O ΣΤΡΑΤΟΣ ξεκαθάριζε τὸ ἀντάρτικο
στὴν Πελοπόννησο. Εἴχανε ζώσει Μάυδες τὶς πόλεις καὶ Χίτες τὰ χωριά.
Μπλοκαρισμένοι μέσα στοὺς λόγγους, σὲ πατουλιές, γούπατα, κρύβονταν
νηστικοὶ καὶ ψειριάρηδες οἱ ἀντάρτες... Στὰ χωριὰ οἱ ταγματασφαλίτες
σάπιζαν κάθε μέρα στὸ ξύλο τοὺς γέρους ὁπού 'χαν παιδιὰ στὸ βουνό,
βρίζανε πρόστυχα τὶς γυναῖκες τους, βάνανε φωτιὰ καὶ καίγανε σπίτια
μὲ ὑπάρχοντα μέσα, μαζὶ μὲ οὕλη τὴ σπιτοσυγύριση... Πέντε στεφάνια
ψηλὰ ἀνέβηκε ἡ φωτιὰ στοῦ Γιαννικάκη τὸ σπίτι, γιατὶ εἶχε γαμπρό,
τὸν Μπασαρά, στὸ βουνό. Ὁλάκερο ὁπλοστάσιο ἔκρυβε στὸ πρεσβυτέριο
ὁ παπα-Χρῆστος κι ὁ γιός του πρόδινε τὰ στέκια τῶν ἀνταρτῶν στὴ μεραρχία.
Κι ἀπὲ τὸν τσάκωσαν μ' ἄλλους πέντε οἱ κατσαπλιάδες, τοὺς δίκασαν
καὶ τὴν ἄλλη μέρα τοὺς κόψανε μὲ τὸ ξημέρωμα.
Ὁ
Τσελίδης, μὲ διπλόστριφτο μουστάκι, σκότωνε τὸν καιρό του ὄξω στοῦ
Καραφελούκα τὸ μαγαζὶ καὶ σὰν δὲ χάλαγε ἀντάρτες ἔκοβε μὲ τὸ πιστόλι
του στὰ εἴκοσι μέτρα τὸ τσιγάρο στὴ μέση...
Γενάρης 1949. Στὰ Μεμέικα. Τριάντα πέντε σπίτια. Εἴκοσι πέντε
φουγάρα νὰ καπνίζουν... Καμιὰ κατοπενηνταριὰ νοματαῖοι ὅλο κι ὅλο
τὸ χωριό... Ἐκκλησιά, σχολειὸ καὶ κοινότητα μαζί. Ἕνα στρέμμα τόπος.
Κάτω κάμπος μεγάλος, ρείκια καὶ πουρνάρια φίσκα. Δυὸ λιοτρίβια καὶ
ψηλὰ τὸ βουνὸ Ἑλληνίτσα φίσκα, ἔλατα καὶ μελίσσια, ν' ἀραδίζουν*
μέλισσες. Ὁ Δρόγγος κι ἡ Ψαθρίτσα νὰ σούρνουν τὰ νερά... Λασπουριὰ
καὶ βοριὰς ποὺ νὰ σοῦ τρυπάει τὸ κόκαλο...
ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ Ο ΓΕΝΑΚΙΑΣἈμοιβή: 50.000 σ' ὅποιον, καθ' οἱονδήποτετρόπο, βοηθήσει στὴ σύλληψη κ. λ.π.
Καρφωμένη ἡ διαταγὴ καὶ στὰ δυὸ μαγαζιά. Ξημεροβραδιαζόντουσαν
μέσα οἱ Χίτες. Κερνάγανε τὸν Τσελίδη μαστίχα καὶ λουκούμι, παῖζαν
ξερὴ καὶ καψαλάγανε σύκα στὴ σόμπα.
— Ἀμοιβὴ 50.000. Σ' ὅποιονε τόνε βρεῖ καὶ τὸν προδώκει..., μουρμούραγε
ὁ Καραφελούκας. Ἀκοῦς; Ἀκούω νὰ λές...
Ὁ
Γενάκιας εἶχε ξομείνει στὸ βουνὸ μὲ καμιὰ δεκαριὰ ἀντάρτες νιούτσικους.
Λάκαγε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ τὶς νύχτες. Κρυβότανε τὴ μέρα. Μαζὶ μὲ τὸν
Πέρδικα, τὸν Κονταλώνη, τὸν Κλαρίνη, τὸ Σατανᾶ, τὸν Καραμούζη κι ἄλλους,
εἴχανε πιάσει τὰ βουνὰ τῆς Ἀρκαδίας λημέρια. Ὁ Γενάκιας δὲν τὸ καταδεχότανε
νὰ στείλει τοὺς συντρόφους του στὸ χωριὸ γιὰ ψωμί. Κατέβαινε ὁ ἴδιος.
Πότε στὸ ἕνα κονάκι, πότε στὸ ἄλλο. Ἕνα καρβέλι ψωμὶ τὴ βδομάδα.
Νερὸ βρίσκανε στὸ βουνὸ μπόλικο. Χειμώνας καιρὸς καὶ σπηλιὲς γι' ἀπάγκιο...
Πότε κατέβαινε στοῦ Γιαννογιώργη. Πότε στοῦ Σταθολιᾶ... Ἐπερίμενε,
πλάγιαζαν οἱ ταγματασφαλίτες στὸ σχολειὸ ἢ στὸ πρεσβυτέριο τοῦ παπᾶ
κι ἀμολυότανε, ἀπὸ τὶς Λάκκες, ὁ ἀντάρτης τὸν κατήφορο, λιθάρι
τὸ λιθάρι... ρέμα τὸ ρέμα στὸ ἀκριανὸ σπίτι τοῦ Σταθολιᾶ. Τοῦ 'δινε
ὁ Σταθολιᾶς τὸ καρβέλι τὸ ψωμὶ καὶ τοῦ 'κλεινε κατάμουτρα τὴν πόρτα.
Φοβότανε νὰ τὸν προδώκει, ἔτσι ποὺ ἤτανε ἄγριος κι ὁπλισμένος κάργα.
Τὴν ἄλλη βδομάδα πήγαινε στοῦ Γιαννογιώργη.
— Γέρο, ὁ Γενάκιας. — Ἔλα μέσα.
— Εἶδες τὸ δικό μου παιδί; — Ὄχι.
— Πάρε τὸ σακούλι.
— Μόνο ψωμί...
Τὸν ἀγνάντευε τὸ ἀϊτήσιο μάτι τοῦ γέρου μέχρι πέρα τὸ ρέμα.
Μαντάλωνε μετὰ τὴν πόρτα καὶ κουκουβιζόταν* κοντὰ στὴ γριά του. Ἐννιὰ
παιδιὰ καὶ σὰν τῆς κότας τὰ πουλιὰ λάκισαν οὗλα...
Δὲν εἶχε ἐλπίδες τὸ ἀντάρτικο πιὰ κι ὁ Σταθολιᾶς ξεμύτισε στὸ
μαγαζὶ τοῦ Λούκα. Στοῦ παπᾶ – τὸ καί τό... ὁ Γενάκιας. Οἱ Μάυδες τοῦ
στήσανε καρτέρι. Μερόνυχτο, βάρδια στὸ κονάκι τοῦ Σταθολιᾶ. Τὸ ἤβλεπε
ὁ Γιαννογιώργης ἀπὸ πέρα καὶ δὲν πλάγιαζε τὶς νύχτες. Ἐπερίμενε
νὰ τὸν δεῖ. Νὰ τοῦ σφυρίξει. Νὰ πάρει μυρουδιὰ νὰ λακίσει...
Σαββατόβραδο. Ἀπὸ τὴν Παναγιὰ ἀκουγότανε ἡ λιανοφωνούλα
τοῦ Κουτσογρηγόρη στὸν ἑσπερινὸ καὶ τοῦ παπα-Χρήστου τὸ θυμιατό. Ὁ
Γενάκιας ἀφῆκε καὶ μπῆκε ἡ νύχτα δυὸ στεφάνια κι ἀμολήθηκε, ἀπὸ
τοῦ Κωτσιαρίτσα τὰ μαντριά, τὸν κατήφορο. Κρυώνανε τὰ συντρόφια,
ἀλλὰ ποῦ φωτιά.... Μήτε κολοστρώση. Τρίβανε τὸ κορμί τους στὶς πέτρες.
Νὰ ζεσταθεῖ... Σγουφτὰ* πέρασε ἀποδίπλα στὴν ἴσμπα τοῦ Κατσιανάκου.
Στάθηκε. Πῆρε ἀνάσα. Τὸν εἶδε καὶ σφύριξε ὁ Γιαννογιώργης. Ξαχνασφύριξε
μπᾶς κι ἀκούσει καὶ λακίσει. Ἀλαφροπατώντας ὁ ἀντάρτης τὸ πλακόστρωτο
κρύφτηκε γιὰ λίγο στὴν καρυδιὰ καὶ μ' ἕνα σάλτο κούρνιασε στὸ κοτέτσι.
Ἀφουγκράστηκε. Ἡσυχία πέρα γιὰ πέρα. Ἕνα δυὸ κοκόρια καὶ τὸ σκυλὶ
τοῦ Κωτσιαρίτσα, ἡ Κορακούλα, βάβιζε*. Τό 'φερνε γιὰ χιονιά...
Ζύγιασε φωνή:
— Μπάρμπα Λιά...
Δὲν κάπνιζε τὸ φουγάρο. «Θὰ πλάγιασαν», νογήθηκε. Βγῆκε ἀπὸ
τὸ κοτέτσι καὶ κόντεψε στὴν πόρτα.
— Γέρο Σταθολιά...
Χτύπησε. Ἀπὸ τὰ μέσα, πάτησε τὸ πολυβόλο ὁ Μάυς καὶ τὸν θέρισε.
Δυὸ τρεῖς ριπὲς ἀπὸ πάνω... Πέντ' ἕξι κούφιες... Χαμοσύρθηκε ὁ Γενάκιας
μέχρι τὴ γούβα τὸν ἀσβέστη, τράβηξε τὴ χειροβομβίδα ποὺ κρέμαγε
στὸ ζουνάρι, ἔβγαλε τὸν κρίκο καὶ τὴν κράτησε στὰ χέρια του μέχρι ποὺ
ἔσκασε... Ἀλαφρὸ τὸ κορμὶ κύλισε μέσα καὶ χάθηκε στὴ γούβα. Τὸ χέρι
ποὺ κρατοῦσε τὴ χειροβομβίδα εἶχε μείνει τὸ μισὸ ὄρθιο μέσα στὸ
σβησμένο χαρμάνι καὶ σὰν πίδακας ἔτρεχε τὸ αἷμα, κατακόκκινο, πάνω
στὸν κάτασπρο ἀσβέστη. Πετάχτηκαν πέντε Μάυδες ἀπὸ τοῦ Σταθολιᾶ
καὶ πῆραν τὰ σοκάκια καὶ τὶς λαγγάδες πυροβολώντας καὶ χτυπώντας τὴ
μεγάλη καμπάνα τῆς Παναγιᾶς. Ἀνάσταση, θὰ τσέπωναν δέκα χιλιάδες
ὁ καθένας καὶ τοῦ ἀποσπασματάρχη τα συχαρίκια. Γλεντοκόπι οὕλη
νύχτα μετὰ καὶ σὰν ἔπιασε νὰ ξημερώνει, ἔβγαλαν τὸ Γενάκια ἀπὸ τὴ
γούβα καὶ στήσαν χορὸ γύρω του. Μετὰ τοὺς ἦρθε τὸ χαβέσι* νὰ τὸν δέσουν
παραμάσχαλα, μὲ τριχιά, ἀπὸ τὸ σαμάρι στὴ φοράδα τοῦ Λυκούργου καὶ
τὸν σούρνανε στὰ σοκάκια καὶ τὶς λαγκάδες, πίνοντας κρασὶ καὶ πυροβολώντας
στὸν ἀέρα. Ἀπομεσήμερο τὸν ἤφεραν στὸ προαύλιο τῆς Παναγιᾶς.
Δυὸ Πολιανίτες Μάυδες ἔκοψαν κοντόκουρα* ἀπὸ τὴ μουριὰ τοῦ
Κουσιουραποστόλη καὶ τράβηξαν κατὰ τοῦ Γιαννογιώργη. Τὸν βρῆκαν
στ' ἀπάνου καλύβι νὰ ταΐζει μιὰ γιδούλα ποῦ 'χε.
— Ποῦ εἶναι τὸ παιδί σου, γέρο;
— Δὲν ξέρω.
— Ὁ γαμπρός σου κάνε;
— Δὲν ξέρω.
— Ὅμως νὰ σφυρᾶς ξέρεις...
Πέσανε πάνω στὸ γέρο σὰν κάργιες καὶ χτυπάγανε στὸ σταυρό. Ἔτρεξε
τὸ αἷμα στὰ παντελόνια, στὴν πουκαμίσα κι ἔπηξε μέσα στὰ τσαρούχια
του... Ὁ ἕνας πῆρε ἀπὸ δίπλα ἕνα χαρανὶ* παγωμένο νερὸ καὶ τό ‘χυσε
πάνω στὸ κορμὶ τοῦ γέρου ν' ἀποκάμει... Τὸ Μάρκο πᾶν' στὴν ἐκκλησιά. Τὸ Μάρκο πᾶν' στὸ
μνῆμα. Ξήντα παπάδες πᾶν' μπροστά... Ἄλλος καλύτερα δὲν
τὸ τραγούδησε ἀπ' τὸ Γιαννογιώργη.
Οἱ ἄλλοι βαρήγανε τὴν καμπάνα νὰ μαζωχτεῖ τὸ χωριό.
— Πᾶμε.
Μπροστὰ ἡ θυγατέρα τοῦ Γιαννογιώργη. Καὶ πίσω ὁ γκονάς του. Ἑφτάχρονος.
Κατεβήκανε στὴν Παναγιά. Ἐκεῖ ὁ γκονᾶς γιὰ πρώτη φορὰ εἶδε τὸ Γενάκια.
Ἀπὸ τὸ σούρσιμο στὰ σοκάκια εἶχε γίνει χουλούζης* κι ἄγνωρος. Ἕνα
κουβάρι λάσπες. Ὁ Τσελίδης μὲ τὰ χέρια χωμένα στὶς τσέπες πάγαινε
κι ἐρχόταν... Γύρω γύρω στὰ τουράκια* τῆς ἐκκλησιᾶς, ὄρθιοι, γέροι,
γυναῖκες καὶ παιδιά, καμιὰ πενηνταριὰ νοματαῖοι. Μέσα στὸ προαύλιο,
καμιὰ δεκαριὰ Μάυδες, ὁ πρόεδρος, ὁ παπάς, ὁ Καραφελούκας κι ὁ
Σταθολιᾶς. Ὁ Τσελίδης τράβηξε τὸ πιστόλι κι ἔκανε νόημα στὸ Γιαννάκο
τοῦ Μπασαρᾶ, γυμνασιόπαιδο, νὰ πλησιάσει.
— Ἔλα δῶ, Μπασαρόπουλο.
Ὁ
Γιαννάκης ἔκανε δυὸ βήματα.
— Πάρ' τὸ τσεκούρι ἀπ' τὴν ἐλιὰ καὶ κόψ' του τὸ κεφάλι.
— Δὲν μπορῶ.
— Πάρ' το καὶ κόψ' το, μοῦλε, γιατὶ θὰ σοῦ γεμίσω τὰ ἄντερα σφαῖρες.
Ὁ
Γιαννάκος ἔμπηξε τὸ κλάμα. Ὁ Τσελίδης τοῦ 'ριξε δυὸ τρεῖς μπιστολιὲς
στὰ πόδια, πῆρε τὴν τριχιὰ ποὺ ἦταν δεμένος ὁ Γενάκιας, τὸν ἔσουρε
μέχρι τὸ κομμένο κυπαρίσσι, τοῦ 'βαλε τὸ κορμὶ πάνου στὸ κούτσουρο
καὶ μὲ μιὰ τσεκουριὰ τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι. Τινάχτηκε τὸ στῆθος νὰ σηκωθεῖ
ὄρθιο, ἔγειρε κι ἔπεσε δίπλα στὸ κούτσουρο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ
κεφάλι κύλησε μέχρι τὴν ἐλιά. Ἐκεῖ ζύγωσε ἡ γριὰ τοῦ Γιοτολιᾶ, ὁπού
‘χε γιὸ ταγματάρχη στὸ στρατό, κι ἄνοιξε κουβέντα μὲ τὸ κεφάλι.
— Παλιοκατσαπλιά... Καλὰ σοῦ κάμανε... Μᾶς βούταγες τὸ ψωμί...
Κι ὅλο κλότσαγε τὸ κεφάλι τοῦ Γενάκια, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα
τὰ τριάντα...
ἀραδίζω = (ἀρκαδ.) περνοδιαβαίνω.κουκουβίζω = κουρνιάζω, ζαρώνω.σγουφτά = σκυφτά.βαβίζω = γαυγίζω.χαβέσι = (τουρκ.) κέφι.κοντόκουρο = κομμάτι ξύλου, μπαστούνι.χαρανί* = μεταλλικὸς κουβάς, κατσαρόλα.χουλούζης, ὁ = (τουρκ.) ἐλαττωματικός, λειψός.τουράκι, τό = (τουρκ.) πάγκος.Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ Πετροπόλεμος, Διηγήματα, Ἐκδόσεις Ἀστέρι, Ἀθήνα, 1981.Γιώργης Χριστοφιλάκης (Ἑλληνίτσα [Μεμή] Ἀρκαδίας, 1939). Θέατρο, ἠθοποιΐα, σκηνοθεσία, διήγημα, ἀρθρογραφία. Γιὰ χρόνια Γενικὸς Γραμματέας τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Θεατρικῶν Συγγραφέων. Πρωτοδημοσίευσε διηγήματά του στὴν ἐφημερίδα Ἀναγέννησις τῆς Μεγαλόπολης. Τελευταῖο του βιβλίο: Ἔβγα ψυχὴ ἀπ’ τὸ κορμί (Βιωματικὰ ἀφηγήματα, Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα, 2006).
planodion | 21 Μαρτίου 2017,
9:10 μ.μ. | Ἐτικέττες: Γιώργης Χριστοφιλάκης, Διήγημα, Λογοτεχνἰα | Κατηγορίες: Αισθήματα-Πάθη, Ελληνικά, Θάνατος, Ιστορία, Περιγραφή, Ρεαλισμός, Συγκρούσεις, Χριστοφιλάκης Γιώργης | URL: http://wp.me/pJQxn-2Dj
|
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017
Γιώργη Χριστοφιλάκη:" Ὁ Γενάκιας"
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου