά, η ιστορία του
συνθέτη παρεμβαίνει σκόπιμα σαν «παράφραση» της κατάστασης του ίδιου του
Γκόρτσακοφ: τον βλέπουμε να συνειδητοποιεί βαθύτατα πως είναι ένας παρείσακτος
που μπορεί μόνο να παρατηρεί τη ζωή των άλλων από απόσταση, συντριμμένος από
τις αναμνήσεις του παρελθόντος και των αγαπημένων προσώπων, μνήμες που τον
πλημμυρίζουν ολόκληρο μαζί με τους ήχους και τις μυρουδιές του τόπου του.
Ομολογώ πως όταν πρωτοείδα όλο το κινηματογραφημένο υλικό της ταινίας,
ανακάλυψα κατάπληκτος ότι το θέαμα το χαρακτήριζε μια αδιαπέραστη μελαγχολία. Η
διάθεση και η πνευματική κατάσταση που είχαν αποτυπωθεί στο υλικό το είχαν
κάνει τελείως ομοιογενές. Δεν ήταν στόχος μου να πετύχω κάτι τέτοιο, το
συμπτωματικό και μοναδικό φαινόμενο που αντίκριζα σήμαινε ότι, ανεξάρτητα από
τις δικές μου συγκεκριμένες θεωρητικές προθέσεις, ο φακός υπάκουε πρώτα και
κύρια στην εσωτερική μου κατάσταση ενόσω γύριζα: με είχε τσακίσει ο χωρισμός
από την οικογένειά μου και από τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μου, η δουλειά σε
εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες, ακόμα και το ότι χρησιμοποιούσα ξένη γλώσσα.
Ήμουν έκπληκτος, λοιπόν και μαζί ενθουσιασμένος, επειδή αυτό που είχε
αποτυπωθεί στην ταινία και μου φανερωνόταν πρώτη φορά στο σκοτάδι του
κινηματογράφου αποδείκνυε πως η άποψή μου για την τέχνη της οθόνης (ότι μπορεί,
μάλιστα επιβάλλεται, να γίνει μήτρα της ατομικής ψυχής, να μεταδώσει τη
μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας) δεν ήταν απλώς καρπός αργόσχολης
εικοτολογίας, αλλά πραγματικότητα που ξετυλιγόταν αδιάψευστα μπροστά στα μάτια.
Δεν με ενδιέφερε η ανάπτυξη της πλοκής, η αλυσίδα των γεγονότων, από ταινία
σε ταινία αισθανόμουν ολοένα λιγότερο την ανάγκη τους. Με ενδιέφερε πάντοτε ο
εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, και για μένα ήταν πολύ φυσικό να κάνω ένα
ταξίδι στην ψυχολογία την οποία μου υποδείκνυε η στάση ζωής του ήρωα, στις
λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις που θεμελίωναν τον πνευματικό κόσμο.
Γνωρίζω καλά ότι από εμπορική άποψη θα ήταν πολύ πιο πλεονεκτικό να κινούμε από
μέρος σε μέρος, να δείχνω πλάνα από διάφορες και περίεργες οπτικές γωνίες, να
χρησιμοποιώ εξωτικά τοπία και εντυπωσιακούς εσωτερικούς χώρους.
Τα εξωτερικά εφέ όμως απλώς απομακρύνουν το στόχο μου από αυτό που θέλω
ουσιαστικά να κάνω και τον συσκοτίζουν. Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, γιατί
κλείνει μέσα του ολόκληρο σύμπαν, για να μπορέσω να εκφράσω την ιδέα, το νόημα της
ανθρώπινης ζωής, δεν υπάρχει λόγος να απλώσω πίσω της έναν πίνακα φορτωμένο
συμβάντα.
Η Νοσταλγία ήθελα να είναι απαλλαγμένη από οποιοδήποτε τυχαίο ή άσχετο
στοιχείο που θα στεκόταν εμπόδιο στο βασικό μου στόχο, ήθελα να δώσω το
πορτρέτο ενός ανθρώπου που αποξενώνεται πλήρως από τον κόσμο και από τον εαυτό
του, καθώς είναι ανίκανος να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την
αρμονία που λαχταρά, ενός ανθρώπου βυθισμένου σε νοσταλγία, που την προκαλεί
όχι μόνο η απόσταση από τον τόπο του, αλλά και η ολοκληρωτική επιθυμία του για
την ακεραιότητα της ύπαρξης. Το σενάριο διορθωνόταν συνεχώς, ώσπου έγινε τελικά
κάτι σαν μεταφυσικό σύνολο.
Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα
1987.
Συνέντευξη του Αντρέι Ταρκόφσκι
Για τι πράγμα μιλάει η
Νοσταλγία;
Για την έλλειψη δυνατότητας να ζεις, για την απουσία ελευθερίας. Αν για
παράδειγμα, βάλει κάποιος όρια στην αγάπη, ο άνθρωπος θα παραμορφωθεί εντελώς.
Το ίδιο αν κάποιος βάλει όρια στην πνευματική ζωή, ο άνθρωπος τραυματίζεται.
Ορισμένοι το νιώθουν πιο δυνατά από τους άλλους και προσπαθούν να δοθούν
απόλυτα. Δίνονται σε κάποιον για να σώσουν τον κόσμο από την έλλειψη αγάπης,
πρόκειται για την έννοια της θυσίας. Όταν βλέπει κανείς τα όρια που μπαίνουν
από τον σημερινό κόσμο σε αυτή την αγάπη, σε αυτό το δώρο, ο άνθρωπος πρέπει να
αρχίσει να υποφέρει. Ο ήρωας της Νοσταλγίας υποφέρει από έλλειψη δυνατότητας να
είναι φίλος, να είναι φιλικός με όλο τον κόσμο. Ωστόσο βρίσκει ένα φίλο που
υποφέρει το ίδιο με αυτόν, είναι ο τρελός ο Ντομένικο.
Αυτός ο πόνος είναι η
Νοσταλγία;
Η
Νοσταλγία είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Για να το πούμε αλλιώς,
μπορεί κανείς να νιώθει Νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς
του. Παρά την ύπαρξη ενός ευτυχισμένου σπιτιού, μιας ευτυχισμένης οικογένειας,
ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει από Νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η
ψυχή του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί να απλωθεί όπως θα το ήθελε.
Η
Νοσταλγία είναι αυτή η αδυναμία μπροστά στον κόσμο, αυτός ο πόνος να μην
μπορείς να μεταδώσεις την πνευματικότητά σου στους άλλους ανθρώπους. Είναι το
κακό που χτυπά τον ήρωα της Νοσταλγίας: πονάει γιατί δεν μπορεί να έχει φίλους,
γιατί δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Αυτό το πρόσωπο λέει: «πρέπει να
γκρεμίσουμε τα σύνορα», για να μπορέσει όλος ο κόσμος να ζήσει ελεύθερα την
πνευματικότητά του, χωρίς συγκρούσεις. Πονά γενικότερα, για τον απροσάρμοστο
στη σύγχρονη ζωή χαρακτήρα του. Δεν μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος μπροστά στη
μιζέρια του κόσμου. Παίρνει πάνω του αυτή τη συλλογική μιζέρια και θέλει να
ζήσει απελευθερωμένος σε σχέση με τον κόσμο. Το πρόβλημά του έχει έντονη σχέση
με τη συμπάθεια, δεν μπορεί να ενσαρκώσει απόλυτα αυτό το ολίσθημα με τους
άλλους ανθρώπους, αλλά δεν φτάνει σε αυτό απόλυτα.
Τι φάρμακο θα μπορούσατε να δώσετε στον ήρωά σας για να
υπερβεί τον πόνο του;
Πρέπει να
πιστέψει στις πηγές του, στις ρίζες του. Να ξέρει από που ερχόμαστε, που πάμε,
γιατί ζούμε. Δηλαδή να νοιώσει βαθιά εξάρτηση απέναντι στο Δημιουργό του.
Αλλιώς, αν η σκέψη για το δημιουργό μας ξεφύγει, ο άνθρωπος γίνεται ζώο. Ο
μοναδικός χαρακτηρισμός του ανθρώπου είναι το αίσθημά του της εξάρτησης, αυτή η
ελευθερία που του δίνεται να νιώθει τον εαυτό του εξαρτημένο. Αυτή η αίσθηση
είναι ο δρόμος της πνευματικότητας. Η τύχη του ανθρώπου συνίσταται στο να
αναπτύσσει ακούραστα αυτό το δρόμο προς την πνευματικότητα. Η εξάρτηση είναι η
μόνη ευκαιρία του ανθρώπου, γιατί η πίστη στο δημιουργό, η ταπεινή συνείδηση
ότι δεν είσαι παρά το δημιούργημα ενός ανώτερου όντος, αυτή η πίστη έχει τη
δυνατότητα να σώσει τον κόσμο. Πρέπει να γεμίσει τη ζωή του, από δουλειά, από
ανάγκη. Αυτή η σχέση είναι πολύ απλή: μοιάζει με αυτήν που ενώνει τα παιδιά με
το γονιό. Πρέπει να αναγνωρίσεις τη δύναμη, το κύρος του άλλου. Είναι αυτός ο
σεβασμός, αυτή η δουλικότητα που δίνει στον άνθρωπο τη δύναμη να βλέπει μέσα
του, που τον προικίζει με ένα βλέμμα αυτοελέγχου, το βλέμμα της ενατένισης.
ΠΗΓΗ: Antoine de Baecque, Αντρέι Ταρκόφσκι Mια ξενάγηση
στο έργο του, μτφρ. Δώρα Δημητρούλια, εκδ. Γκοβόστη. Αθήνα 1991.
«Θυμάμαι
πολύ καλά, το 1980, τον πατέρα μου που επιστρέφει από την Ιταλία να ανοίγει ένα
κουτί τυλιγμένο με πολύχρωμο χαρτί και να βγάζει από μέσα μια φωτογραφική
μηχανή πολαρόιντ. Άρχισε αμέσως να φωτογραφίζει. Συνέλεγε υλικό για τη νέα του
ταινία Νοσταλγία και τράβαγε αμέτρητες φωτογραφίες. Την οικογένεια μας, το
τοπίο γύρω από το σπίτι μας στο Riazan, τους λόφους. Όλα όσα είχε αγαπήσει από μικρό παιδί. Η
βαριά συννεφιά πέρα από το ποτάμι, το λυκόφως, το φεγγάρι πάνω από τη στέγη του
σπιτιού μας, όλες αυτές οι σκηνές που εμφανίζονται στην ταινία, τις αποτύπωσε
πρώτα με την πολαρόιντ. Αυτές οι φωτογραφίες ήταν η βάση των οραμάτων του Andrei Gorchakov, του ήρωα της
ταινίας. Ακόμα και οι φωτογραφίες που τράβηξε στην Ιταλία μου θυμίζουν τη
Ρωσία. Έψαχνε να βρει τοπία που του θύμιζαν τη Ρωσία που δεν επρόκειτο να δει
ποτέ ξανά. Η Νοσταλγία είναι σίγουρα μια από τις πιο αυτοβιογραφικές ταινίες
του πατέρα μου».
Andrey A. Tarkovsky jr, γιος του Andrei Tarkovsky
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου