Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Ντέιβιντ Γκρήνντονερ (David Greendonner) :Λάινελ, Στὴ Λύπη (Lionel, For Worse)

 

Ο  ΛΑΪΝΕΛ ἀ­πο­φά­σι­σε ἐ­πι­τέ­λους πὼς θὰ ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­τε­φρω­θεῖ ὅ­ταν ὅ­λα τε­λει­ώ­σουν, ὁ­πό­τε εἶ­πα κα­λὸ θὰ ἦ­ταν νὰ ἐ­ξα­σκη­θοῦ­με στὸ σκόρ­πι­σμα τῆς στά­χτης του, για­τί θε­ὸς φυ­λά­ξοι ἂν τὰ σκα­τώ­σω καὶ σ’ αὐ­τό.

«Δι­α­λέ­γω ποῦ θὰ σὲ σκορ­πί­σω;»

       «Σὲ ὅ­ποι­ο φρε­ά­τιο θές, μιὰ χα­ρὰ εἶ­ναι.» Ἔ­γδερ­νε μὲ ἕ­να μα­χαί­ρι βου­τύ­ρου τὴ φέ­τα φρυ­γα­νι­σμέ­νου ψω­μιοῦ ποὺ εἶ­χα κά­ψει, ἐκ­σφεν­δο­νί­ζον­τας καρ­βου­νι­α­σμέ­να κομ­μα­τά­κια παν­τοῦ. «Ἴ­σως στὸ πάρ­κο Νί­κερ­σον, ἐ­κεῖ ποὺ τρέ­χουν ὅ­λη μέ­ρα ἐ­κεῖ­να τὰ κο­ρί­τσια μὲ τὰ κο­λάν.»

        «Μπο­ρῶ νὰ σοῦ βρῶ μιὰ λε­κά­νη σὲ κά­ποι­ες γυ­ναι­κεῖ­ες του­α­λέ­τες.»

        «Τώ­ρα μι­λᾶς σω­στά», εἶ­πε, κρα­τών­τας τὸ κε­φά­λι του.

        Ὁ Λά­ι­νελ δὲν πε­θαί­νει, τί­πο­τα τέ­τοι­ο, ἁ­πλὰ πῆ­γε στὴν κη­δεί­α τοῦ κολ­λη­τοῦ του τοῦ Στὰν τὸν πε­ρα­σμέ­νο μή­να καὶ δὲν τοῦ ’κά­τσε καὶ τό­σο κα­λὰ ἡ θέ­α τοῦ Στὰν ἐ­κεῖ, ὁ­ρι­ζον­τι­ω­μέ­νου. Δὲν ξέ­ρω τί πε­ρί­με­νε. «Ἐ­γὼ πάν­τως δὲν κά­νω χῶ­ρο στὸ ρά­φι πά­νω ἀ­π’ τὸ τζά­κι», εἶ­πα.

       

Ση­κώ­θη­κε, ἄ­νοι­ξε τὸ ψω­μὶ τοῦ τό­στ, καὶ γλί­στρη­σε ἄλ­λη μιὰ φέ­τα στὴ φρυ­γα­νι­έ­ρα. «Δὲν θὲς νὰ μὲ προ­σέ­χεις;», εἶ­πε, σκου­πί­ζον­τας μαῦ­ρα ψί­χου­λα ἀ­π’ τὸ που­κά­μι­σό του, στὸ πά­τω­μα.

        Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ γί­νει θέ­μα μὲ τὸν ἑ­πό­με­νο σύ­ζυ­γό μου, «νὰ ξε­σκο­νί­ζω τὴν τε­φρο­δό­χο σου ὅ­λη τὴν ὥ­ρα».

        Ὁ Λά­ι­νελ ἀ­κούμ­πη­σε στὸν πάγ­κο τῆς κου­ζί­νας. «Δὲν σὲ ἔ­χω δεῖ πο­τὲ νὰ ξε­σκο­νί­ζεις τί­πο­τα.»

        «Καὶ τί θὰ γί­νει ὅ­ταν φύ­γω κι ἐ­γώ», εἶ­πα, «κλη­ρο­νο­μεῖ­σαι ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­π’ τὰ παι­διά; Ὄ­ο­ο­ὄ­χι – σὲ κό­βω ἐ­δῶ. Τί λὲς γιὰ τὴ λί­μνη;»

        Ἡ φρυ­γα­νι­έ­ρα ἔ­κα­νε κλάκ. Ὁ Λά­ι­νελ ἄ­νοι­ξε τὴν πορ­τού­λα χα­ρω­πά, σὰν νὰ πε­ρί­με­νε νὰ πη­δή­ξει κά­τι ἀ­πὸ μέ­σα καὶ νὰ τὸν πιά­σει. «Τὴ λί­μνη;» Ἔ­φα­γε κα­τευ­θεῖ­αν ἀ­πὸ τὸ φοῦρ­νο, οἱ ἀν­τι­στά­σεις ἀ­κό­μα πορ­το­κα­λί.

        «Γιὰ τὴ σο­ρό σου», εἶ­πα. «Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ σὲ πά­ω στὴν προ­βλή­τα, νὰ σὲ πε­τά­ξω ἐ­κεῖ.»

        «Δὲν θὰ χα­ροῦν οἱ τύ­ποι ἐ­κεῖ. Θὰ τρό­μα­ζες τὰ ψά­ρια.»

        «Δὲν τὰ πει­ρά­ζει τὰ ψά­ρια», εἶ­πα.

        «Πῶς δὲν τὰ πει­ρά­ζει», εἶ­πε ὁ Λά­ι­νελ.

        «Ὁ­πό­τε ἐ­κτὸς ἀ­πὸ σπα­σταρ­χί­δης εἶ­σαι καὶ ψα­ρᾶς;»

        «Τὸ ξέ­ρω, ὁ πο­λύ­πλευ­ρος πλοῦ­τος τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς μου ξε­γε­λᾶ», εἶ­πε, «κι ὅ­μως, εἶ­μαι ἕ­νας μό­νο ἄν­θρω­πος.»

Θὰ τε­λεί­ω­νε ἐ­κεῖ, ἀλ­λὰ ἦ­ταν Σάβ­βα­το καὶ δὲν ἔ­χου­με χόμ­πυ. Στε­κό­μουν ἔ­ξω μὲ ἀ­έ­ρα γιὰ πέν­τε λε­πτὰ κα­θὼς ὁ Λά­ι­νελ κα­θό­ταν στὸ ἁ­μά­ξι ἀ­πο­φα­σί­ζον­τας ἂν θὰ βά­λει κα­πέ­λο ἢ ὄ­χι. Τε­λευ­ταί­α σκά­λω­νε σὲ κά­τι τέ­τοι­α πράγ­μα­τα.

        Τε­λι­κὰ δὲν τό ‘βά­λε.

        «Θὰ πα­γώ­σει τὸ κε­φά­λι σου», εἶ­πα.

        Ἡ πα­ρα­λί­α ἀ­δειά­ζει ἐν­τε­λῶς τὸ φθι­νό­πω­ρο – δὲν βλέ­που­με πι­να­κί­δες ἀ­πὸ ἄλ­λες πο­λι­τεῖ­ες στὴν πό­λη γιὰ ὀ­χτὼ μὲ ἐν­νέ­α μῆ­νες. Ἡ λί­μνη Μί­σιγ­καν ἀ­νε­βαί­νει στὴν ἀ­κτή, καὶ ἀ­γρι­εύ­ει, σὰν κά­ποι­ος νὰ πρέ­πει νὰ σκά­σει πά­νω στὰ βρά­χια, μό­νο ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χουν βρά­χια.

        Δι­έ­σχι­σα τὸ χω­μά­τι­νο πάρ­κινγκ κι ἔ­φτα­σα στὸ μο­νο­πά­τι ἀ­πὸ ἄμ­μο ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα. Δὲν ὑ­πάρ­χουν πα­πού­τσια κα­τάλ­λη­λα γιὰ νὰ σκαρ­φα­λώ­νεις στὴν ἄμ­μο. Ὁ ἀμ­μό­λο­φος κο­ρυ­φώ­νε­ται με­τὰ ἀ­πὸ κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ βή­μα­τα, κι ἀ­πὸ ‘κεῖ μπο­ρεῖς νὰ δεῖς τὸ νε­ρό.

        «Θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις τὰ σα­κου­λά­κια γιὰ τό­στ, ἢ κα­μιὰ σα­κού­λα σοῦ­περ μάρ­κετ», εἶ­πε ὁ Λά­ι­νελ, ἀ­νε­βαί­νον­τας ἀρ­γὰ πί­σω μου.

        «Αὐ­τὸ ἦ­ταν πιὸ εὔ­κο­λο», εἶ­πα. Κά­ποι­ος μοῦ εἶ­χε πεῖ κά­πο­τε πὼς τὸ πιὸ δύ­σκο­λο πράγ­μα ὅ­ταν δου­λεύ­εις στὰ Μακ­ντό­ναλ­ντς εἶ­ναι νὰ γε­μί­ζεις αὐ­τὰ τὰ μι­κρὰ ἄ­σπρα φα­κε­λά­κια ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν γιὰ τὴ μι­κρὴ με­ρί­δα τη­γα­νι­τὲς πα­τά­τες.

        «Μὴ χα­λᾶς τὶς σα­κοῦ­λες κα­τά­ψυ­ξης χω­ρὶς λό­γο», εἶ­πε ὁ Λά­ι­νελ. Ἂν περ­νοῦ­σε ἀ­π’ τὸ χέ­ρι του, θὰ χρη­σι­μο­ποι­ού­σα­με σα­κοῦ­λες κα­τά­ψυ­ξης μό­νο γιὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με αἱ­μα­το­βαμ­μέ­να πει­στή­ρια τοῦ ἴ­διου τοῦ Χρι­στοῦ.

        «Μὲ συγ­χω­ρεῖς», εἶ­πα.

        Εἶ­χα βά­λει μέ­σα μιὰ φτυα­ριὰ στά­χτες ἀ­π’ τὸ τζά­κι. Πρό­σθε­σα ὅ­λα τα ψί­χου­λα ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας, καί, γιὰ κα­λὸ καὶ γιὰ κα­κό, ὅ­λη τὴ μπί­χλα ποὺ εἶ­χε μα­ζευ­τεῖ στὸ τα­ψὶ τῆς φρυ­γα­νι­έ­ρας. Μοῦ φά­νη­κε πὼς ἔ­τσι ἔ­πρε­πε.

        Ὅ­ταν φτά­σα­με κά­τω στὸ νε­ρό, ὁ Λά­ι­νελ ἔ­θα­ψε τὰ χέ­ρια του στὶς τσέ­πες τοῦ παλ­τοῦ του κα­θὼς ἐ­γὼ κλο­τσοῦ­σα ὑ­γρὴ ἄμ­μο μὲ τὴ φτέρ­να μου γιὰ νὰ ξε­λα­σκά­ρει ἕ­να κομ­μά­τι. Ἅρ­πα­ξα μιὰ χού­φτα ἀ­πὸ ὅ­τι εἶ­χα σκά­ψει καὶ τὴν πέ­τα­ξα σχη­μα­τί­ζον­τας ἕ­να πλα­τὺ τό­ξο μπρο­στά μας. Τὰ κομ­μά­τια ἔ­πε­σαν μὲ πα­φλα­σμὸ στὰ κύ­μα­τα.

        «Πῶς σοῦ φά­νη­κε;» εἶ­πα.

        «Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ γί­νεις ρε­ζί­λι» εἶ­πε. «Ἔ­τσι.» Ἔ­σκυ­ψε, πῆ­ρε μιὰ πρέ­ζα ἄμ­μο καὶ τὴν σκόρ­πι­σε πά­νω ἀ­πὸ τὸ δι­ψα­σμέ­νο νε­ρὸ σὰν νὰ γάρ­νι­ρε ἕ­να πιά­το στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Τὸ χέ­ρι του ἦ­ταν σὰν ἕ­να μι­κρὸ που­λί.

        «Μα­λα­κί­ες. Δὲν τὸ κά­νω αὐ­τό», εἶ­πα.

        «Ἔ­χει φι­νέ­τσα», εἶ­πε.

        Ἄ­κου­σα τὸ πὸπ ἀ­πὸ μιὰ πόρ­τα αὐ­το­κι­νή­του πί­σω ἀ­π’ τὸν λό­φο, καὶ φω­νὲς ποὺ μᾶς πλη­σί­α­ζαν ἀ­μέ­σως με­τά. «Ἂς τὰ βροῦ­με στὰ μι­σά», εἶ­πα, καὶ ἄ­νοι­ξα τὴν ἀ­ε­ρο­στε­γῆ σα­κού­λα. «Δο­κί­μα­σέ το μὲ τὸν μελ­λον­τι­κό σου ἑ­αυ­τό.»

        Ὁ Λά­ι­νελ ἔ­χω­σε τὸ χέ­ρι του στὴ στά­χτη, με­τὰ ἐ­γὼ τὸ δι­κό μου. Δύ­ο κοκ­κα­λι­ά­ρι­κα κο­ρί­τσια —λυ­κει­ό­παι­δα, ἴ­σως— κα­τέ­βαι­ναν τὸ μο­νο­πά­τι μὲ ροῦ­χα γιὰ τρέ­ξι­μο. Στα­μά­τη­σαν στὴν πα­ρα­λί­α γιὰ νὰ φτιά­ξουν τὰ κο­κα­λά­κια στὰ μαλ­λιά τους καὶ νὰ δέ­σουν πράγ­μα­τα πά­νω τους.

        «Ἁ­πα­λὰ ἁ­πα­λά», εἶ­πα, καὶ ἔ­δω­σα στὴ δι­κή μου χού­φτα μί­α κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο ἀ­νο­δι­κὴ ὤ­θη­ση πρὸς τὴ λί­μνη. Ζων­τά­νε­ψε στὸν πλευ­ρι­κὸ ἄ­νε­μο.

        Ὁ Λά­ι­νελ ἔ­κα­νε τὸ ἴ­διο καὶ κοι­τοῦ­σε κα­θὼς ὅ­σο γκρὶ ἔ­φτα­σε ὣς τὸ νε­ρὸ ἀ­να­δεύ­τη­κε στὸ κύ­μα. «Ναί», εἶ­πε, καὶ ξα­νά­βα­λε τὸ χέ­ρι του πί­σω στὴν τσέ­πη του.

        Τὸ κά­να­με ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ ὁ κα­θέ­νας, τσε­κά­ρον­τας ὁ ἕ­νας τὴν κί­νη­ση τοῦ ἄλ­λου. Ἔ­κλει­σα τὴ σα­κού­λα, καὶ περ­πα­τή­σα­με πί­σω πρὸς τὸ ἁ­μά­ξι.

        «Προ­σπά­θη­σε νὰ μὴν πε­θά­νεις κα­λο­καί­ρι», εἶ­πα. «Γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γω τὸν πο­λὺ κό­σμο.»

        «Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ κά­νεις ἀ­μέ­σως», εἶ­πε, ξε­σκο­νί­ζον­τας τὸ χέ­ρι του στὸ παν­τε­λό­νι.

        «Μοῦ ἀ­ρέ­σει ἡ σκέ­ψη νὰ εἶ­σαι φρε­σκο­ψη­μέ­νος.»

        Τὰ κο­ρί­τσια κά­να­νε χα­μη­λὲς δι­α­τά­σεις, δυ­ὸ χέ­ρια στὸ γό­να­το, κα­θὼς περ­νού­σα­με. Τὸ ἕ­να τρά­βη­ξε τὸ μι­κρὸ ἀ­κου­στι­κὸ ἀ­πὸ τὸ ἀ­φτί της. «Συλ­λυ­πη­τή­ρια», εἶ­πε.

        «Σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ», εἶ­πε ὁ Λά­ι­νελ.

Ἤ­πι­ε ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ, ὅ­πως τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βρά­δια με­τὰ ἀ­π’ τὸν Στάν. Κα­λύ­τε­ρα στὸ σπί­τι πα­ρὰ κά­που ἔ­ξω, ὑ­πο­θέ­τω. Τὴν πρώ­τη βδο­μά­δα δὲν πῆ­ρα χαμ­πά­ρι, μέ­χρι ποὺ κά­ποι­α στιγ­μὴ ση­κώ­θη­κε γιὰ νὰ πά­ει στὸ κρε­βά­τι καὶ ἔ­πε­σε μὲ τὰ μοῦ­τρα στὸ πά­τω­μα. Τώ­ρα τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα με­τρών­τας.

        «Ὥ­ρα γιὰ ὕ­πνο», εἶ­πα, ὅ­ταν μοῦ φά­νη­κε πὼς πλη­σί­α­ζε.

        «Μιὰ χα­ρὰ εἶ­μαι», εἶ­πε. Μὲ εἶ­χε κα­τα­λά­βει. Δὲν ἦ­ταν ἐ­πι­θε­τι­κός, ὄ­χι, ἁ­πλὰ ἔ­πι­νε καὶ κοι­τοῦ­σε τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, ὅ,τι κι ἂν ἔ­δει­χνε: το­πι­κὲς εἰ­δή­σεις, τὸ κα­νά­λι μα­γει­ρι­κῆς, ἀ­κό­μα κι ἂν εἶ­χε ξα­να­δεῖ τὸ ἐ­πει­σό­διο.

        «Δὲν τὸν πά­ω τὸν Μπόμ­πυ Φλέ­ι», εἶ­πε. «Μι­λά­ει πε­ρί­ερ­γα.»

        «Τὸ ξέ­ρω», εἶ­πα.

        «Τὸν βά­ζουν σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­πομ­πὲς καὶ πάν­τα φτιά­χνει τὸ ἴ­διο πράγ­μα. Κά­τι ποὺ νὰ ἔ­χει μέ­σα τσι­πολ-τέ. Πῶς τὴ λὲς αὐ­τὴ τὴ λέ­ξη; Τσι­πόλ-τε. Τσιπ-ό­λε­ϊ.

        «Τσι­πό­τλε», εἶ­πα.

        «Δὲ μπο­ρῶ νὰ πῶ αὐ­τὴ τὴ λέ­ξη.»

        «Τὸ ξέ­ρω», εἶ­πα. «Πᾶ­με.» Τὸν σή­κω­σα καὶ σι­γου­ρεύ­τη­κα ὅ­τι πέ­ρα­σε ὁ ὦ­μος μου κά­τω ἀ­π’ τὴ μα­σχά­λη του.

        «Μὴ μὲ κά­ψεις», εἶ­πε.

        «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πα.

        «Μιὰ πλά­κα. Μιὰ πλά­κα μὲ τὸ ὄ­νο­μά μου καὶ με­ρι­κὲς ἄλ­λες λέ­ξεις.»

        «Κά­τι θὰ σκε­φτῶ», εἶ­πα.

        «Ξέ­ρω πό­σα ἔ­χω πγεῖ. Πι­εῖ; Πγι­εῖ; Ἤπ­για;»

        «Ἤ­πι­ες», εἶ­πα. «Καὶ ὄ­χι.»

        Καὶ τρε­κλί­σα­με μα­ζὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ τρα­πε­ζά­κι τοῦ σα­λο­νιοῦ, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τὸ πό­δι ποὺ λέ­ει πὼς ἐ­ξέ­χει, ἀ­νε­βή­κα­με κρα­τών­τας ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον ὄρ­θιο τὶς σκά­λες, μέ­χρι τὸ κρε­βά­τι.


 Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα τοῦ Kenyon Review.

https://www.kenyonreview.org/journal/janfeb-2018/selections/david-greendonner/

Ντέ­ι­βιντ Γκρήν­ντό­νερ (David Greendonner). Συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πὸ τὸ Μπρίν­τγκμαν, Μί­σιγ­καν, ἀ­πό­φοι­τος τοῦ με­τα­πτυ­χια­κοῦ προ­γράμ­μα­τος δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τοῦ Western Michigan University. Τὸ πα­ρα­πά­νω δι­ή­γη­μα τοῦ χά­ρι­σε τὴν πρώ­τη θέ­ση στὸν δι­α­γω­νι­σμὸ Ke­nyon Re­view Short Fi­ction Con­test γιὰ τὸ 2017.  Ἀ­πὸ τὸ 2015 ἕ­ως τὸ 2017 ἦ­ταν ἐ­πι­με­λη­τὴς τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Third Coast.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Ἕλ­λη Κού­σου­λα. Με­τα­φρά­στρια, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, τῶν: «The Boy Who Swallowed a Whale» (Nikos Roussos, 2015), «Ἡ ἄμ­μος καὶ ἡ θά­λασ­σα» (Michelle Ross, Πλα­νό­διον, 2018), «Κα­θε­δρι­κὸς να­ός» (Reymond Carver, Νέ­ο Πλα­νό­διον, 2020).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου