ΤΑΝ
ΠΡΩΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ κι ἀκόμα δὲν εἶχε φέξει. Ἡ πόλη ἦταν ἄδεια καὶ τὰ
μαγαζιὰ τριγύρω ἀργοῦσαν ἀκόμη ν’ ἀνοίξουν. Περιστέρια
ἐκμεταλλευόμενα τὴν ἐρημιὰ ἁπλώνονταν στὴν πλακόστρωτη
πλατεῖα, τσιμπολογῶντας μὲ τὰ σπασμένα τους ράμφη ψίχουλα κι
σουσάμια ποὺ εἶχαν σφηνώσει στοὺς ἁρμούς. Τέτοια ὥρα κανένας
ἀκόμη δὲν εἶχε ξυπνήσει, ἐκτὸς ἂν δούλευε στὸ ἐργοστάσιο
ἀλλαντοποιίας καὶ ἔπρεπε νὰ ἦταν στὴν στάση πρὶν τὸ λεωφορεῖο
τῆς ἐπιχείρησης κατέφθανε.
Ἐκεῖνος ξυπνοῦσε πάντα πρὶν τὸ ξυπνητήρι. Ἑτοιμαζόταν
στὰ γρήγορα, ἔβαζε τὴν φόρμα ἐργασίας στὸ σακίδιο καὶ σὲ πέντε
λεπτὰ βρισκόταν στὸ σημεῖο συνάντησης στὴν πλατεῖα λίγο πρὶν
προσγειωθοῦν τὰ πρῶτα περιστέρια. Ἦταν γύρω στὰ εἴκοσι κι
ἔπασχε ἀπὸ ἀλμπινισμό. Ὅλες του οἱ τρίχες, ἀπὸ τὸ μαλλὶ μέχρι τὶς
ἀπολήξεις τῶν βλεφάρων, εἶχαν μιὰ λευκὴ ἀπόχρωση σὰν νὰ εἶχε
βγεῖ ἀπὸ χιονοστιβάδα.
Τὰ μάτια του ἦταν εὐαίσθητα στὸ φῶς γιὰ
αὐτὸ ἐπέλεγε εἴτε νὰ φοράει γυαλιὰ ἡλίου εἴτε νὰ βλέπει τὸν
κόσμο μέσα ἀπὸ τὸν φακὸ τῆς φωτογραφικῆς του κάμερας.
Ὅταν ἔφτασε στὴν στάση τῆς πλατείας ἦταν ἀκόμη λυκαυγὲς
καὶ δὲν χρειαζόταν νὰ βάλει τὰ γυαλιά του. Κάθισε στὸ παγκάκι
καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακίδιο τὴν φωτογραφικὴ ποὺ πάντα
κουβαλοῦσε μαζί του, ζουμάροντας πάνω στὰ περιστέρια. Μέσα
ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ φακοῦ τὰ εἶδε μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο ἀκόμη κι ἂν
δὲν ἔβρισκαν τίποτα νὰ φᾶνε. Ἡ δύναμη τῆς συνήθειας εἶχε γίνει
τόσο ἔντονη γιὰ αὐτὰ ποὺ συνέχιζαν νὰ χτυποῦν μηχανικὰ τὰ
ράμφη τους στὸ πλακόστρωτο τσαλαβουτῶντας ἀνάμεσα σὲ πτύελα
καὶ βρεγμένα ἀποτσίγαρα.
— Καλημέρα ὀμορφόπαιδο, ἀκούστηκε μιὰ βραχνὴ φωνή.
Ὁ νεαρὸς ἔβγαλε τὸ μάτι του ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ τῆς κάμερας
καὶ εἶδε τὸν κοντόχοντρο συνάδελφο του νὰ πλησιάζει πρὸς τὴν
στάση. Ἦταν γύρω στὰ πενῆντα καὶ φοροῦσε ἤδη τὴν φόρμα
ἐργασίας. Τὸ πρόσωπο του ἦταν ἀξύριστο καὶ ἀφυδατωμένο ἐνῷ τὸ
προγούλι του κρεμόταν σὰν μάρσιππος ποὺ κουνιόταν πέρα δῶθε
κάθε φορὰ ποὺ μιλοῦσε. Ἔκατσε δίπλα του καὶ χρειάστηκε λίγη ὥρα
μέχρι νὰ ρυθμίσει τὶς ἀναπνοές του ἀπὸ τὸ περπάτημα.
— Τί ἔγινε ὀμορφόπαιδο. Πάλι μὲ τὴν κάμερα ἀσχολεῖσαι;
— Ναί, ἔβλεπα τὰ περιστέρια. Ψάχνουν νὰ φᾶνε ψίχουλα μὰ δυσκολεύονται.
Ἐκεῖνος ἔκανε ἕνα θόρυβο μὲ τὸ λαρύγγι του σὰν νὰ ἤθελα νὰ
ξεφορτωθεῖ ἕνα πτύελο μὰ στὸ τέλος τὸ κατάπιε καὶ συνέχισε.
— Τί νὰ κάνουν καὶ αὐτά τὰ φουκαριάρικα, τρῶνε ὅτι
περισσεύει. Σάμπως κι ἐγὼ τὸ ἴδιο πρᾶγμα δὲν κάνω στὸ
ἐργοστάσιο τόσα χρόνια; Ἀλέθω καὶ καρυκεύω κιμὰ ἐδῶ κι εἴκοσι
χρόνια τρώγοντας τὰ ψίχουλα ποὺ μὲ πληρώνουν.
Ὁ μεσήλικας κοίταξε τὰ κιτρινισμένα ἀπὸ τὰ μπαχάρια ἀκροδάχτυλα του ἀναστενάζοντας.
— Δὲν βαριέσαι, ὅλα μιὰ συνήθεια εἶναι. Ποῦ θὰ πάει, θὰ
γυρίσει ὁ τροχὸς καὶ θὰ δοῦμε κι ἐμεῖς μιὰ ἄσπρη μέρα.
Ὁ μεσήλικας σκέφτηκε αὐτὸ ποὺ εἶπε γιὰ τὴν ἄσπρη μέρα καὶ
ἔγλειψε τὰ χείλη του ἀπὸ ἀμηχανία μήπως ἔθιξε τὸν νεαρὸ
ἀλμπίνο.
Ὁ νεαρὸς δὲν ἔδειξε νὰ ἐνοχλεῖται καὶ χαμογέλασε. Τὴν
ὥρα ἐκείνη ἕνας γεροντάκος σπρώχνοντας ἕνα τροχήλατο καρότσι
μὲ κουλούρια ἔκανε τὴν ἐμφάνιση του δίπλα στὸ παγκάκι ποὺ
κάθονταν οἱ δυὸ ἄνδρες. Τὰ περιστέρια τῆς πλατείας
παραμένοντας μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ δὲν ἀντιλήφθηκαν τὴν
παρουσία του συνεχίζοντας νὰ ψάχνουν σουσάμια καὶ ψίχουλα.
Ἕνα περιστέρι ὅμως ποὺ δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνα τῆς πόλης,
προσγειώθηκε ἀπὸ τὸ πουθενὰ μπροστὰ στὸ καρότσι καὶ ἔμεινε νὰ
κοιτάζει μὲ τὸ κεφάλι πλαγιασμένο τὰ φρέσκα κουλούρια. Τὸ
φτέρωμα του ἦταν κατάλευκο καὶ τὸ ράμφος του γυάλιζε σὰν
ἐλεφαντόδοντο στὸν ἥλιο.
— Αὐτὸ ὀμορφόπαιδο εἶναι ταξιδιωτικὸ περιστέρι. Δὲν μένει ποτὲ στὸ ἴδιο μέρος.
Ὁ μεσήλικας σήκωσε τὸ προγούλι του καὶ ἔγνεψε πρὸς τὸ περιστέρι.
— Πᾶνε φάε μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, δὲν θὰ σὲ ἀφήσουν τίποτα, μὴν
εἶσαι χαζό. Ὅποιος θέλει τὰ πολλὰ χάνει καὶ τὰ ψίχουλα.
Ὁ γεροντάκος ἔσπρωξε τὸ τροχήλατο καὶ ἄλλαξε θέση μὲ τὸ
περιστέρι νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸν ἀκολουθεῖ ἀρνούμενο νὰ
συμβιβαστεῖ μὲ ψίχουλα.
Ὁ νεαρὸς παρακολουθοῦσε τὴν σκηνὴ σκεπτικός, χωρὶς νὰ
πεῖ κουβέντα. Οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου ἀντανακλοῦσαν
πάνω στὴν βρεγμένη πλατεῖα κάνοντας τὴν νὰ γυαλίζει μὰ ὁ
νεαρὸς ἀλμπίνος ἐπέλεξε νὰ μὴν ἐπισκιάσει τὴν φωτοευαίσθητη
ματιά του μὲ σκοῦρα γυαλιά.
Τὸ λεωφορεῖο τῆς ἀλλαντοποιίας σταμάτησε στὴν στάση
μὲ τὰ φρένα του νὰ τρίζουν. Ὁ κοντόχοντρος μεσήλικας σηκώθηκε
μὲ τοὺς σπονδύλους του νὰ τρίβονται σὰν τσακμακόπετρες καὶ
μόρφασε ἀπὸ τὸν πόνο.
— Ἄντε πᾶμε νὰ βγάλουμε τὸ μεροκάματο. Ὀμορφόπαιδο; Ὀμορφόπαιδο ποῦ πᾶς;
Ὁ νεαρὸς ἀλμπίνος εἶχε προλάβει νὰ περάσει ἀπὸ τὴν
ἀπέναντι μεριὰ τῆς πλατείας. Μὲ τὴν κάμερα ἀνὰ χεῖρας, ἑστίαζε
πάνω στὸ ταξιδιωτικὸ περιστέρι ποὺ πετοῦσε πάνω ἀπὸ τὸ
καρότσι μὲ τὰ κουλούρια καὶ γιὰ ‘κεῖνον εἶχε ἤδη ξημερώσει μιὰ
πιὸ ἄσπρη μέρα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀναστάσης Κοστελίδης (1990, Ἑλβετία) Ζεῖ καὶ ἐργάζοται
στὴν Θεσσαλονίκη σὲ ἕνα συνοικιακὸ μηχανουργεῖο ὡς χειριστὴς
ἐργαλειομηχανών. Τὸ 2023 κυκλοφόρησε τὸ πρῶτο του βιβλίο ἀπὸ
τὶς ἐκδόσεις Ἔσοπτρον μὲ τίτλο Τὸ Μεγάλο Τοτέμ.
Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ ἱστοσελίδες καὶ
ἐκδοτικὲς συλλογὲς ἐνῷ ἔχει γράψει καὶ ἕνα θεατρικὸ ἔργο
τὸ ὁποῖο παίχτηκε σὲ κεντρικὸ μαγαζὶ τῆς
συμπρωτεύουσας. Ἄρθρα του ἐπίσης δημοσιεύονται κάθε μῆνα στὰ
περιοδικὰ NEXUS καὶ Τρίτο Μάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου