
Εὐθύμιος Λέντζας
Τὸ παράπονο
Ο
ΜΕΤΣΟΒΟ ἁπλώνεται ἀνάμεσα στὸ Περιστέρι καὶ στὴν Κατάρα. Σὲ
τούτη τὴν ραχοκοκαλιὰ ἀπὸ ὑψώματα βαδίζω ἀργά, ἀθόρυβος καὶ
μόνος, μὲ μιὰ προσπάθεια μονάχα: τὸ βῆμα μου νὰ εἶναι σταθερό.
Σίγουρος ὄχι, μὰ ἀπόλυτα εὐτυχὴς κουνῶντας τὰ δυό μου πόδια.
Τριγύρω μου πεῦκα πολλὰ καὶ καστανιὲς κι ἀμέτρητα ἔλατα. Νὰ
νιώθεις εὔθραυστος σὰν νεογέννητο μωρό, ὅταν σοῦ δίνεται μιὰ
φύση σὰν κι αὐτή, μιὰ φύση νόημα. Σὲ αὐτὰ τὰ ὕψη περισσότερο μὲ
ἀγαπῶ, σὰν ἀπὸ κάποιο ἔνστικτο, ἢ μήπως νά ‘ναι ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ
χώματα τὰ τόσο παλιά, αὐτὸ τὸ αἴσθημα ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς ἀνθρώπινης ἡλικίας;...
Οἱ στάνες ἀπὸ τὶς πλαγιὲς μοῦ ζεσταίνουν τὸ πρόσωπο· σχεδὸν
μοῦ ἔρχεται νὰ σταυροκοπηθῶ. Ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ
ὁρίζοντα, κουδουνίσματα φτάνουν στ’ αὐτιά μου, μὲ σφυροκοποῦν
– ζωντανά, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα: πρόβατα, γίδια, τσοπανόσκυλα,
στὸν δικό τους ὀργασμὸ μὲ προσκαλοῦν.
Δυνατὸς ἀέρας ἀνάμεσα
στὰ δέντρα, στὰ νερά, στὶς πέτρες πάνω. Δυνατότερος χαμηλὰ
κάτω ἀπ’ τὰ φρύδια μου. Κι εἶναι ἀκόμα λίγοι ἄνθρωποι,
φορτώνουν στὰ μουλάρια τους καυσόξυλα γιὰ τὸ χειμῶνα. Κρατῶ
τὴν εἰκόνα στὰ μάτια, τὴν πρόλαβα, τὴν ἔζησα. Σὲ λίγα χρόνια θὰ
χαθεῖ, θὰ γίνει παραμύθι γιὰ μικρὰ παιδιά· τί ἔκανε ὁ
κοσμάκης, τί δὲν ἔκανε, πῶς ἔμεινε ὄρθιος, πῶς ἔμεινε ἄνθρωπος
ποὺ πάει νὰ πεῖ ἐλεύθερος.
Μπαίνω στὸ ἀρχοντικὰ τοῦ Τοσίτσα, τῆς γνωστῆς
οἰκογενείας εὐεργετῶν. Ἀπ’ τοὺς αἰῶνες ἔφτασα ὣς ἐδῶ, ἔτσι θὰ
πῶ ἂν μὲ ρωτήσουν πίσω στὴ Λάρισα. Μὲ τὸν Ἀβέρωφ καὶ μὲ ἕνα
πλούσιο παρελθὸν νὰ σκορπιστεῖ σὰν σκόνη ἡ καρδιά μου, ἀφοῦ κι
ἐγὼ πάω γυρεύοντας μὴν ξέροντας ποῦ πάω. Ἄλλος ἀγῶνας κι αὐτὸς
σὰν παράδοση. Ἐδῶ στὸ ἀρχοντικὸ μὲ τὰ φαντάσματα σὲ προσοχή.
Νὰ οἱ συλλογὲς μὲ τὰ ὅπλα, οἱ συλλογὲς μὲ τὰ σπαθιὰ ἀπὸ τὸν καιρὸ
τοῦ 1821. Τὰ σκεύη μαγειρικῆς, τὰ κοσμήματα, οἱ τοπικὲς
ἐνδυμασίες, πιάτα κι ἀσημικά, οἱ χρυσοκέντητες σέλες γιὰ τὰ
ἄλογα (ἄλλο παραμύθι κι αὐτὸ γιὰ παιδιά), τὰ ἀγροτικὰ
ἐργαλεῖα, τὰ σεντούκια καὶ τὰ περίτεχνα ὑφαντά.
Δὲν μετρῶ τὶς ἀνάσες μου. Τὴ λύπη μου ἀξιώνομαι καὶ τὴ χαρὰ
μὲς στὰ στενὰ τοῦ Μετσόβου. Τὸ νὰ λέω καλημέρα σὲ ἕναν ἄγνωστο
ποὺ μοιραζόμαστε τὸ ἴδιο μονοπάτι, εἶναι σχεδὸν μιὰ πράξη
ἐρωτική. Νὰ μιὰ πολιτικὴ στάση, σκέφτομαι. Καλημέρα, λέω, καὶ
τὸ στόμα μου πλημμυρίζει πορτοκαλόπιτα μὲ παγωτὸ βανίλια.
Καὶ κάποτε ἀναρωτιέμαι: τίνος τὰ μάτια κουβαλῶ, τίνος τὰ
νιᾶτα ξοδεύω· ἂν ἔχω εὐθύνη ἢ ἂν δὲν ἔχω. Συνεχίζω, αὐτὸ μοῦ
συμβαίνει καὶ εἶναι ὅ,τι καλύτερο, νὰ σκαρφαλώνουν σὰν ἕνας
κόμπος στὸ λαιμό μου: τὰ πέτρινα γιοφύρια, οἱ ξυλόφουρνοι, τὰ
σπίτια μὲ τὶς καμινάδες καὶ τὶς κόκκινες σκεπές, μιὰ γριὰ μὲ ἕνα
ταψὶ χορτόπιτα στὴν ἀγκαλιά της, τὰ χαμομήλια, οἱ χυλοπίτες,
τὰ παλαιωμένα τυριὰ μὲ τὰ πιπέρια καὶ τὶς πιπεριές, τὰ
χορταριασμένα πεζούλια στὸν περίβολο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
Αὐτὸ εἶναι τὸ δικό μου πλησίασμα μὲ τὸ Θεό - μιὰ γκιλοτίνα ποὺ
ὅλο λέω θὰ πέσει καὶ δὲν πέφτει. Εὐδαιμονῶ.
Βρίσκω ἕναν μικρὸ ξενῶνα καὶ κλείνω δωμάτιο γιὰ τέσσερα
βράδια. Τὸ στρῶμα στὸ κρεβάτι εἶναι ἄνετο καὶ μεγάλο. Δυὸ
πολυθρόνες κι ἕνα μικρὸ τραπέζι βρίσκονται κοντὰ στὸ
παράθυρο. Τὸ παράθυρο «κοιτάζει» στὸ βουνό, στὴ μεριὰ ποὺ
πέφτει ὁ ἥλιος. Κάνω μιὰ κίνηση, ἀδύναμα κάπως, νὰ ἀνοίξω τὸ
παράθυρο· κάπου μαγκώνει καὶ τραυματίζω τὰ δάχτυλα.
Προσπαθῶ ξανά. Λιγάκι πονάω καὶ λιγάκι γελάω. Μὲ σεβασμὸ
ἀντικρίζω τὴν ἐξαίσια θέα: τὰ πράσινα μὲ τὰ καφέ, τὰ ἄσπρα μὲ τὰ
γαλανά – χρώματα ρεύματα. Ὅλη ἡ ἔνταση μεταφέρεται στὰ
χέρια μου.
Κάθομαι στὸ κρεβάτι, βγάζω τὰ παπούτσια. Ἀπὸ τὸ δεξί μου
πόδι, τὸ χοντρὸ δάχτυλο, προεξέχει ἀπὸ τὴν κάλτσα. Ὄχι πὼς
εἶναι καὶ τίποτα σπουδαῖο νὰ βρεθεῖς μὲ τρύπιες κάλτσες· μά...
νά, καμιὰ φορὰ μὲ πιάνει ἕνα παράπονο. Κι ὅταν μὲ πιάνει τὸ
παράπονο, θυμᾶμαι.
Θυμᾶμαι τὴ φοιτήτρια τῆς Νομικῆς – Κατερίνα τὸ ὄνομά
της· πέσανε νὰ τὴ ληστέψουν δυὸ δρόμους ἀπόσταση ἀπὸ τὸ σπίτι
της στοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους· ἡ Κατερίνα ἀντιστάθηκε καὶ
βρέθηκε σφαγμένη. Σὰν ἀδερφή μου τὴν ἔκλαψα. Τώρα στέκομαι
μπροστὰ σὲ ἕνα ἀνοιχτὸ παράθυρο στὸ Μέτσοβο. Στὴν ἀγκαλιά μου
κρατῶ τὴν Κατερίνα, καὶ κάθε λίγο νιώθω νὰ μοῦ γλιστράει ἀπὸ τὰ
χέρια καὶ δὲν μπορῶ νὰ παρηγορηθῶ. Καὶ γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια,
τίποτα δὲν μπορῶ νὰ κάνω. Νὰ ξεχάσω θέλω. Αὐτό...
Καὶ κατεβαίνω ἀπ’ τὸ δωμάτιο στὴ σάλα. Στὴ ρεσεψιόν, ὁ
ἰδιοκτήτης εἶναι σκυμμένος στὰ χαρτιά του. Ἕνα ζευγάρι
Γερμανῶν, μόλις ἀφίχθησαν στὸν ξενῶνα. Στέκονται μὲ τὶς
βαλίτσες τους παρὰ πόδας, στὸ χοντρὸ κόκκινο χαλί. Κοιτάζομαι
στὰ μάτια μὲ τοὺς Γερμανούς. Καὶ γίνεται εὔκολα. Ἔτσι
συμβαίνει ὅταν δὲν ξέρεις τίποτα γιὰ τὸν ἄλλον. Τὸν κοιτάζεις
στὰ μάτια, κι αὐτὸ εἶναι ὅλο. Ὕστερα τὸν προσπερνᾶς καὶ πάει ὁ
καθένας ἐκεῖ ὅπου εἶναι νὰ πάει.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλλογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση, 2020) Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου