(The
Cats in the Prison Recreation Hall)
TΟ
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ στὴν αἴθουσα ψυχαγωγίας τῆς φυλακῆς ἦταν οἱ γάτες.
Ὑπῆρχαν περιττώματα παντοῦ. Τὰ περιττώματα τῆς γάτας προσπαθοῦν νὰ
κρυφτοῦν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ μόλις κάποιος τὰ δεῖ, μοιάζουν θυμωμένα καὶ
ντροπιασμένα συνάμα, ἀκριβῶς ὅπως νιώθει ἕνας ἄστεγος ποὺ προσπαθεῖ
νὰ κοιμηθεῖ στὸ παγκάκι.
Ὅσο διαρκοῦσε ἡ βροχή, οἱ γάτες παρέμεναν στὴν αἴθουσα ψυχαγωγίας
τῆς φυλακῆς, κι ἀφοῦ ἔβρεχε συχνά, ἡ αἴθουσα βρόμαγε καὶ οἱ φυλακισμένοι
ὅλο γκρίνιαζαν. Ἡ μυρωδιὰ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὰ περιττώματα, ἀλλὰ
ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ζωντανά. Ἦταν μιὰ δυνατή, δυσάρεστη μυρωδιά. Μιὰ ἐμετικὴ
βρόμα.
Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὶς διώξει, αὐτὲς τὶς γάτες.
Ὅποτε τὶς κλώτσαγαν,
δὲν τό ’σκαγαν ἀπ’ τὴν πόρτα ἀλλὰ διασκορπίζονταν ἀριστερά-δεξιά,
τρέχοντας μὲ χαμηλωμένα τὰ πόδια τους, καὶ μὲ τὶς κοιλιὲς τους σχεδὸν
νὰ ἀκουμπᾶνε στὸ πάτωμα. Πολλὲς ἐκτινάσσονταν τόσο ψηλά, κάνοντας
σάλτο ἀπὸ δοκὸ σὲ δοκό, καὶ τελικὰ κάθονταν κάπου ψηλά, κι ἔτσι οἱ
φυλακισμένοι, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἔπαιζαν πίνκ-πόνκ, ἤξεραν ὅτι ἂν καὶ
δὲν ἀκουγόταν θόρυβος ἀπὸ τὸ θόλο τῆς ὀροφῆς, κάτι ὑπῆρχε ἐκεῖ.
Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὶς διώξει αὐτὲς τὶς γάτες, γιατὶ μπαινόβγαιναν
στὴν αἴθουσα ἀπὸ τρύπες καλὰ κρυμμένες. Τὰ πατήματά τους ἦταν ἀθόρυβα
– μποροῦσαν νὰ περιμένουν κάποιον μὲ περισσὴ ὑπομονή, πολὺ περισσότερη
ἀπ’ ὅση ἔχει ἕνας ἄνθρωπος.
Ἕνας ἄνθρωπος ἔχει ἄλλες ἔγνοιες, ἀλλὰ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς της, ἡ
γάτα ἔχει μόνο μία καὶ μοναδική. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τῆς δίνει μιὰ τόσο
τέλεια ἰσορροπία, καὶ γι’ αὐτὸ ἐξάλλου τὸ θέαμα μιᾶς μπερδεμένης ἢ
φοβισμένης γάτας μᾶς δημιουργεῖ ἀνάμεικτα συναισθήματα, ἀφοῦ νιώθουμε
οἶκτο καὶ ταυτόχρονα ἐπιθυμία νὰ γελάσουμε. Ἡ γάτα δὲ διστάζει ν’
ἀντιμετωπίσει τὴν πηγὴ προέλευσης τοῦ φόβου ἢ τῆς σύγχυσης, ἔχοντας
ὡς μόνο βοήθημα μιὰ δύσοσμη ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ πιτσιλωτά
της οὖλα.
Ἐκείνη τὴ χρονιά, οἱ φυλακισμένοι ἦταν ἀσήμαντοι μικροκακοποιοί.
Εἶχαν διαπράξει μικροαδικήματα, τὰ ὁποῖα δὲ θεωροῦνταν σοβαρά,
κι ἔτσι τοὺς συμπεριφέρονταν μὲ ἐπιείκεια.. Ὅμως, ἂν καὶ οἱ ἀσήμαντοι
μικροκακοποιοὶ συχνὰ ἀρέσκονται νὰ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴν καλὴ
κατάσταση τῆς ὑγείας τους, οἱ συγκεκριμένοι ἄρχισαν νὰ βγάζουν ἐξανθήματα
καὶ ἐκζέματα. Πίσω ἀπὸ τὰ γόνατά τους καὶ στὴν ἐσωτερικὴ κλείδωση
στὸ ὕψος τοῦ ἀγκώνα εἶχαν ἀφόρητους πόνους καὶ τὸ δέρμα εἶχε ξεφλουδίσει
παντοῦ. Ἔγραφαν ἐπιστολὲς γεμάτες ἀγανάκτηση στὸν Κυβερνήτη τῆς
Πολιτείας τους, ὁ ὁποῖος ἐντελῶς συμπτωματικὰ ἦταν καὶ αὐτὸς ἀσήμαντος
ἐκείνη τὴ χρονιά. Οἱ γάτες, ὑποστήριζαν, τοὺς προκαλοῦσαν ἀναφυλαξία.
Ὁ Κυβερνήτης λυπήθηκε τοὺς φυλακισμένους καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸ διευθυντὴ
τῆς φυλακῆς νὰ φροντίσει τὸ ζήτημα.
Ὁ διευθυντὴς τῆς φυλακῆς εἶχε χρόνια νὰ πάει στὴ συγκεκριμένη αἴθουσα.
Μπαίνοντας, ἄρχισε νὰ τριγυρίζει, νιώθοντας ἀναγούλα ἀπὸ τὴν περίεργη
μυρωδιά.
Στὸ τέλος ἑνὸς διαδρόμου, στρίμωξε στὴ γωνία ἕναν ἄσχημο κεραμιδόγατο.
Ὁ διευθυντὴς κρατοῦσε ἕνα μπαστούνι καὶ ὁ γάτος, πέρα ἀπὸ τὴ θυμωμένη
του φάτσα, ἦταν ὁπλισμένος μόνο μὲ τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια του. Ὁ διευθυντὴς
κι ὁ γάτος ἔκαναν ἑλιγμοὺς μπρὸς-πίσω γιὰ λίγη ὥρα, καὶ τότε ὁ διευθυντὴς
πῆγε νὰ τὸν χτυπήσει μὲ δύναμη, κι ὁ γάτος ἄρχισε νὰ τρέχει τριγύρω
του κι ἔφυγε, χωρὶς νὰ κάνει κάποια λανθασμένη κίνηση.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ὁ διευθυντὴς ἔβλεπε γάτες παντοῦ.
Μετὰ τὶς ἀπογευματινὲς δραστηριότητες, ὅταν οἱ φυλακισμένοι εἶχαν
ἐπιστρέψει στὰ κελιά τους, ὁ διευθυντὴς ἐπέστρεψε κρατώντας μιὰ καραμπίνα.
Ὅλη τὴ νύχτα οἱ φυλακισμένοι ἄκουγαν τὸν ἦχο τῶν πυροβολισμῶν ποὺ ἐρχόταν
ἀπὸ τὴν αἴθουσα. Ἦταν ἕνας ἦχος ὑπόκωφος καὶ ἀκουγόταν κάπου ἀπὸ
μακριά, σὰν νά ’ταν πέρα ἀπὸ τὸ ποτάμι. Ὁ διευθυντὴς ἤξερε καλὸ σημάδι
καὶ σκότωσε πολλὲς γάτες – λὲς κι ἔβρεχε γάτες ἀπὸ τὸ θόλο, ἦταν σὲ ὅλους
τοὺς διαδρόμους γυρισμένες ἀνάποδα. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, ἀκόμα ἔβλεπε
σκιὲς νὰ κινοῦνται στὰ παράθυρα τοῦ ὑπογείου, καθὼς ἔφευγε ἀπὸ τὸ
κτήριο.
Ἡ διαφορὰ ὅμως τώρα ἦταν ἐμφανής. Τὸ δέρμα τῶν φυλακισμένων ἄρχισε
νὰ καθαρίζει. Ἂν καὶ ἡ δυσοσμία ἀκόμα ὑπῆρχε στὸν ἀέρα τοῦ κτηρίου,
δὲν ἦταν τὸ ἴδιο ἔντονη ὅπως πρίν. Μερικὲς γάτες ἀκόμα ζοῦσαν ἐκεῖ,
ἀποπροσανατολισμένες ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τοῦ μπαρουτιοῦ καὶ τοῦ αἵματος
κι ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ ἐξαφάνιση τῶν ἄλλων μελῶν τῆς οἰκογένειάς τους
καὶ τῶν μικρῶν τους.
Ἔπαψαν νὰ ἀναπαράγονται καὶ παραμόνευαν στὶς γωνίες συρίζοντας ἀκόμα
κι ἂν δὲν ἦταν κανεὶς τριγύρω, κάνοντας ἐπίθεση χωρὶς λόγο σὲ ὁτιδήποτε
κινοῦνταν.
Οἱ γάτες αὐτὲς δὲν τρέφονταν καλὰ καὶ δὲν ἦταν καθόλου καθαρές, καὶ
μιὰ-μιὰ, μὲ τὸ δικό της τρόπο καὶ στὸ δικό της χρόνο πέθαινε, ἀφήνοντας
πίσω μία διαφορετικὴ δυνατὴ μυρωδιὰ ποὺ πλανιόταν στὸν ἀέρα γιὰ
καναδυὸ βδομάδες καὶ μετὰ διαλυόταν. Μερικοὺς μῆνες μετὰ δὲν ὑπῆρχαν
καθόλου γάτες στὴν αἴθουσα ψυχαγωγίας τῆς φυλακῆς. Στὸ μεταξὺ τοὺς
ἀσήμαντους φυλακισμένους εἶχαν διαδεχθεῖ κάποιοι ἄλλοι, διαβόητοι,
κι ὁ διευθυντὴς εἶχε ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἕναν ἄλλον, πιὸ φιλόδοξο.
Μόνο ὁ Κυβερνήτης παρέμεινε στὴ θέση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου