Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Εὐ­άγ­γε­λος Τζά­νος : Καλ­λι­τε­χνι­κὸν ὀμ­βρελ­λο­ποι­εῖ­ον

Ο  ΠΥΘΜΕΝΑΣ τῶν θα­λασ­σῶν εἶ­ναι ἀ­νο­μοι­ό­μορ­φος. Πε­ρι­λαμ­βά­νει ὀ­ρο­σει­ρές, φα­ράγ­για, ὀ­ρο­πέ­δια καὶ κοῖ­τες, ποὺ συν­θέ­τουν ἕ­να ποι­κί­λο το­πί­ο ὅ­μοι­ο μ’ αὐ­τὸ τῆς στε­ριᾶς, μὲ τὴ δι­α­φο­ρὰ πὼς ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­χει ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­π’ τὸ νε­ρό. Ὁ σκο­τει­νὸς καὶ πα­γω­μέ­νος βυ­θὸς τῶν ὠ­κε­α­νῶν μὲ τρο­μά­ζει. Στὴ σκέ­ψη καὶ μό­νο τῆς ἀ­φω­τι­κῆς ζώ­νης νι­ώ­θω ἐν­τα­φι­α­σμέ­νος. (Ποι­ός ὅ­μως μὲ ὑ­πο­χρε­ώ­νει νὰ τὴ σκε­φτῶ;) Τὸ ἴ­διο δυ­σά­ρε­στο συ­ναί­σθη­μα μοῦ προ­ξε­νεῖ­ται μὲ τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς θά­λασ­σας τὴ νύ­χτα: κοι­τά­ζον­τάς τη νο­μί­ζω ὅ­τι τὸ νε­ρὸ προ­σπα­θεῖ νὰ μὲ ρου­φή­ξει στ’ ἀ­δη­φά­γα σπλά­χνα του. Ἀ­γρι­εύ­ο­μαι. Ἀν­τί­θε­τα, στὸ νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νό, μὲ τὰ χι­λιά­δες ἀ­στέ­ρια, ἂν καὶ πρέ­πει ν’ ἀ­μυν­θῶ γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θῶ ἀ­π’ τὴ γο­η­τεί­α του, τὸ βλέμ­μα μου πλα­νι­έ­ται ἀ­να­στη­μέ­νο, ἀ­πὸ μιὰ δύ­να­μη ποὺ τὴ δέ­χο­μαι μὲ πολ­λὴ εὐ­χα­ρί­στη­ση. Γι’ αὐ­τὸ τὴ νύ­χτα προ­τι­μῶ τὴ θέ­α τ’ οὐ­ρα­νοῦ ἀ­π’ αὐ­τὴ τῆς θά­λασ­σας. Τὴ μέ­ρα εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κά: ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς θά­λασ­σας, γα­λη­νε­μέ­νης ἢ ὄ­χι, μὲ πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἄ­πει­ρο, κά­τι ποὺ δὲ δύ­να­ται νὰ κά­νει ὁ οὐ­ρα­νός, ὅ­πως ἐ­ξί­σου ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κὴ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἡ στε­ριά. Κοι­τά­ζον­τας τὸ νε­ρό, ἀ­κό­μη κι ἂν δὲ χρεια­στεῖ νὰ τὸ δι­α­πλεύ­σω, νι­ώ­θω τὸ χῶ­ρο ν’ ἁ­πλώ­νε­ται ἀ­τέ­λει­ω­τα. Μὲ προ­α­παι­τού­με­νο πὼς σὲ μι­κρὴ ἀ­πό­στα­ση ἀ­π’ ὅ­που βρί­σκο­μαι ὑ­πάρ­χει πέ­λα­γος, νι­ώ­θω σι­γου­ριά, ἀ­σφά­λεια. Μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου ὁ βυ­θὸς εἶ­ναι σὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει.
       Πα­ρο­μοί­ως πα­λι­ό­τε­ρα ἀ­πο­στρε­φό­μουν τὴ βρο­χή. Δὲν τὴ λο­γά­ρια­ζα σὰ ζω­ο­δό­τρα, ἀλ­λὰ πε­ρι­ο­ρι­ζό­μουν σ’ ὅ­σα μ’ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν: στὶς θαμ­πὲς εἰ­κό­νες καὶ στοὺς ἀλ­λοι­ω­μέ­νους ἤ­χους ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ὁ κα­ται­γι­σμός της. Ἡ βρο­χὴ δι­έ­τρε­ξε ἀ­λο­γά­ρια­στα τὰ χρό­νια τῆς ἐ­φη­βεί­ας μου, μου­σκεύ­ον­τάς τα, καὶ ἀ­να­μί­χθη­κε ἄ­τσα­λα μὲ τὸν ἱ­δρώ­τα πού, ἀ­πὸ πα­θο­λο­γι­κὴ ἀ­γω­νί­α, ἔ­στα­ζαν οἱ πα­λά­μες μου. ( Ἡ ἀ­γω­νί­α μὲ τὰ χρό­νια αὐ­ξή­θη­κε, προ­τοῦ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ὁ­ρι­στι­κά, ὡς πρὸς τὴν ἔν­τα­σή της, ὅ­μως μει­ώ­θη­κε αἰ­σθη­τὰ ὡς πρὸς τὴ συ­χνό­τη­τά της.) Ἡ ἀ­πο­στρο­φή μου στὴ βρο­χὴ ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ για­τί ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς πρώ­τους ἀν­θρώ­πους ποὺ μὲ μα­γνή­τι­σαν ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ ὀμ­πρε­λὰς στὸν Κε­ρα­μει­κὸ μὲ τὰ δύ­ο βα­πτι­στι­κὰ ὀ­νό­μα­τα, ὁ Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ήλ. Ὁ πρά­ος Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ὴλ δὲν ἔ­κα­νε ἄλ­λο ἀ­π’ τὸ νὰ ξο­δεύ­ει τὴ ζω­ή του προ­σπα­θών­τας νὰ μᾶς προ­φυ­λά­ξει ἀ­π’ τὴ βρο­χή. Πι­τσι­ρι­κὰς ἀ­κό­μη, κά­θε φο­ρὰ ποὺ περ­νοῦ­σα ἀ­π’ τὸ μα­γα­ζί του, τὸ φαν­τα­ζό­μουν σὰν τὸ πιὸ προ­στα­τευ­μέ­νο μέ­ρος τοῦ πλα­νή­τη, τὸ κα­τα­φύ­γιο ποὺ θὰ μᾶς ἔ­σω­ζε ἀ­πὸ τὴν ὑ­γρα­σί­α. Ἕ­νας μι­κρὸς χῶ­ρος ἦ­ταν τὸ ὀμ­πρε­λά­δι­κο τοῦ Λο­ρέν­τζου-Γα­βρι­ήλ, γε­μά­τος χρω­μα­τι­στὲς ὀμ­πρέ­λες, ἀν­δρι­κές, γυ­ναι­κεῖ­ες, με­γά­λες, μι­κρές, ὅ­λες μὲ ὄ­μορ­φες ξύ­λι­νες λα­βές, σκα­λι­σμέ­να κομ­ψο­τε­χνή­μα­τα ἀ­πὸ ἐ­πι­δέ­ξιους ξυ­λο­γλύ­πτες.
       Τὸ ὀμ­πρε­λά­δι­κο τοῦ Λο­ρέν­τζου-Γα­βρι­ὴλ ἔ­γι­νε τὸ πρῶ­το μου στέ­κι.
Τὰ πρω­ι­νὰ ποὺ δὲν εἶ­χα σχο­λεῖ­ο, τὸ ἔ­σκα­γα ἀ­π’ τὸ σπί­τι μας κι ἔ­βα­ζα τρε­χά­λα μέ­χρι τὸ «Καλ­λι­τε­χνι­κὸν ὀμ­βρελ­λο­ποι­εῖ­ον», κα­τὰ τὴν ἐ­πι­γρα­φή. Ἔ­κα­να πὼς χα­ζεύ­ω τὴ μι­κρο­σκο­πι­κὴ βι­τρί­να, στε­κό­μουν μαρ­μα­ρω­μέ­νος, μέ­χρι ὁ Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ὴλ νὰ μὲ δεῖ, κα­θι­σμέ­νος πί­σω ἀ­πὸ τὸ μι­κρό, μα­κρό­στε­νο πάγ­κο του, καὶ νὰ μὲ φω­νά­ξει νὰ μπῶ μέ­σα. Τὴν πε­ρί­με­να μὲ λα­χτά­ρα τὴν πρό­σκλη­σή του κι ὁ Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ὴλ κα­τα­λά­βαι­νε πὼς ἂν δὲ μὲ κα­λέ­σει, θὰ ἔ­με­να ἀ­πέ­ξω νὰ ξε­ρο­στα­λιά­ζω. «Ἔ­λα μέ­σα», ἔ­λε­γε, καὶ χω­ρὶς ἄλ­λη πρό­σκλη­ση, ἔμ­παι­να. Κά­θε φο­ρά, πρὶν ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, μοῦ ἔ­κα­νε τὴν ἴ­δια στε­ρε­ό­τυ­πη ἐ­ρώ­τη­ση: «Τὸ ξέ­ρει ἡ μη­τέ­ρα σου πὼς εἶ­σαι δῶ;» Τὸ ἔ­λε­γε μὲ τρό­πο ποὺ ἔ­δει­χνε τὴ βε­βαι­ό­τη­τά του ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα μου ἀ­γνο­οῦ­σε τὸ ποῦ βρι­σκό­μουν. Ἀ­παν­τοῦ­σα μ’ ἕ­να σε­μνό: «Καὶ βέ­βαι­α, κύ­ρι­ε Λο­ρέν­τζο-Γα­βρι­ήλ», δη­λα­δή, «Τί λέ­τε τώ­ρα; Παι­διὰ εἴ­μα­στε;» κι οὔ­τε ποὺ σά­λευ­α ἀ­πὸ τὸ σκα­μνί. Ἐ­κεῖ­νος χα­μο­γε­λοῦ­σε κι ἔ­κα­νε ὅ­τι μὲ πί­στευ­ε.
       Τὸν κοι­τοῦ­σα ποὺ δού­λευ­ε. Τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σα ποὺ ἐ­πι­δι­όρ­θω­νε τὶς ὀμ­πρέ­λες καὶ τὰ ὀμ­πρε­λί­να, καὶ πε­ρί­με­να τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ χρεια­στεῖ κά­ποι­ο ἐρ­γα­λεῖ­ο ἀ­π’ τὴν ἀ­πο­θή­κη καὶ θὰ μοῦ ζη­τή­σει νὰ τοῦ τὸ φέ­ρω. Δὲ μι­λοῦ­σε πο­λύ, μό­νο δού­λευ­ε. Οἱ με­τρη­μέ­νες κου­βέν­τες του ἔ­μοια­ζαν μὲ ἄ­σκη­ση ρου­τί­νας γιὰ τὶς φω­νη­τι­κὲς χορ­δές του. Τό­σα χρό­νια εἶ­χε μά­θει νὰ ὑ­πο­μέ­νει τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἢ καὶ τὶς ἰ­δι­ο­τρο­πί­ες δε­κά­δων δι­α­φο­ρε­τι­κῶν χα­ρα­κτή­ρων ποὺ ἔμ­παι­ναν στὸ μα­γα­ζί του. Ἐ­πι­δι­όρ­θω­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ τὶς ὀμ­πρέ­λες, μὲ ρυθ­μὸ ποὺ θὰ ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε τὴ βι­α­σύ­νη τῶν πε­λα­τῶν του καὶ μ’ ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα ποὺ σί­γου­ρα θ’ ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν στὴν ἀ­παι­τη­τι­κό­τη­τα τοῦ γού­στου τους. Μὲ τὸν και­ρὸ ἄρ­χι­σα νὰ βρί­σκω με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον στὸ νὰ πα­ρα­τη­ρῶ προ­σε­χτι­κὰ τοὺς πε­λά­τες τοῦ ὀμ­πρε­λά­δι­κου. Φά­τσες συ­νη­θι­σμέ­νες ἢ πα­ρά­ξε­νες γιὰ τὰ μά­τια μου. Πρό­σω­πα ποὺ δὲν προ­κα­λοῦ­σαν κα­μιὰ ἀν­τί­δρα­ση στοὺς μυ­ῶ­νες τοῦ προ­σώ­που μου, για­τὶ τέ­τοι­α ἔ­βλε­πα κα­θη­με­ρι­νὰ καὶ τὰ εἶ­χα συ­νη­θί­σει, ἀλ­λὰ καὶ πρό­σω­πα ἰ­δι­όρ­ρυθ­μα, ποὺ μὲ ξάφ­νια­ζαν μὲ τὰ ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους.
       Τὸ μα­γα­ζὶ τοῦ Λο­ρέν­τζου-Γα­βρι­ὴλ ἦ­ταν πά­νω-κά­τω δε­κα­τέσ­σε­ρα τε­τρα­γω­νι­κά. Συν­δύ­α­ζε ἁρ­μο­νι­κὰ τὸ ἐρ­γα­στή­ριο, ὅ­που τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α κι οἱ κλω­στὲς ἦ­ταν ἄ­ψο­γα τα­χτο­ποι­η­μέ­να, μὲ τὸ ἐκ­θε­τή­ριο, ὅ­που οἱ ὀμ­πρέ­λες ἦ­ταν ἐ­πι­με­λῶς το­πο­θε­τη­μέ­νες σὲ εἰ­δι­κὲς θῆ­κες. Πί­σω ἀ­π’ τὸν πάγ­κο, ὅ­που δού­λευ­ε ὁ Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ήλ, κρε­μό­ταν μιὰ βε­λού­δι­νη κα­φὲ κουρ­τί­να, φθαρ­μέ­νη ἀλ­λὰ κα­θα­ρὴ καὶ πί­σω ἀ­π’ αὐ­τὴν ἦ­ταν ἡ κρύ­α καὶ ἄ­ο­σμη ἀ­πο­θή­κη: ὑ­φά­σμα­τα, σύρ­μα­τα καὶ μπα­στού­νια ἀ­κουμ­ποῦ­σαν σὲ αὐ­το­σχέ­δια, ξύ­λι­να ρά­φια, δί­χως τὴ λάμ­ψη ποὺ ἀ­πο­χτοῦ­σαν ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζον­ταν συ­ναρ­μο­λο­γη­μέ­να, και­νούρ­για καὶ ἀ­στρα­φτε­ρὰ στὴν κα­τά­φω­τη ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο προ­θή­κη. Πα­ρά­με­ρα στὴν ἀ­πο­θή­κη στοι­βά­ζον­ταν οἱ σπα­σμέ­νες ὀμ­πρέ­λες, ὅ­σες ἦ­ταν γιὰ πέ­τα­μα, ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ εἶ­χαν χά­σει τὴ χρη­στι­κό­τη­τά τους, ὅ­μως πα­ρέ­με­ναν ἐ­κεῖ παίρ­νον­τας στὴν ἀ­πο­μό­νω­σή τους τὶς ξε­χα­σμέ­νες καὶ συ­χνὰ πέν­θι­μες ἱ­στο­ρί­ες τῶν ἰ­δι­ο­κτη­τῶν τους.
       Τὸ δι­ά­λειμ­μα τοῦ Λο­ρέν­τζου-Γα­βρι­ὴλ ἦ­ταν μι­κρό, δι­αρ­κοῦ­σε ὅ­σο χρει­α­ζό­ταν γιὰ νὰ ξε­κου­ρά­σει τὰ μά­τια του. Ἄ­φη­νε τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α στὸν πάγ­κο, καὶ κα­θά­ρι­ζε μὲ κα­θα­ρὸ οἰ­νό­πνευ­μα τὰ χέ­ρια του καὶ τὰ χον­τρὰ δά­χτυ­λά του. Ὕ­στε­ρα, ἔ­βγα­ζε τὰ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα γυα­λιά του, γιὰ νὰ τὰ κα­θα­ρί­σει κι αὐ­τά. Οὐ­δέ­πο­τε εἶ­δα τό­ση ἁ­πα­λό­τη­τα σὲ κί­νη­ση, τό­ση φρον­τί­δα γιὰ κά­τι ποὺ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι τὸ κά­νου­με βι­α­στι­κὰ κι ἐ­πι­πό­λαι­α, ἐ­ξαι­ρου­μέ­νων ἴ­σως τῶν ὀ­φθαλ­μί­α­τρων. Κα­θὼς ἔ­βγα­ζε τὰ γυα­λιά του, πι­ά­νον­τάς τα μὲ τὰ δυ­ὸ χέ­ρια, τὸ βλέμ­μα του, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἑ­στιά­σει, γέ­μι­ζε παι­δι­κὴ ἀ­θω­ό­τη­τα καὶ χα­μή­λω­νε. Ὁ Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ὴλ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ σκε­λε­τὸ τῶν γυ­α­λι­ῶν του σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νη πάν­το­τε με­ριὰ στὸν πάγ­κο, σὲ κα­θα­ρὸ ση­μεῖ­ο, κι ἔ­τρι­βε τὰ κλει­στὰ μά­τια του σὰ νὰ τὰ χά­ι­δευ­ε, ἀγ­γί­ζον­τάς τα ἁ­πα­λά, τρυ­φε­ρὰ μὲ τοὺς δεῖ­χτες τῶν χε­ρι­ῶν του. Ὕ­στε­ρα τ’ ἄ­νοι­γε, κά­νον­τας τὴ συσ­σω­ρευ­μέ­νη ἐ­νέρ­γειά τους νὰ δι­α­χυ­θεῖ στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα, κι ἔ­με­νε γιὰ λί­γο ἀ­κί­νη­τος, σὰ σκε­πτι­κός. Μοῦ ἔ­δι­νε τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι σ’ αὐ­τὸ τὸ δι­ά­στη­μα προ­σπα­θοῦ­σε ν’ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν ἀν­τί­δρα­σή μου. Ἀ­πὸ μιὰ κα­λο­δι­α­τη­ρη­μέ­νη ὡ­ραι­ο­πά­θεια, δί­χως τὰ γυα­λιὰ δὲν ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σε τὴν ὄ­ψη του, ἴ­σως σκε­φτό­ταν πὼς ἔ­τσι ἕ­να παι­δὶ θὰ τὸν ἔ­βρι­σκε πιὸ οἰ­κεῖο. Πί­στευ­ε πὼς χω­ρὶς τὰ γυα­λιὰ ἦ­ταν ὀ­μορ­φό­τε­ρος. Ἀ­πὸ τὴ με­ριά μου, δὲν ἀν­τι­δροῦ­σα δι­ό­λου ὡς πα­ρα­τη­ρη­τὴς τῆς ἐμ­φά­νι­σής του, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη κι ἂν ἀν­τι­δροῦ­σα ἔ­τσι, θὰ τὸν ἔ­βλε­πα ἄ­σχη­μο, τὸ βλέμ­μα του, λό­γῳ τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας του νὰ ἑ­στιά­σει, τὸν πρό­δι­δε, χω­ρὶς ὅ­ρα­ση, ἢ του­λά­χι­στον χω­ρὶς νὰ ἔ­χει προ­σαρ­μο­στεῖ στὴν ὅ­ρα­ση ποὺ τώ­ρα δι­έ­θε­τε, τὸ βλέμ­μα του ἦ­ταν ἄ­γριο, θὰ ἔ­λε­γα ἀ­πο­κρου­στι­κό. Ἄλ­λω­στε τὸν εἶ­χα συ­νη­θί­σει μὲ τὰ γυα­λιὰ καὶ τὸν προ­τι­μοῦ­σα μ’ αὐ­τά. Στ’ ἀ­λή­θεια μ’ ἐν­δι­έ­φε­ρε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἡ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε, ἡ ἐ­πι­τή­δευ­ση ἔ­βρι­σκε τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ση­μα­σί­α της. Ἀ­πὸ μιὰ δερ­μά­τι­νη θή­κη, ὁ Λο­ρέν­τζος-Γα­βρι­ὴλ ἔ­βγα­ζε ἕ­να ὁ­λο­καί­νουρ­γιο γκρὶ πα­νά­κι, τὸ ἀ­νέ­μι­ζε ἐ­λα­φρά, γιὰ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ κά­θε ὑ­πο­ψί­α σκό­νης, ἔ­πια­νε τὰ γυα­λιὰ ἀ­π’ τὸ δε­ξιὸ μπρά­τσο, μὲ τὰ τρί­α δά­χτυ­λα, σὰ νὰ ἔ­κα­νε τὸ σταυ­ρό του εὐ­λα­βὴς χρι­στια­νός, κι ἔ­τρι­βε ρυθ­μι­κὰ πρῶ­τα τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ φα­κὸ καὶ με­τὰ τὸ δε­ξιό. Κα­τό­πιν γύ­ρι­ζε τὸ πα­νά­κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε μὲ τὴν ἴ­δια σει­ρὰ τὶς ἴ­δι­ες κι­νή­σεις, πρῶ­τα ὁ ἀ­ρι­στε­ρὸς φα­κός, με­τὰ ὁ δε­ξιός. Με­τροῦ­σα τὶς φο­ρὲς ποὺ σκού­πι­ζε τὸν κά­θε φα­κό, τὶς ἔ­βγα­ζα ἰ­σά­ριθ­μες, χρο­νο­με­τροῦ­σα, με­τρών­τας ἀ­πὸ μέ­σα μου, τὸ χρό­νο ποὺ δα­πα­νοῦ­σε γιὰ τὸν κα­θέ­να, ἦ­ταν ἴ­σος. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε, κι ἀ­φοῦ ἔ­λε­γε κά­θε φο­ρά, σὰ ν’ ἀ­πο­λο­γι­ό­ταν: «Μπο­ρεῖς νὰ τὰ πλέ­νεις ὅ­λη μέ­ρα;» φο­ροῦ­σε τὰ γυα­λιά του εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος, τί­να­ζε τὸ πα­νά­κι, μᾶλ­λον δὲν τὸ τί­να­ζε, ἔ­κα­νε μιὰ φευ­γα­λέ­α κί­νη­ση μο­νά­χα γιὰ νὰ δη­λώ­σει τὴν πρό­θε­σή του, τὸ δί­πλω­νε καὶ τὸ ἔ­βα­ζε στὴ θή­κη. Τὸ δι­ά­λειμ­μα εἶ­χε τε­λει­ώ­σει, ἡ δου­λειὰ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πε­ρι­μέ­νει.
       Ὅ­μως πρὶν ἀ­π’ τὸ με­ση­μέ­ρι ἔ­πρε­πε νὰ γυ­ρί­σω στὸ σπί­τι. Ἄ­φη­να τὸν Λο­ρέν­τζο-Γα­βρι­ὴλ στὴν ἡ­συ­χί­α του, καὶ μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­ση στὸν ἑ­αυ­τό μου ὅ­τι θὰ ἐ­πέ­στρε­φα στὸ ὀμ­πρε­λά­δι­κο, τα­χτο­ποι­οῦ­σα μέ­σα μου τὶς ὁ­λό­φρε­σκες πα­ρα­στά­σεις ποὺ εἶ­χα προσ­λά­βει.

Πη­γή: περ. Πλα­νό­διον, τχ. 52, Ἰ­ού­νιος 2012.

Εὐ­άγ­γε­λος Ἰ. Τζά­νος (Ἀ­θή­να, 1962). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἐρ­γα­στή­ρι Ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κῆς Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας (1986-1988) καὶ στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο "Σπου­δὲς στὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ Πο­λι­τι­σμὸ" (2004-2009). Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­πο­κεν­τρω­μέ­νη Δι­οί­κη­ση Ἀτ­τι­κῆς. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ τρί­α πρῶ­τα μέ­ρη τῆς τε­τρα­λο­γί­ας μὲ τὸν τί­τλο Τὸ Τυ­χαῖ­ο. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἐ­νέ­δρα (νου­βέ­λες, ἔκδ. Μαν­δρα­γό­ρας, 2008).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου