Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Ν. Γ. Πεν­τζί­κης : Ἄ­νοι­ξη

 




ΧΤΕΣ ΕΒΡΕΧΕ. Ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη βρο­χὴ ποὺ σκορ­πᾶ στὰ νε­ρὰ τὴ χρυ­σὴ γύ­ρη τῶν δέν­τρων. Σή­με­ρα ὅ­μως εἶ­ναι ἠλι­α­κά­δα.

        Ἡ Ἑ­λέ­νη ἄ­νοι­ξε τὰ πα­ρά­θυ­ρα, ποὺ κρα­τοῦ­σαν ἀ­κό­μα φυ­λα­κω­μέ­νη μέ­σα στὴν κά­μα­ρη τὴ νύ­χτα. Μὲ ὁρ­μή, πλα­ταί­νον­τας τὴν ἀγ­κα­λιά της, ἔ­σπρω­ξε κι’ ἄ­νοι­ξαν κα­τὰ ἔ­ξω τὰ πρά­σι­να πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα. Μπῆ­κε ὁ ἥ­λιος φέρ­νον­τας τὴ δρο­σιὰ τῆς χλό­ης ἀν­τά­μα μὲ τὴν εὐ­ω­διά τῶν ἀν­θῶν τοῦ κή­που.

        Κυ­ρια­κὴ καὶ σχό­λη. Ἡ Ἑ­λέ­νη σκέ­φτε­ται ὅ­τι θά ’­θε­λε πο­λὺ νὰ ’­βγαι­νε. Τὸ πο­λὺ φῶς ξύ­πνη­σε μέ­σα της μιὰν ἀ­νη­συ­χί­α πρό­σχα­ρη. Τὴν ἔ­κα­με νὰ θέ­λει νὰ κι­νη­θεῖ γρή­γο­ρα, νά περ­πα­τή­σει. Ἡ ἐ­πι­θυ­μία της ἦ­ταν νὰ ξε­μα­κρύ­νει στὴν ἐξο­χὴ περ­πα­τών­τας μο­νά­χη. Θὰ προ­χω­ροῦ­σε χω­ρὶς κα­θό­λου νὰ στα­μα­τᾶ, χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζει μὲ τὸ νοῦ της ὅ­τι θὰ ἔ­πε­στρε­φε. Ἐν­τε­λῶς ξέ­γνοια­στη θὰ χόρ­ται­νε μὲ ὅ­σα τὰ μά­τια της θὰ ἀπο­θη­σαύ­ρι­ζαν προ­σέ­χον­τας τὴν πιὸ πα­ρα­μι­κρὴ λε­πτο­μέ­ρεια. Κα­λύ­τε­ρα θά ’­ταν νὰ πή­γαι­νε μὲ βάρ­κα. Ἔ­νι­ω­θε τὴν ἄ­ναγ­κη μιᾶς προ­σπά­θειας ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ κορ­μιοῦ της. Τὰ δά­χτυ­λα καὶ ἡ πα­λά­μη νὰ σφί­ξουν, μὲ ὅ­ση δύ­να­μη ἔ­χει, τὰ κου­πιά. Ἡ κό­πω­ση θὰ χα­λά­ρω­νε τὴν ἐξάρτη­ση τῶν μα­τι­ῶν ἀπὸ τὸ σῶ­μα. Τὸ βλέμ­μα της θὰ μά­κραι­νε, ἐλεύθε­ρα, στὸ κυα­νὸ καὶ γα­λα­νὸ σμί­ξι­μο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ μὲ τὴ θά­λασ­σα, πέ­ρα ἀ­πὸ κά­θε στε­ριά.

Πο­τὲ ὅ­μως δὲν κα­τόρ­θω­σε νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει πα­ρό­μοι­α φυ­γή. Φο­βή­θη­κε ὅ­τι ἡ αἴ­γλη ἀπὸ τὸ πρω­ϊ­νὸ φῶς τὴν εἶ­χε κά­νει νὰ φαν­τα­στεῖ πολ­λὰ πού, ξα­νὰ πά­λι σή­με­ρα, ὅ­πως τό­σες φο­ρές, δὲν θά ’­φτα­ναν σὲ πέ­ρας. Δύ­σκο­λα τὴν ἐ­πέ­τρε­παν νὰ βγαί­νει μό­νη της. Δὲν ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νη μὲ τὴν ἐξο­χή. Τὴν ἤ­ξε­ρε μο­νά­χα ἀπ’ ὅ­σα τῆς ἐ­πέτρε­πε νὰ βλέ­πει γρήγο­ρα τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Δὲν εἶ­χε προ­λά­βει νὰ ζή­σει τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες ποὺ ἡ μο­να­ξιὰ τῆς κά­μα­ρής της με­γά­λω­νε. Πάν­τα οἱ ἔ­ξο­δές της γι­νόν­του­σαν μὲ συν­τρο­φιὰ γνω­ρί­μων, φί­λων καὶ συγ­γε­νῶν. Οἱ ἐκ­δρο­μὲς αὐ­τές, δε­σμεύ­ον­τας μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τῶν ἄλ­λων τὴ φαν­τα­σί­α της καὶ τὸ νοῦ, τῆς ἔ­κο­βαν κά­θε βα­θύ­τε­ρη δι­ά­θε­ση χα­ρᾶς. Προ­τι­μοῦ­σε κα­λύ­τε­ρα, ἐκτὸς ὅ­ταν τὴν ἀνάγ­κα­ζαν, νὰ μέ­νει στὸ δω­μά­τιό της μ’ ἕ­να βι­βλί­ο. Τὸ φῶς ὅ­μως τῆ­ς Ἄ­νοι­ξης δὲν τῆς ἐπέ­τρε­πε νὰ κλει­στεῖ. Θά ’­βγαι­νε μό­νη ἔ­στω καὶ μό­νο γιὰ ἕ­να μι­κρὸ πε­ρί­πα­το στὴ γει­το­νιά. Δὲν θὰ ὑ­πά­κου­ε στὴ μη­τέ­ρα της πα­ρ’ ὅ­λο ὅ­τι τὴν ἀ­γάπα­γε πο­λύ. Δὲν εἶ­χε κα­μιὰ δι­ά­θε­ση νὰ πε­ρι­μέ­νει νὰ βγεῖ μα­ζί της ἐ­πι­σκέ­ψεις. Πέ­ρα­σε ἀπό το νοῦ τῆς ὅ­λη ἡ σκη­νὴ τοῦ μα­λώ­μα­τος ποὺ θὰ εἶ­χε μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Θὰ προ­σπα­θοῦ­σε μὲ κά­θε τρό­πο νὰ τὴν ἐμ­πο­δί­σει νὰ βγεῖ. Ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ ἐκεί­νη τό­τε θ' αὐ­θα­δία­ζε, νευ­ρι­ά­ζον­τας μὲ τὴν γε­μά­τη βε­βαι­ό­τη­τα ἐ­πι­μο­νὴ τῆς μη­τέ­ρας της νὰ μι­λᾶ καὶ νὰ συμ­βου­λεύ­ει, χω­ρὶς νὰ ἐν­δι­α­φέρε­ται κα­θό­λου γιὰ τὸν τρό­πο ποὺ ἡ ἴ­δια σκε­φτό­ταν. Ἀρά­δια­ζε συμ­βου­λὲς πρα­κτι­κῆς ση­μα­σί­ας, ποὺ τὴν ἀνάγ­κα­ζαν ν’ ἀπαν­τᾶ ἀ­πό­το­μα, σὰ νὰ τῆς ἔ­φευ­γε τὸ ἔ­δα­φος κά­τω ἀπὸ τὰ πό­δια.Ὅ­ταν ἀρ­γὰ θὰ σκε­φτό­ταν ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ συγ­κρα­τη­θεῖ ἀ­παν­τώντας στὴ μά­να της, ἐκείνη ἤ­δη θὰ ἦ­ταν ἄρ­ρω­στη, τα­ραγ­μέ­νη, μὲ ἀλ­λαγ­μέ­νο τὸ χρῶ­μα στὸ πρό­σω­πο. Μέ­σα της ἡ Ἑ­λέ­νη κα­τά­λα­βε νὰ τὴν δαγ­κώ­νει μιὰ κρυ­φὴ ἀ­πελ­πίσια. Θ’ ἀναγ­κα­ζόταν, λοι­πόν, νὰ χά­σει τὴ μά­να της καὶ νὰ μεί­νει ἐν­τε­λῶς μο­νά­χη κι’ ἔ­ρη­μη. Ἔ­γει­ρε τὸ πρό­σω­πό της στὸ προ­σκέ­φα­λο, τῆς ἐρ­χό­ταν νὰ κλά­ψει, ἀλ­λὰ συγ­κρα­τοῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό της γιὰ νὰ μὴ χά­σει ἐν­τε­λῶς τὴ δύ­να­μή της.

        Ση­κώ­θη­κε ἀ­πο­τόμα σὲ λί­γο, στά­θη­κε μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­φτη καὶ κοι­τά­χτη­κε. Τὸ σῶ­μα της ἀ­δύ­να­το καὶ ψη­λό, ὅ­πως τὰ νε­α­ρὰ δέν­τρα προ­τοῦ τὰ βγά­λουν ἀ­π’ τὰ φυ­τώ­ρια, χω­ρὶς πολ­λὰ κλα­διὰ καὶ φύλ­λω­μα, σχε­δὸν μό­νο μιὰ εὐ­θεία σὲ ὕ­ψος. Ἔ­νι­ω­σε ὅ­τι ἡ ἴ­δια ἦ­ταν κά­τι και­νού­ριο, ἕ­να φυν­τά­νι ξέ­χω­ρο. Τὴν γέ­μι­σε ὑ­πε­ρη­φά­νεια καὶ δύ­να­μη ἡ αἴ­σθη­ση ἐ­κεί­νη. Δὲν ἔ­πρε­πε σὰ χα­ζὴ νὰ στε­νο­χω­ρι­έ­ται. Τὸ ὅ­τι εἶ­χε ἄλ­λη βού­λη­ση ἀ­πὸ τὴ μά­να της δὲν σή­μαι­νε ὅ­τι εἶ­χε πά­ψει νὰ τὴν ἀ­γα­πᾶ. Δὲν κι­νι­ό­ταν ἐ­γω­ι­στι­κὰ ἐ­πει­δὴ ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­ταν τὴν ἀ­το­μι­κο­τη­τά της. Ἦ­ταν σὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε στὸν κα­θρέ­φτη τὴν κί­νη­ση τῶν ἀ­νι­όν­των βλαστι­κῶν χυ­μῶν στὰ δέν­τρα. Ἡ ἁ­πλότη­τα τοῦ ντυ­σί­μα­τός της συν­τε­λοῦ­σε ἀρ­κε­τὰ στὸ σχη­μα­τι­σμὸ τῆς φαν­τα­στι­κῆς εἰ­κό­νας. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λὺ τρυ­φε­ρά τὸ κα­θη­με­ρι­νό της φό­ρε­μα. Μιὰ μάλ­λι­νη μπλὲ πλε­χτὴ μπλού­ζα τῆς ἔσφιγ­γε τὸ κορ­μὶ κι’ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ μά­κρος τοῦ μπρά­τσου ἴ­σα­με τὸν καρ­πὸ τοῦ χε­ριοῦ, ὅ­που τέ­λει­ω­νε μ’ ἕ­ν’ ἄ­σπρο κουμ­πί. Γύ­ρω στὸ λαι­μό, κά­τω ἀ­πὸ τὸ καμ­πύ­λο πη­γού­νι, ἕ­να για­καδά­κι μὲ μιὰ γρα­βά­τα φι­όγ­κο, ἀπὸ μαῦ­ρο πε­τσί. Τὸ μπό­ι κα­τέ­βαι­νε στε­νό. Οἱ κάλ­τσες στὸ χρῶ­μα τοῦ ξύ­λου τῆς κα­ρυ­διᾶς, λί­γο πιὸ γκρί­ζο, ντύ­ναν τ’ ἀ­δύ­να­τα, λε­πτά, ψη­λὰ πό­δια. Κα­τά­λα­βε πό­σο πο­λὺ ἀ­γα­ποῦ­σε τὸν ἑαυ­τό της. Μὲ μιᾶς ὅ­λα ἠρέμη­σαν μέ­σα της. Δὲν θὰ θύ­μω­νε κα­θό­λου πα­ρὰ θὰ φι­λοῦ­σε τὴ μη­τέ­ρα της ὅ­ταν θὰ ἄρ­χι­ζε νὰ τῆς ψάλ­λει τὰ συ­νη­θι­σμέ­να. Στὴ στρο­φὴ τοῦ δρό­μου τοῦ σπι­τιοῦ της, κα­θι­σμέ­νο κα­τα­γῆς, ζη­τι­ά­νευ­ε ἕ­να παι­δὶ σα­κά­τι­κο. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ περ­νοῦ­σε κον­τά του, ἡ Ἑ­λέ­νη τρό­μα­ζε· πολ­λὴ ὥ­ρα με­τὰ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ βλέ­πει μὲ τὸ νοῦ της τὰ πα­ρα­μορ­φω­μέ­να γό­να­τα καὶ τὶς κο­κα­λι­ά­ρι­κες κνῆ­μες τοῦ φτω­χοῦ παι­διοῦ. Προ­σπερ­νοῦ­σε γρή­γο­ρα χω­ρὶς νὰ τολ­μᾶ νὰ δώ­σει μὲ τὸ χέ­ρι της τὴν ἐλε­η­μο­σύ­νη. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως τὴ στιγ­μὴ ποὺ κοι­τα­ζό­ταν στὸν κα­θρέ­φτη καὶ πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ νοῦ της τὸ ζη­τι­α­νά­κι, κα­τά­λα­βε ὅ­τι σχε­δὸν πιὰ τὴν τρό­μα­ζε ἡ εἰ­κό­να του. Ἦ­ταν πα­νέ­τοι­μη νὰ τὸ πλη­σιά­σει μὲ πραγ­μα­τι­κὴ συμ­πά­θεια. Πό­σον ἥ­λιο στ’ ἄ­λη­θεια χω­ροῦ­σε ἡ κά­μα­ρή της; Ἡ ἀ­νά­σα τοῦ πρω­ι­νοῦ ἀέρα τῆς φού­σκω­νε τὸ στῆ­θος. Ὁλό­κλη­ρο τὸ σῶ­μα της δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ μιὰ ντυ­μέ­νη λα­χτά­ρα. Πιὸ πά­νω ἀ­πὸ τὰ πρά­σι­να φύλ­λα τοῦ κή­που, στὸν με­λέ­νιο ἥ­λιο τῆς ἡμέ­ρας, παι­χνί­δι­ζε μιὰ πε­τα­λού­δα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἡ Ἑ­λέ­νη τὴν εἶ­δε στὸν καθρέ­φτη καὶ χα­μο­γέ­λα­σε χα­ρού­με­να. Στὴν μπλού­ζα εἶ­χε ἕ­να χον­τρομ­πούμ­που­ρα καρ­φί­τσα. Φτη­νὸ πρα­μα­τά­κι ποὺ τό ’­χε ἀ­γο­ρά­σει μό­νη της. Τὸ ἀ­γα­ποῦ­σε ὅ­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸ χρυ­σὸ κό­σμη­μα μὲ τὰ δι­α­μαν­τά­κια ποὺ τῆς εἶ­χαν χα­ρί­σει, τὴ φτη­νὴ ἐ­κείνη ἀ­πο­μί­μη­ση ἐν­τό­μου ποὺ τὸ πέ­τα­μα τῆς πε­τα­λού­δας τῆς εἶ­χε θυ­μί­σει. Ἀ­νέ­βα­σε τὸ χέ­ρι της στὴ μπλού­ζα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ χα­ϊ­δεύ­ει στορ­γι­κά τὸ φτη­νὸ κο­λε­ό­πτε­ρο. Σκέ­φτη­κε ὅ­τι ὁ­λό­κλη­ρη δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ ἕ­να πα­ρα­μι­κρὸ ἔν­το­μο ποὺ ἤ­θε­λε νὰ βο­σκή­σει σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀν­θι­σμὲ­νη πλά­ση. Πῆ­γε ξα­νὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὰ δέν­τρα καὶ ὁ ἥ­λιος δὲν θὰ τὴν ἄ­φη­ναν νὰ κου­ρα­στεῖ ποὺ θὰ ‘βγαι­νε μό­νη.

Μά­ι­ος 1935


Πη­γή: Ἀν­δρέ­ας Δη­μα­κού­δης καὶ ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες χα­μοῦ καί δεύ­τε­ρης πα­νο­πλί­ας (ἐκδ. Α.Σ.Ε, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1982, α’ ἐκδ. 1935). ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Νί­κος Γα­βρι­ὴλ Πεν­τζί­κης (1908-1993). Πε­ζο­γρά­φος, ποι­η­τὴς καὶ αὐ­το­δί­δα­κτος ζω­γρά­φος. Σπού­δα­σε Φαρ­μα­κευ­τι­κὴ καὶ Ἰ­α­τρι­κὴ στὴ Γαλ­λί­α (πτυ­χί­ο Ὀ­πτι­κῆς Φυ­σι­ο­λο­γί­ας), καὶ στὴ συ­νε­χεί­α σπού­δα­σε Βο­τα­νο­λο­γί­α καὶ Φαρ­μα­κευ­τι­κὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Στρα­σβούρ­γου. Ὑ­πῆρ­ξε βα­σι­κὸς συ­νερ­γά­της καὶ ἱ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Κο­χλί­ας. Ἀ­νή­κει στὴν ὁ­μά­δα τῶν συγ­γρα­φέ­ων ποὺ εἶ­ναι γνω­στοὶ ὡς «Σχο­λὴ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης».  Βρα­βεύ­τη­κε μὲ τὸ Ρalmes Αcademiques (1951), τὸ Α’ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (1984), τὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμοῦ (1987), κ.ἄ. Τὰ ἔρ­γα του κι­νοῦν­ται με­τα­ξὺ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καὶ φαν­τα­σί­ας. Παν­τρεύ­ει τὴν πα­ρά­δο­ση (ἀρ­χαί­α, βυ­ζαν­τι­νὴ καὶ δη­μο­τι­κὴ) μὲ τὴ νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα. Πι­στὸς στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α, δι­α­βά­ζει πα­τε­ρι­κὰ κεί­με­να καὶ συ­να­ξά­ρια, ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α συ­χνὰ ἐμ­πνέ­ε­ται. Ὁ ἴ­διος ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του “παι­ζω-γρά­φο”. Τὸ 1988 ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ἀν­δρέ­ας Δη­μα­κού­δης καὶ ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες χα­μοῦ καί δεύ­τε­ρης πα­νο­πλί­ας (ἐκδ. Α.Σ.Ε, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1982, α’ ἐκδ. 1935).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου