ΤΑΝ
Ο ΠΑΠΑΣ τοῦ χωριοῦ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Π. γιὰ νὰ τὸν μεταλάβει,
καθὼς σὲ ὅλους εἶχε γίνει γνωστὸ πὼς ἦταν στὰ τελευταῖα του καὶ
πὼς ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ ἔσβηνε, τὸν βρῆκε ἀπαρηγόρητα νὰ κλαίει.
Ὁ ἱερέας, βλέποντάς τον σὲ αὐτή την κατάσταση, ἔμεινε
ἔκπληκτος καὶ συνάμα ἔνιωσε ἄβολα, διότι σὲ καμία περίπτωση
δὲν θὰ περίμενε τὲτοιου εἴδους φερσίματα ἀπὸ κάποιον τῆς
ἡλικίας τοῦ Π. Πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖο σὲ
ὅλους ἤτανε γνωστὸ τὸ πόσο δυνατὸς εἶχε σταθεῖ πάντα στὴ ζωή του
καὶ μὲ πόση ἀξιοπρέπεια εἶχε ὑπομείνει τὶς ἀπανωτὲς συμφορὲς
ποὺ ἀπὸ μικρὸ παιδί τοῦ εἶχαν λάχει.
Κάθισε λοιπὸν κάπως διστακτικὰ δίπλα του καὶ προσπάθησε
νὰ τὸν παρηγορήσει. Παράλληλα τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ
ἐξομολογηθεῖ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκλαιγε. Λέγοντάς
τους, ἔτσι τοῦ εἶπε, θὰ ξελάφρωνε ἀπὸ ὅ,τι ἔμοιαζε νὰ τὸν
βαραίνει. Ἀλλὰ ὁ ἄλλος, παρὰ τὶς συνεχεῖς παρακλήσεις, ὄχι
μόνο κουβέντα δὲν ἔβγαζε, ἀλλὰ συνέχιζε ἀμείωτα τὸ κλάμα.
Ἐκνευρισμένος πιὰ ὁ παπᾶς καὶ ἀπογοητευμὲνος ἀπὸ
ἐκεῖνον τοῦ φώναξε πὼς ἡ ὅλη συμπεριφορά του ἦταν πλέον ντροπή.
Ἀμέσως τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ σκουπίσει τὰ μάτια του καὶ νὰ πάψει νὰ
συμπεριφέρεται σὰν γυναικούλα. Νὰ φανεῖ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ
γενναῖος καὶ νὰ ἀφήσει στὴν ἄκρη τὸν ὅποιο ἐγωισμό. Στὸ κάτω κάτω
δὲν ἐπρόκειτο νὰ πάθει κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἢ δὲν μέλλεται νὰ συμβεῖ
καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Καλῶς ἢ κακῶς, οὔτε ὁ πρῶτος σὲ αὐτὴ
τὴν ἀτέλειωτη σειρὰ θὰ ἦταν οὔτε ὁ τελευταῖος.
Τότε ὁ Π., δίχως νὰ τὸν κοιτάξει, ἀπάντησε: «Πάτερ, μὲ
βλέπεις νὰ κλαίω, ἀλλά, πίστεψέ με, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς λόγους ποὺ
πιθανὸν ἐσὺ νὰ νομίζεις. Τὰ δάκρυα τὰ ὁποῖα χύνω δὲν εἶναι γιὰ
μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Θεό.
»Τώρα ποὺ τὸ τέλος τοῦ βίου μου πλησιάζει καὶ καθὼς γιὰ
στερνὴ φορὰ κοιτάζω πρὸς τὰ πίσω, μοῦ γίνεται πλέον ὁλοφάνερο
πὼς ὅ,τι μοῦ εἶχε δοθεῖ δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ζωὴ ἀτέλειωτης
δυστυχίας, ὅπου κάθε στιγμὴ χαρᾶς μὲ πόνο χρόνων ἔπρεπε νὰ
πληρωθεῖ.
»Ὅσο κι ἂν θέλω νὰ τὸ δῶ διαφορετικά —ὀρκίζομαι πὼς
πολλὲς φορὲς προσπάθησα νὰ βρῶ αὐτὸ τὸν ἄλλο τρόπο— στὸ τέλος
ὅ,τι ἀπομένει εἶναι μία καὶ μόνο μαύρη ἀλήθεια: ὁ κόσμος ποὺ
Ἐκεῖνος ἐπιφύλαξε σὲ ἐμένα δὲν ἦταν παρὰ ἕνας κόσμος βίας,
ἀδικίας καὶ κακίας. Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω ἂν αὐτὸ εἶναι ἀπόρροια
δικῆς Του ἀδυναμίας ἢ ἂν ὑπάρχει κάποιος ἄλλος βαθύτερος
λὸγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔπρεπε τόσο νὰ ὑποφέρω.
»Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζω τὴν ἀπάντηση καὶ γι’
αὐτὸ δὲν ξέρω ἂν πρέπει νὰ Τὸν λυπᾶμαι ἢ ὄχι, ἀλλὰ σὲ κάθε
περίπτωση, πάτερ, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὸ λέω, σίγουρα Τὸν
συγχωρῶ», καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητά,
χωρὶς νὰ πεῖ κάτι ἄλλο, ξεψύχησε.
Ἀποσβολωμένος ἔμεινε ὁ παπᾶς καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς
δικῆς του τῆς ζωῆς δὲν ἔπαψε νὰ ἀναρωτιέται ἂν ἐκεῖνος ποὺ εἶχε
πάει κάποτε νὰ ἐξομολογήσει, μὲ αὐτὴ τὴν τελευταία του φράση,
τελικὰ εἶχε κερδίσει τὴν Κόλαση ἢ τὸν Παράδεισο καὶ μήπως
ἀκόμα ὁ Π. εἶχε τόσο ὑποφέρει, γιατί ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ ἐκεῖνος,
ποὺ δίνοντάς Του τὴ συγχώρεση, θὰ λύτρωνε τὸν Λυτρωτή.
Πηγή: Ἱστορίες ἀπὸ τὸ ἀρχιπέλαγος Φουάν (εκδ. Μελάνι, 2015).
Βασίλης Χουλιαρὰς (1974). Σπούδασε Μηχανολογία στὸ ΕΠΜ.
Ζεῖ στὸ Μεσολόγγι. Ἔχει ἐκδόσει τὴν συλλογὴ διηγημάτων
Μικρὲς ἱστορίες γιὰ πρὶν τὸν ὕπνο. Παράλληλα ἀσχολεῖται μὲ τὴν
φωτογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου