
Ἀλέξανδρος Ρασκόλνικ
Οἱ Μοῖρες
ΚΑΤΩ
ἀπ’ τὴ χαμογελαστὴ Σελήνη, ἀπολάμβαναν τὸν ἔρωτά τους ὥσπου ὁ
Ἀπόλλωνας ἔσυρε ἁπαλὰ μιὰ πρώτη πινελιὰ στὸ σκοτεινὸ καμβᾶ
τῶν ὁριζόντων.
Συνεννοήθηκαν μὲ τὰ μάτια· ἄρχισαν νὰ ντύνονται.
Πιασμένοι χέρι-χέρι, ἀργοπερπάτησαν ὣς τὴν ἄκρη τῆς
παραλίας. Ἡ ἑξακύλινδρη μηχανή, χαϊδεμένη ἀπὸ τὸ πρῶτο
πρωϊνὸ φῶς, τοὺς περίμενε ὑπομονετικά. Κάτι τῆς μουρμούρισε.
Ἐκείνη γέλασε χαρούμενα.
Τὴν ἐκλιπαροῦσε ἡ Κλωθὼ· μὲ ἀνείπωτη ὑπομονὴ εἶχε
στρίψει τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τῶν δύο νέων. Τὴν παρακαλοῦσε κι ἡ
Λάχεσις· μὲ περίσσια μαεστρία εἶχε φέρει τὸν ἕνα στὴν ἀγκαλιὰ
τῆς ἄλλης. Παγερὰ ἄκουγε ἡ Ἄτροπος τὶς ἱκεσίες τῶν δυό της
ἀδερφάδων. Εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή της. Τίποτα δὲν θὰ τὴν ἔκανε
ν’ ἀλλάξει γνώμη.
Ἡ σύγκρουση τῆς βαριᾶς μοτοσυκλέτας μὲ τὸ διερχόμενο φορτηγό, ἦταν σφοδρή.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων 121 λέξεις ἀκριβῶς (ἐκδ. Φερενίκη, 2022).
Ἀλέξανδρος Ρασκόλνικ:

Εἰκόνα: Στάθης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου