|
|
ΓΙΑ
ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΟΥΝ κάποια ἔγγραφα, ὁ Ζγκντ καὶ ἡ Μπστ (παντρεμένοι ἐδῶ καὶ ὀχτὼ
χρόνια), ἔπρεπε νὰ πᾶνε σὲ κάποια μακρινὴ πόλη. Ἔφτασαν ἐκεῖ το βραδάκι.
Καθὼς μέχρι τὴν ἑπομένη δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιλύσουν τὸ ζήτημα, ψάχνουν
ἕνα ξενοδοχεῖο γιὰ νὰ περάσουν τὴ νύχτα. Τοὺς δίνουν ἕνα δωμάτιο μὲ
δύο μονὰ κρεβάτια, δύο κομοδίνα, ἕνα σεκρετὲρ (ὑπάρχουν φάκελοι
καὶ ἐπιστολόχαρτα μὲ τὸ λογότυπο τοῦ ξενοδοχείου, σὲ ἕνα ντοσιέ),
μία καρέκλα καὶ ἕνα μικρὸ μπὰρ μὲ μία τηλεόραση ἐπάνω. Δειπνοῦν,
κάνουν βόλτα στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ κι ὅταν ἐπιστρέφουν στὸ ξενοδοχεῖο,
ὁ καθένας ξαπλώνει στὸ κρεβάτι του καὶ βγάζει ἕνα βιβλίο.
Λίγα
λεπτὰ ἀργότερα ἀκοῦν πὼς στὸ διπλανὸ δωμάτιο πηδιοῦνται. Ἀκοῦν καθαρὰ
τὸ τρίξιμο τοῦ σομιέ, τὰ βογκητὰ τῆς γυναίκας καί, πιὸ χαμηλά, τὸ λαχάνιασμα
τοῦ ἄντρα. Ὁ Ζγκντ καὶ ἡ Μπστ κοιτιοῦνται, χαμογελοῦν, κάνουν κάποιο
ἀστεῖο σχόλιο, καληνυχτίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ σβήνουν τὸ φῶς. Ὁ
Ζγκντ, ξαναμμένος ἀπὸ τὸ πήδημα ποὺ ἀκόμα ἀκούγεται ἀπὸ τὸν τοῖχο,
σκέφτεται νὰ πεῖ κάτι στὴν Μπστ. Ἴσως νὰ ἔχει ἀνάψει κι ἐκείνη τόσο ὅσο
κι αὐτός. Θὰ μποροῦσε νὰ πλησιάσει, νὰ καθίσει στὸ κρεβάτι, νὰ κάνει
κάποιο ἀστεῖο γιὰ τοὺς γείτονες τοῦ ἄλλου δωματίου καί, σὰν νὰ μὴ συμβαίνει
τίποτα, νὰ τῆς χαϊδέψει πρῶτα τα μαλλιὰ καὶ τὸ πρόσωπο, κι ἔπειτα, τὸ
στῆθος. Πολὺ πιθανόν, ἡ Μπστ νὰ ἀνταποκρινόταν ἀμέσως. Ἂν δὲν ἀνταποκρινόταν
ὅμως; Ἂν τοῦ ἀπομάκρυνε τὸ χέρι καὶ πλατάγιζε τὴ γλώσσα ἤ, ἀκόμα
χειρότερα, τοῦ ἔλεγε: «Δὲν ἔχω ὄρεξη»; Πρὶν χρόνια δὲν θὰ εἶχε διστάσει.
Θὰ ἤξερε, ἀκριβῶς πρὶν σβήσουν τὸ φῶς, ἂν ἡ Μπστ εἶχε ὄρεξη, ἂν τὰ βογκητὰ
ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο τὴν εἶχαν ἀνάψει ἢ ὄχι. Ἀλλὰ τώρα, μετὰ ἀπὸ
τόσα χρόνια ἀραχνιάσματος, τίποτα δὲν εἶναι ξεκάθαρο. Ὁ Ζγκντ ἀλλάζει
πλευρὸ καὶ αὐνανίζεται προσπαθώντας νὰ μὴν κάνει καθόλου θόρυβο.
Δέκα
λεπτὰ ἀφοῦ τελείωσε, ἡ Μπστ τὸν ρωτᾶ ἂν κοιμᾶται. Ὁ Ζγκντ τῆς ἁπαντὰ
πὼς ὄχι ἀκόμη. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο δὲν βογκοῦν πιά. Τώρα ἀκούγεται
μιὰ χαμηλόφωνη συζήτηση καὶ πνιχτὰ γέλια. Ἡ Μπστ σηκώνεται καὶ πηγαίνει
πρὸς τὸ κρεβάτι τοῦ Ζγκντ. Παραμερίζει τὰ σεντόνια, ξαπλώνει καὶ ἀρχίζει
νὰ τοῦ χαϊδεύει τὴν πλάτη. Τὸ χέρι κατεβαίνει ἀπὸ τὴν πλάτη πρὸς τὰ ὀπίσθια.
Χωρὶς πολὺ κουράγιο γιὰ νὰ τῆς πεῖ ὅτι μόλις αὐνανίστηκε, ὁ Ζγκντ τῆς
λέει ὅτι δὲν ἔχει ὄρεξη. Ἡ Μπστ σταματᾶ νὰ τὸν χαϊδεύει. Ἀκολουθεῖ
μία σύντομη σιωπή, πολὺ μακρά, καὶ ἐπιστρέφει στὸ κρεβάτι της. Ἐκεῖνος
ἀκούει πῶς παραμερίζει τὰ σεντόνια, πῶς ξαπλώνει μέσα, πῶς ἀλλάζει
πλευρό. Σὲ κάθε ἀλλαγὴ πλευροῦ, πολλαπλασιάζονται οἱ τύψεις τοῦ Ζγκντ
ποὺ αὐνανίστηκε χωρὶς νὰ προσπαθήσει πρῶτα νὰ μάθει ἂν ἡ Μπστ θὰ ἤθελε
νὰ πηδηχτοῦν. Αἰσθάνεται, ἐπίσης, ἔνοχος ποὺ δὲν τῆς εἶπε τὴν ἀλήθεια.
Τόσο λίγη ἐμπιστοσύνη ὑπάρχει ἀνάμεσά τους, τόσο ξένοι ἔχουν γίνει
πλέον, ποὺ οὔτε αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τῆς πεῖ; Ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι
δὲν εἶναι τελείως ἀποξενωμένοι, ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει μιὰ σπίθα ἐμπιστοσύνης,
ὅτι ἴσως θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναζωογονήσουν τὴ φλόγα, παίρνει θάρρος,
γυρνᾶ πρὸς τὸ μέρος της καὶ ὁμολογεῖ ὅτι πρὶν μερικὰ λεπτὰ εἶχε αὐνανιστεῖ,
γιατὶ πίστευε πὼς ἐκείνη δὲν θὰ εἶχε ὄρεξη νὰ πηδηχτοῦν. Ἡ Μπστ δὲν
λέει τίποτα.
Κάποια
λεπτὰ ἀργότερα, ὁ Ζγκντ ὑποθέτει, ἀπὸ τοὺς συγκεκαλυμμένους θορύβους
ποὺ φτάνουν ὣς αὐτόν, ὅτι ἡ Μπστ αὐνανίζεται. Ὁ Ζγκντ νιώθει μιὰ ἀπέραντη
θλίψη. Σκέφτεται ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι γκροτέσκα καὶ ἄδικη, καὶ ξεσπᾶ σὲ
κλάματα. Κλαίει μὲ τὸ πρόσωπο στὸ μαξιλάρι, πιέζοντάς το ὅσο πιὸ βαθιὰ
μπορεῖ. Τὰ δάκρυα εἶναι ἄφθονα καὶ ζεστά. Κι ὅταν ἀκούει ὅτι ἡ Μπστ
πνίγει τὸ τελευταῖο βογκητὸ μὲ τὴν παλάμη, φωνάζει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ εἶναι
ἡ φωνὴ ποὺ ἐκείνη δαγκώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου