Ο ΠΥΘΜΕΝΑΣ
τῶν θαλασσῶν εἶναι ἀνομοιόμορφος. Περιλαμβάνει ὀροσειρές, φαράγγια,
ὀροπέδια καὶ κοῖτες, ποὺ συνθέτουν ἕνα ποικίλο τοπίο ὅμοιο μ’ αὐτὸ
τῆς στεριᾶς, μὲ τὴ διαφορὰ πὼς ὁ ἀέρας ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπ’ τὸ
νερό. Ὁ σκοτεινὸς καὶ παγωμένος βυθὸς τῶν ὠκεανῶν μὲ τρομάζει. Στὴ
σκέψη καὶ μόνο τῆς ἀφωτικῆς ζώνης νιώθω ἐνταφιασμένος. (Ποιός ὅμως
μὲ ὑποχρεώνει νὰ τὴ σκεφτῶ;) Τὸ ἴδιο δυσάρεστο συναίσθημα μοῦ προξενεῖται
μὲ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας τὴ νύχτα: κοιτάζοντάς τη νομίζω ὅτι τὸ
νερὸ προσπαθεῖ νὰ μὲ ρουφήξει στ’ ἀδηφάγα σπλάχνα του. Ἀγριεύομαι.
Ἀντίθετα, στὸ νυχτερινὸ οὐρανό, μὲ τὰ χιλιάδες ἀστέρια, ἂν καὶ πρέπει
ν’ ἀμυνθῶ γιὰ νὰ μὴν παρασυρθῶ ἀπ’ τὴ γοητεία του, τὸ βλέμμα μου πλανιέται
ἀναστημένο, ἀπὸ μιὰ δύναμη ποὺ τὴ δέχομαι μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση.
Γι’ αὐτὸ τὴ νύχτα προτιμῶ τὴ θέα τ’ οὐρανοῦ ἀπ’ αὐτὴ τῆς θάλασσας. Τὴ
μέρα εἶναι διαφορετικά: ἡ ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, γαληνεμένης ἢ
ὄχι, μὲ παραπέμπει στὸ ἄπειρο, κάτι ποὺ δὲ δύναται νὰ κάνει ὁ οὐρανός,
ὅπως ἐξίσου ἀναποτελεσματικὴ ἀποδεικνύεται ἡ στεριά. Κοιτάζοντας
τὸ νερό, ἀκόμη κι ἂν δὲ χρειαστεῖ νὰ τὸ διαπλεύσω, νιώθω τὸ χῶρο ν’ ἁπλώνεται
ἀτέλειωτα. Μὲ προαπαιτούμενο πὼς σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπ’ ὅπου βρίσκομαι
ὑπάρχει πέλαγος, νιώθω σιγουριά, ἀσφάλεια. Μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ὁ βυθὸς
εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρχει.
Παρομοίως παλιότερα ἀποστρεφόμουν τὴ βροχή. Δὲν τὴ λογάριαζα σὰ
ζωοδότρα, ἀλλὰ περιοριζόμουν σ’ ὅσα μ’ ἀπασχολοῦσαν: στὶς θαμπὲς
εἰκόνες καὶ στοὺς ἀλλοιωμένους ἤχους ποὺ δημιουργοῦσε ὁ καταιγισμός
της. Ἡ βροχὴ διέτρεξε ἀλογάριαστα τὰ χρόνια τῆς ἐφηβείας μου, μουσκεύοντάς
τα, καὶ ἀναμίχθηκε ἄτσαλα μὲ τὸν ἱδρώτα πού, ἀπὸ παθολογικὴ ἀγωνία,
ἔσταζαν οἱ παλάμες μου. ( Ἡ ἀγωνία μὲ τὰ χρόνια αὐξήθηκε, προτοῦ ἐξαφανιστεῖ
ὁριστικά, ὡς πρὸς τὴν ἔντασή της, ὅμως μειώθηκε αἰσθητὰ ὡς πρὸς τὴ
συχνότητά της.) Ἡ ἀποστροφή μου στὴ βροχὴ ἴσως ἐξηγεῖ γιατί ἕνας ἀπ’
τοὺς πρώτους ἀνθρώπους ποὺ μὲ μαγνήτισαν ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὀμπρελὰς στὸν
Κεραμεικὸ μὲ τὰ δύο βαπτιστικὰ ὀνόματα, ὁ Λορέντζος-Γαβριήλ. Ὁ
πράος Λορέντζος-Γαβριὴλ δὲν ἔκανε ἄλλο ἀπ’ τὸ νὰ ξοδεύει τὴ ζωή του
προσπαθώντας νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπ’ τὴ βροχή. Πιτσιρικὰς ἀκόμη, κάθε
φορὰ ποὺ περνοῦσα ἀπ’ τὸ μαγαζί του, τὸ φανταζόμουν σὰν τὸ πιὸ προστατευμένο
μέρος τοῦ πλανήτη, τὸ καταφύγιο ποὺ θὰ μᾶς ἔσωζε ἀπὸ τὴν ὑγρασία. Ἕνας
μικρὸς χῶρος ἦταν τὸ ὀμπρελάδικο τοῦ Λορέντζου-Γαβριήλ, γεμάτος
χρωματιστὲς ὀμπρέλες, ἀνδρικές, γυναικεῖες, μεγάλες, μικρές, ὅλες
μὲ ὄμορφες ξύλινες λαβές, σκαλισμένα κομψοτεχνήματα ἀπὸ ἐπιδέξιους
ξυλογλύπτες.
Τὸ ὀμπρελάδικο τοῦ Λορέντζου-Γαβριὴλ ἔγινε τὸ πρῶτο μου στέκι.
Τὰ
πρωινὰ ποὺ δὲν εἶχα σχολεῖο, τὸ ἔσκαγα ἀπ’ τὸ σπίτι μας κι ἔβαζα τρεχάλα
μέχρι τὸ «Καλλιτεχνικὸν ὀμβρελλοποιεῖον», κατὰ τὴν ἐπιγραφή. Ἔκανα
πὼς χαζεύω τὴ μικροσκοπικὴ βιτρίνα, στεκόμουν μαρμαρωμένος, μέχρι
ὁ Λορέντζος-Γαβριὴλ νὰ μὲ δεῖ, καθισμένος πίσω ἀπὸ τὸ μικρό, μακρόστενο
πάγκο του, καὶ νὰ μὲ φωνάξει νὰ μπῶ μέσα. Τὴν περίμενα μὲ λαχτάρα τὴν
πρόσκλησή του κι ὁ Λορέντζος-Γαβριὴλ καταλάβαινε πὼς ἂν δὲ μὲ καλέσει,
θὰ ἔμενα ἀπέξω νὰ ξεροσταλιάζω. «Ἔλα μέσα», ἔλεγε, καὶ χωρὶς ἄλλη
πρόσκληση, ἔμπαινα. Κάθε φορά, πρὶν ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, μοῦ ἔκανε
τὴν ἴδια στερεότυπη ἐρώτηση: «Τὸ ξέρει ἡ μητέρα σου πὼς εἶσαι δῶ;»
Τὸ ἔλεγε μὲ τρόπο ποὺ ἔδειχνε τὴ βεβαιότητά του ὅτι ἡ μητέρα μου ἀγνοοῦσε
τὸ ποῦ βρισκόμουν. Ἀπαντοῦσα μ’ ἕνα σεμνό: «Καὶ βέβαια, κύριε Λορέντζο-Γαβριήλ»,
δηλαδή, «Τί λέτε τώρα; Παιδιὰ εἴμαστε;» κι οὔτε ποὺ σάλευα ἀπὸ τὸ
σκαμνί. Ἐκεῖνος χαμογελοῦσε κι ἔκανε ὅτι μὲ πίστευε.
Τὸν κοιτοῦσα ποὺ δούλευε. Τὸν παρατηροῦσα ποὺ ἐπιδιόρθωνε τὶς ὀμπρέλες
καὶ τὰ ὀμπρελίνα, καὶ περίμενα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ χρειαστεῖ κάποιο ἐργαλεῖο
ἀπ’ τὴν ἀποθήκη καὶ θὰ μοῦ ζητήσει νὰ τοῦ τὸ φέρω. Δὲ μιλοῦσε πολύ,
μόνο δούλευε. Οἱ μετρημένες κουβέντες του ἔμοιαζαν μὲ ἄσκηση ρουτίνας
γιὰ τὶς φωνητικὲς χορδές του. Τόσα χρόνια εἶχε μάθει νὰ ὑπομένει τὴ
συμπεριφορὰ ἢ καὶ τὶς ἰδιοτροπίες δεκάδων διαφορετικῶν χαρακτήρων
ποὺ ἔμπαιναν στὸ μαγαζί του. Ἐπιδιόρθωνε ὑπομονετικὰ τὶς ὀμπρέλες,
μὲ ρυθμὸ ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσε τὴ βιασύνη τῶν πελατῶν του καὶ μ’ ἐπιδεξιότητα
ποὺ σίγουρα θ’ ἀνταποκρινόταν στὴν ἀπαιτητικότητα τοῦ γούστου
τους. Μὲ τὸν καιρὸ ἄρχισα νὰ βρίσκω μεγάλο ἐνδιαφέρον στὸ νὰ παρατηρῶ
προσεχτικὰ τοὺς πελάτες τοῦ ὀμπρελάδικου. Φάτσες συνηθισμένες ἢ
παράξενες γιὰ τὰ μάτια μου. Πρόσωπα ποὺ δὲν προκαλοῦσαν καμιὰ ἀντίδραση
στοὺς μυῶνες τοῦ προσώπου μου, γιατὶ τέτοια ἔβλεπα καθημερινὰ καὶ
τὰ εἶχα συνηθίσει, ἀλλὰ καὶ πρόσωπα ἰδιόρρυθμα, ποὺ μὲ ξάφνιαζαν μὲ
τὰ ἐξεζητημένα χαρακτηριστικά τους.
Τὸ μαγαζὶ τοῦ Λορέντζου-Γαβριὴλ ἦταν πάνω-κάτω δεκατέσσερα τετραγωνικά.
Συνδύαζε ἁρμονικὰ τὸ ἐργαστήριο, ὅπου τὰ ἐργαλεῖα κι οἱ κλωστὲς ἦταν
ἄψογα ταχτοποιημένα, μὲ τὸ ἐκθετήριο, ὅπου οἱ ὀμπρέλες ἦταν ἐπιμελῶς
τοποθετημένες σὲ εἰδικὲς θῆκες. Πίσω ἀπ’ τὸν πάγκο, ὅπου δούλευε ὁ
Λορέντζος-Γαβριήλ, κρεμόταν μιὰ βελούδινη καφὲ κουρτίνα, φθαρμένη
ἀλλὰ καθαρὴ καὶ πίσω ἀπ’ αὐτὴν ἦταν ἡ κρύα καὶ ἄοσμη ἀποθήκη: ὑφάσματα,
σύρματα καὶ μπαστούνια ἀκουμποῦσαν σὲ αὐτοσχέδια, ξύλινα ράφια, δίχως
τὴ λάμψη ποὺ ἀποχτοῦσαν ὅταν ἐμφανίζονταν συναρμολογημένα, καινούργια
καὶ ἀστραφτερὰ στὴν κατάφωτη ἀπ’ τὸν ἥλιο προθήκη. Παράμερα στὴν ἀποθήκη
στοιβάζονταν οἱ σπασμένες ὀμπρέλες, ὅσες ἦταν γιὰ πέταμα, ἀντικείμενα
ποὺ εἶχαν χάσει τὴ χρηστικότητά τους, ὅμως παρέμεναν ἐκεῖ παίρνοντας
στὴν ἀπομόνωσή τους τὶς ξεχασμένες καὶ συχνὰ πένθιμες ἱστορίες τῶν
ἰδιοκτητῶν τους.
Τὸ διάλειμμα τοῦ Λορέντζου-Γαβριὴλ ἦταν μικρό, διαρκοῦσε ὅσο χρειαζόταν
γιὰ νὰ ξεκουράσει τὰ μάτια του. Ἄφηνε τὰ ἐργαλεῖα στὸν πάγκο, καὶ καθάριζε
μὲ καθαρὸ οἰνόπνευμα τὰ χέρια του καὶ τὰ χοντρὰ δάχτυλά του. Ὕστερα,
ἔβγαζε τὰ ὁλοστρόγγυλα γυαλιά του, γιὰ νὰ τὰ καθαρίσει κι αὐτά. Οὐδέποτε
εἶδα τόση ἁπαλότητα σὲ κίνηση, τόση φροντίδα γιὰ κάτι ποὺ οἱ περισσότεροι
τὸ κάνουμε βιαστικὰ κι ἐπιπόλαια, ἐξαιρουμένων ἴσως τῶν ὀφθαλμίατρων.
Καθὼς ἔβγαζε τὰ γυαλιά του, πιάνοντάς τα μὲ τὰ δυὸ χέρια, τὸ βλέμμα
του, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἑστιάσει, γέμιζε παιδικὴ ἀθωότητα καὶ χαμήλωνε.
Ὁ Λορέντζος-Γαβριὴλ ἀκουμποῦσε τὸ σκελετὸ τῶν γυαλιῶν του σὲ συγκεκριμένη
πάντοτε μεριὰ στὸν πάγκο, σὲ καθαρὸ σημεῖο, κι ἔτριβε τὰ κλειστὰ μάτια
του σὰ νὰ τὰ χάιδευε, ἀγγίζοντάς τα ἁπαλά, τρυφερὰ μὲ τοὺς δεῖχτες τῶν
χεριῶν του. Ὕστερα τ’ ἄνοιγε, κάνοντας τὴ συσσωρευμένη ἐνέργειά
τους νὰ διαχυθεῖ στὴν ἀτμόσφαιρα, κι ἔμενε γιὰ λίγο ἀκίνητος, σὰ
σκεπτικός. Μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα προσπαθοῦσε
ν’ ἀντιληφθεῖ τὴν ἀντίδρασή μου. Ἀπὸ μιὰ καλοδιατηρημένη ὡραιοπάθεια,
δίχως τὰ γυαλιὰ δὲν ἀμφισβητοῦσε τὴν ὄψη του, ἴσως σκεφτόταν πὼς ἔτσι
ἕνα παιδὶ θὰ τὸν ἔβρισκε πιὸ οἰκεῖο. Πίστευε πὼς χωρὶς τὰ γυαλιὰ ἦταν
ὀμορφότερος. Ἀπὸ τὴ μεριά μου, δὲν ἀντιδροῦσα διόλου ὡς παρατηρητὴς
τῆς ἐμφάνισής του, ἀλλὰ ἀκόμη κι ἂν ἀντιδροῦσα ἔτσι, θὰ τὸν ἔβλεπα ἄσχημο,
τὸ βλέμμα του, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας του νὰ ἑστιάσει, τὸν πρόδιδε, χωρὶς
ὅραση, ἢ τουλάχιστον χωρὶς νὰ ἔχει προσαρμοστεῖ στὴν ὅραση ποὺ τώρα
διέθετε, τὸ βλέμμα του ἦταν ἄγριο, θὰ ἔλεγα ἀποκρουστικό. Ἄλλωστε
τὸν εἶχα συνηθίσει μὲ τὰ γυαλιὰ καὶ τὸν προτιμοῦσα μ’ αὐτά. Στ’ ἀλήθεια
μ’ ἐνδιέφερε ἀποκλειστικὰ ἡ ἱεροτελεστία ποὺ ἀκολουθοῦσε, ἡ ἐπιτήδευση
ἔβρισκε τὴν πραγματικὴ σημασία της. Ἀπὸ μιὰ δερμάτινη θήκη, ὁ Λορέντζος-Γαβριὴλ
ἔβγαζε ἕνα ὁλοκαίνουργιο γκρὶ πανάκι, τὸ ἀνέμιζε ἐλαφρά, γιὰ νὰ ἐξαφανιστεῖ
κάθε ὑποψία σκόνης, ἔπιανε τὰ γυαλιὰ ἀπ’ τὸ δεξιὸ μπράτσο, μὲ τὰ τρία
δάχτυλα, σὰ νὰ ἔκανε τὸ σταυρό του εὐλαβὴς χριστιανός, κι ἔτριβε ρυθμικὰ
πρῶτα τὸν ἀριστερὸ φακὸ καὶ μετὰ τὸ δεξιό. Κατόπιν γύριζε τὸ πανάκι
ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ κι ἐπαναλάμβανε μὲ τὴν ἴδια σειρὰ τὶς ἴδιες κινήσεις,
πρῶτα ὁ ἀριστερὸς φακός, μετὰ ὁ δεξιός. Μετροῦσα τὶς φορὲς ποὺ σκούπιζε
τὸν κάθε φακό, τὶς ἔβγαζα ἰσάριθμες, χρονομετροῦσα, μετρώντας ἀπὸ
μέσα μου, τὸ χρόνο ποὺ δαπανοῦσε γιὰ τὸν καθένα, ἦταν ἴσος. Ὅταν τελείωνε,
κι ἀφοῦ ἔλεγε κάθε φορά, σὰ ν’ ἀπολογιόταν: «Μπορεῖς νὰ τὰ πλένεις ὅλη
μέρα;» φοροῦσε τὰ γυαλιά του εὐχαριστημένος, τίναζε τὸ πανάκι, μᾶλλον
δὲν τὸ τίναζε, ἔκανε μιὰ φευγαλέα κίνηση μονάχα γιὰ νὰ δηλώσει τὴν
πρόθεσή του, τὸ δίπλωνε καὶ τὸ ἔβαζε στὴ θήκη. Τὸ διάλειμμα εἶχε τελειώσει,
ἡ δουλειὰ δὲν μποροῦσε νὰ περιμένει.
Ὅμως πρὶν ἀπ’ τὸ μεσημέρι ἔπρεπε νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Ἄφηνα τὸν Λορέντζο-Γαβριὴλ
στὴν ἡσυχία του, καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση στὸν ἑαυτό μου ὅτι θὰ ἐπέστρεφα
στὸ ὀμπρελάδικο, ταχτοποιοῦσα μέσα μου τὶς ὁλόφρεσκες παραστάσεις
ποὺ εἶχα προσλάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου