Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Η ΕΛΑΧΙΣΤΑ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ» ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ «ΕΡΑΝΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ» ΚΑΙ «ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΝΤΟΠΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ»

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΑΛΚΟΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

 Σὲ ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Οκτώ γλωσσολόγοι γράφουν για την έδρα γλωσσολογίαςδιαλεκτολογίας της Ακαδημίας Αθηνών», δημοσιευμένο στὸ διαδίκτυο (https://thepressproject.gr/okto-glossologoi-grafoun-gia-tin-edra-glossologiasdialektologias-tis-akadimias-athinon/) ἀποδοκιμάζεται ἡ ἐκλογὴ ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τοῦ κ. Χ. Χαραλαμπάκη στὴν ἕδρα γλωσσολογίας – διαλεκτολογίας καὶ προβάλλεται ὡς μόνη ἄξια γι᾿ αὐτὴν τὴν θέση ἡ κα Ἀ. Ράλλη. 

Δὲν θὰ ὑπεισέλθουμε στὸ ζήτημα τοῦ κατὰ πόσον ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀκαδημίας ἦταν ἢ ὄχι ὀρθή, δηλώνουμε δὲ ἐξ ἀρχῆς ὅτι δὲν ἔχουμε προσωπικὲς σχέσεις οὔτε μὲ τὸν ἕνα οὔτε μὲ τὴν ἄλλη. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο παίρνουμε τὴν πρωτοβουλία νὰ ἐμπλακοῦμε στὴν συζήτηση, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀπαξιώνεται ὡς «μὴ ἐπιστημονικὴ» ἡ ἀθόρυβη καὶ οὐσιαστικὴ προσφορὰ ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, πολλὲς φορὲς ταπεινῶν καὶ «μὴ ἐπώνυμων», οἱ ὁποῖοι μὲ ὅπλο τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν τόπο τους καὶ τὴν γνώση τῶν ντόπιων διαλέκτων ἢ ἰδιωμάτων προσέφεραν πολύτιμη καὶ ἀνεκτίμητη ὑπηρεσία στὸν τόπο μας, στὴν γλῶσσα μας καὶ ἐν τέλει καὶ στὴν γλωσσολογικὴ ἐπιστήμη.

 Γράφουν οἱ ὀχτὼ γλωσσολόγοι: «Λέγοντας “επιστημονικής” εννοούμε ότι στο σημαντικό και εκτενές ερευνητικό έργο της η Αγγελική Ράλλη άφησε πίσω της τη λαογραφικού χαρακτήρα διαλεκτολογία ως εράνισμα τοπωνυμίων και καταγραφή ντόπιων λέξεων, κάτι που ήταν η νόρμα των διαλεκτολογικών μελετών μέχρι πριν λίγες δεκαετίες.» Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν καταλαβαίνω τὴν ὑποτίμηση ὡς «μὴ ἐπιστημονικῶν» τῶν «λαογραφικοῦ χαρακτήρα» καταγραφῶν. Ἂν δηλαδὴ ἀποδειχθῇ ὅτι ἡ πάγκοινη «χρυσή» (= ὁ ἴκτερος) προέκυψε μὲ τροπὴ γ > χ ἐκ τοῦ τσακώνικου *γλωσσί, γρουσσί (= ὁ ἴκτερος, ἡ χρυσή, ποὺ θεωρεῖται μικρὴ γροῦσσα / γλῶσσα κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσα, τὴν ὁποία «κόβουν» γιὰ θεραπεία τῆς ἀσθένειας), καὶ ὅτι ἑπομένως ὁ χρυσός εἶναι μιὰ πρωτοελληνικὴ λέξη, ἕλκουσα τὴν καταγωγὴ ὄχι ἀπὸ τὰ ἀσσυρ. hurasu, ἑβρ. haruz ἀλλὰ ἀπὸ τὴν γροῦσσα / γλῶσσα καὶ τὴν συσχέτιση τοῦ κίτρινου χρώματος τοῦ πάσχοντος ἀπὸ γρουσσί / ἴκτερο μὲ τὸ κίτρινο χρῶμα τοῦ μεταλλεύματος, θὰ ἀντιπαρέλθουμε αὐτὴν τὴν πανάρχαια μαγικὴ ἀντίληψη ὡς «λαογραφικοῦχαρακτήρα»; Ἔπειτα, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἀπαξιωτικὴ ἀναφορὰ σὲ «εράνισμα τοπωνυμίων» ποὺ «η Αγγελική Ράλλη άφησε πίσω της»; Μήπως ὅτι δὲν εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ συλλέγωνται τοπωνύμια ποὺ οἱ «ἐπιστήμονες» γλωσσολόγοι δὲν ἔχουν ὑπ᾿ ὄψη τους;

 Ὁ ταπεινὸς δημοδιδάσκαλος καὶ ἄριστος γνώστης τοῦ ἰδιώματος τῆς Καντύλας (Κανδήλας) Μαντινείας Δημήτρης Λαρδίκος καταγράφει π.χ. στὸ ὑπὸ ἔκδοση Λεξικὸ τῆς πατρίδας του τὸ τοπωνύμιο «Γροῦσπες οἱ: τοπων. στὸ βουνὸ ἀνατολικὰ τοῦ κάμπου, ὅπου ἀναβλύζει νερό». Ἡ λέξη προέρχεται προφανῶς ἀπὸ τὸ προσηγορικὸ γρούσπα (= λακκούβα, χαντάκι || τάφος Ἤπ. σπηλαιώδης κρυψώνα ἀγρίου ζώου, φωλιὰ Λευκ.), πρβλ. τοπων. Γρούσπα ἡ, (= σπηλαιοβάραθρο) Κεφαλλ. (Ραζάτ.), Γροῦσπις οἱ, Σκίαθ. Ὁ Εὐ. Μπόγκας, στὸ βιβλίο του Τὰ γλωσσικὰ ἰδιώματα τῆς Ἠπείρου, 1964, σ.λ. γρούσπα, παραπέμπει στὰ ἀλβ. grope -a, βλαχ. γκροάπα, τὰ ὁποῖα προφανῶς εἶναι Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία https://onomatologiki.wordpress.com/ συγγενῆ -πρβλ. ἀλβ. gróp/ë, -a (= λάκκος, τάφος, κόγχη, κόγχη ὀφθαλμοῦ)-, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὴν παρουσία τοῦ σίγμα. Τὶς ἀμφιβολίες ἐπιτείνουν ν.ἑ. τύποι ὅπως κούσπα (= κοιλότητα σὲ βράχο φυσική) Ρόδ.,1 κοῦσπος (= μέρος κουφωτό, κοῖλο, σκοτεινό) Ἀ. Ρωμυλ. (Σωζόπ.),2 ὅπου, ὅπως εἶναι φανερό, ἔχει ἐπισυμβῆ πτώση τοῦ ὑγροῦ καὶ τροπή γ- > κ-. Τὸν κύκλο τῶν ὑπόγειων διαδρομῶν τῆς λέξης συμπληρώνει ὁ τύπος ρούσπα (= θαλάσσια σπηλιά) ἀπὸ τὴν Προποντίδα, ποὺ ὑπεμφαίνει, ἂν δὲν ἀπατώμεθα, ἐναλλακτικὴ ἐξέλιξη συμφωνικοῦ συμπλέγματος, ἤτοι γούσπα < γρούσπα > ρούσπα. 

Δὲν θὰ ἐπεκταθοῦμε περισσότερο ἐδῶ, θὰ ἐπισημάνουμε ὡστόσο ὅτι ἡ βασικὴἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἔχει διεκπεραιωθῆ ἀπὸ λαμπροὺς ἐρευνητές -καίτοι ἐν πολλοῖς ἐρασιτέχνες- ποὺ γνώριζαν καὶ ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, καὶ πάει πολὺ νὰ ἀντιμετωπίζουμε ἀφ᾿ ὑψηλοῦ ἀνθρώπους ποὺ ἡ ἐργασία τους ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιὰ τὶς δικές μας θεωρητικὲς γενικεύσεις. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγῃ ὅτι ὁ δομισμὸς σήμερα εἶναι κι αὔριο δὲν εἶναι, ἐνῷ ἡ τόσο περιφρονούμενη «καταγραφή ντόπιων λέξεων» ἀποτελεῖ κτῆμα ἐς ἀεί, ἕνα κατόρθωμα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ φέρουν πιὰ εἰς πέρας οἱ «ἐπιστήμονες» γλωσσολόγοι, μιᾶς καὶ πλῆθος γλωσσικὰ στοιχεῖα, γνωστὰ πλέον μόνο στοὺς ἐλάχιστους ἡλικιωμένους αὐτόχθονες, ἀπειλοῦνται μὲ πλήρη ἐξαφάνιση. Ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν Λεξικό τοῦ Ἰδιώματος Καντύλας (Κανδήλας) Μαντινείας δείχνει τί θέλουμε νὰ ποῦμε: Ἐνῷ τὸ γ΄ ἑνικὸ Ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος εἶμαι ἀκούγεται ἀκόμα καὶ σήμερα πολλὲς φορὲς ἔναι, τὸ γ΄ πληθυντικὸ ἀκουγόταν -ἀλλὰ ὄχι πιὰ σήμεραεἶν ιαι (πρβλ. Τό μουλάρι ἔναι ἀκαλίγωτο | Τί ἄγαρbες ἀρβύλες εἶν ιαι εὐτοῦνες, ποῦ τίζ βρῆτσ΄ες;). Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ φιλότιμος, φιλόπατρις καὶ φιλέρευνος καταγραφέας τῶν «ντόπιων λέξεων», οἱ λεξιλογικοὶ αὐτοὶ τύποι θὰ εἶχαν χαθῆ γιὰ πάντα. Ἐμεῖς δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο ἀνθρώπων ὅπως ἡ Ἀ. Ράλλη καὶ οἱ ὑποστηρικτές της. Ἂς μὴν ὑποτιμοῦν ὅμως κι αὐτοὶ τόσο πολὺ τοὺς ταπεινοὺς ἐργάτες τοῦ πνεύματος καὶ ἂς μὴν λοξοκυττοῦν ἀπὸ τὸ «ὕψος» τῆς γενικευτικῆς, θεωρητικοῦ χαρακτήρα «ἐπιστημοσύνης» τους τὴν λατρεία γιὰ τὰ πράγματα, τὸ «τόδε τι» τῆς γλώσσας μας. Διότι, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, «Ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης.»

1 Χ. Παπαχριστοδούλου, Λεξικὸ τῶν Ροδίτικων Ἰδιωμάτων, 1986 2 Κ.Γ. Σταλίδης, Λεξικό του γλωσσικού πολιτισμού των κατοίκων από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου