| Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 7 Ἰανουάριος 2025 |
|
|
ΟΥΛΕΙΕΣ
ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Ὅπως ἐκείνη, ποὺ πῆγες γιὰ συνέντευξη καὶ σὲ ρώτησαν
ἂν ἔχεις σκοπὸ νὰ κάνεις παιδὶ μέσα στὰ ἑπόμενα πέντε χρόνια καὶ
ὅτι ὀφείλεις νὰ εἶσαι εἰλικρινὴς γιατί εἶναι σοβαροὶ
ἐπαγγελματίες καὶ κάνουν ἐπιχειρηματικὸ προγραμματισμό. Ἢ
ὅπως ἡ ἄλλη, ποὺ σὲ ρώτησαν ἂν ἀντέχεις τὴν ὀρθοστασία γιατί οἱ
πωλήτριες δὲν κάθονται ποτέ, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει πελάτης
στὸ μαγαζί. Καὶ ἡ παράλλη ὅπου ἐσὺ θὰ δούλευες ὀκτάωρο, κι αὐτοὶ
θὰ σὲ πλήρωναν γιὰ τετράωρο, ἀλλὰ προσφέρανε δῶρο δύο
μανικιοὺρ τὸ μῆνα γιατί ἡ κοπέλα στὸ ταμεῖο πρέπει νὰ ἔχει
πάντα περιποιημένα ἄκρα. Ἢ σὰν τὴν τελευταία, ὅπου κατὰ κύριο
λόγο θὰ ἔκανες τὴ σερβιτόρα, ἀλλὰ ἂν ἔσκαγε μύτη κάνας
ξέμπαρκος κι ἔκανε λογαριασμό, θὰ ἔπρεπε νὰ κάτσεις στὸ
τραπέζι μαζί του γιὰ τοὐλάχιστον δυὸ ποτά.
Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἡ ζωή σοῦ χαμογελᾶ. Ἕνα ζευγάρι
στὴ γειτονιά σου ψάχνει κοπέλα νὰ κρατᾶ τὴν τεσσάρων ἐτῶν κόρη
τους. Ἀπογευματινὲς ὧρες. Δημιουργικὴ ἀπασχόληση τὸ λένε
τώρα. Θὰ τῆς διαβάζεις παραμύθια, θὰ παίζετε ἐπιτραπέζια, θὰ
τὴν πηγαίνεις βόλτα στὸ πάρκο ὅταν ὁ καιρὸς εἶναι καλός.
Ἡ μικρὴ εἶναι χαριτωμένη καὶ καλόβολη. Σὲ ρωτᾶ ἂν
φορᾶς κραγιὸν καὶ ἂν ἀγαπᾶς κανένα ἀγόρι. Σοῦ κάνει ἐπίδειξη τὰ
παιχνίδια της καὶ τὰ καινούρια ρὸζ παπούτσια της. Μιὰ μέρα οἱ
γονεῖς της σοῦ προτείνουν νὰ στολίσεις μαζί της τὸ
χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάτι σκιρτᾶ μέσα σου. Ὅταν ἤσουν
παιδὶ στὸ σπίτι δὲν στολίζατε ποτέ. Λεφτὰ ὑπῆρχαν μόνο γιὰ τὰ
βασικά. Τώρα παίρνεις τὴ ρεβάνς. Ἀγγίζεις τὴν κάθε μπάλα ἁπαλὰ
σὰν νά ‘ναι πράγματι ἀπὸ χρυσάφι. Τὴν περιεργάζεσαι, τὴ
στριφογυρίζεις πρὶν τὴν κρεμάσεις στὰ κλαδιά. Ἡ μικρὴ σοῦ ζητᾶ
νὰ τῆς κάνεις μιὰ χριστουγεννιάτικη ζωγραφιά. Παίρνεις τὸ
μαρκαδόρο καὶ σχεδιάζεις στὸ μάγουλό της ἕνα ἀστεράκι. «Ἄσε με
νὰ σοῦ κάνω κι ἐγὼ ἕνα», σοῦ λέει. Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ νὰ ζήσεις
εὐτυχισμένα παιδικὰ χρόνια.
Τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἡ μητέρα της ἐπιστρέφει νωρίτερα.
«Χριστίνα, μπορεῖς νὰ πηγαίνεις. Καλὴ Πρωτοχρονιὰ νὰ
περάσεις μὲ τοὺς δικούς σου. Μπορεῖς νὰ πάρεις καθὼς φεύγεις καὶ
αὐτὴν τὴ σακούλα γιὰ τὴν ἀνακύκλωση; Εἶναι οἱ παλιὲς μπάρμπι
τῆς μικρῆς, δὲν τὶς θέλει πιά. Κάθε μέρα ζητᾶ καὶ καινούριο
παιχνίδι. Ἐδῶ ἀπέναντι εἶναι ὁ κάδος».
Παίρνεις τὴ νάϊλον σακούλα, ἀνταποδίδεις τὶς εὐχὲς καὶ
ἀποχαιρετᾶς. Ραντεβοῦ μεθαύριο μὲ τὸ νέο ἔτος. Κατεβαίνεις
σφαῖρα τὶς σκάλες. Στὰ πέντε μέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς
πολυκατοικίας βρίσκεις τὸν κάδο ἀνακύκλωσης.
Κοντοστέκεσαι. Ἀνοίγεις τὴ σακούλα. Μετρᾶς τέσσερις κοῦκλες. Ἡ
μπάρμπι γιατρός. Ἡ μπάρμπι ἀεροσυνοδός. Ἡ μπάρμπι βασίλισσα
τοῦ χιονιοῦ. Ἡ μπάρμπι μὲ μαγιό. Ὅλες τοῦ κουτιοῦ. Κρῖμα νὰ πᾶνε
στὴν ἀνακύκλωση. Κλείνεις τὴ σακούλα καὶ κατευθύνεσαι πρὸς τὸ
σπίτι. Ἡ μάνα σου σὲ περιμένει νὰ πᾶτε στὴν ἀδερφή σου γιὰ τὴν
ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου. Στὶς τηλεοράσεις τὸ λένε ρεβεγιόν. Ὅπως καὶ
νὰ τὸ λένε, χαίρεσαι ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θὰ δώσεις τόσα δῶρα
μαζεμένα στὴν ἀνιψιά σου. Ὁ Ἅγιος Βασίλης φέτος θὰ ἔρθει καὶ θὰ
εἶσαι ἐσύ.
Δυὸ
μέρες μετά, ἑτοιμάζεσαι γιὰ τὴ δουλειά. Πρὶν ξεκινήσεις,
μήνυμα στὸ κινητὸ ἀπὸ τὴ μάνα τῆς μικρῆς. «Χριστίνα, καλὴ
χρονιά. Δὲν θὰ σὲ χρειαστοῦμε ξανά. Λυπᾶμαι ποὺ δὲν φάνηκες ἄξια
τῆς ἐμπιστοσύνης μας».
Καταραμένες κάμερες παντοῦ. Τὴν παίρνεις ἀμέσως
τηλέφωνο. Θὲς νὰ τῆς ἐξηγήσεις. Δὲν εἶχες σκοπὸ νὰ κρατήσεις
τὶς κοῦκλες. Μετὰ σοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα. Θὰ τῆς τὸ ἔλεγες, δὲν θὰ τὸ
κρατοῦσες μυστικό. Ἐξάλλου κάπου εἶχες διαβάσει ὅτι οἱ
πλαστικὲς κοῦκλες δὲν ἀνακυκλώνονται. Ἡ κλήση σου προωθεῖται.
Τὶς
ἑπόμενες μέρες τὶς περνᾶς στῆς ἀδερφῆς σου. Ἔξω χιονίζει. Τὸ θὲς
τὸ χιόνι. Θὲς νὰ ἐξαπλωθεῖ μέσα σου καὶ νὰ θάψει πολὺ βαθιὰ ὅλη
τὴν προηγούμενη ζωή σου. Ἡ ἀνιψιά σου παίζει μὲ τὶς καινούριες
τῆς κοῦκλες.
«Θεῖα, θέλω νὰ μοῦ πάρεις καὶ τὸν Κέν».
«Ποιός εἶναι αὐτός;»
«Ὁ ἄντρας της Μπάρμπι. Θέλω τὸν Κὲν πυροσβέστη καὶ τὸν Κὲν ἀστυνόμο».
Χαμογελᾶς. Παίρνεις τὸ μαρκαδόρο καὶ σχεδιάζεις ἕνα ἀστεράκι στὸ μάγουλό της.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μαρία Νταλαούτη (Πρέβεζα, 1983). Ἀπόφοιτη Νομικῆς Ἀριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου