ΜΕΣΗΜΕΡΙ: καυτὸς ὁ ἥλιος. Μαζεύω
τὰ μαγιό μας γιὰ νὰ φύγουμε, ὅταν βλέπω τὴν ἡλικιωμένη ποιήτρια, μὲ
μιὰ ρόμπα πάνω της, νὰ γέρνει ἔξω ἀπὸ μιὰ πόρτα ἀπὸ σανίδες καὶ νὰ φωνάζει
μὲ κλαψιάρικη, λυπημένη φωνὴ ἕνα ὄνομα. Ἀνεβαίνω τὸ σκαλοπάτι
ποὺ χωρίζει τὴν ἀμμουδιὰ ἀπὸ τὸ δρομάκι καὶ τὴν ρωτῶ τί ψάχνει.
«Ἕνα γάτο» μοῦ λέει, «Λείπει τέσσερις μέρες τώρα. Ἦρθε, τὸν
πῆρα στὴν ἀγκαλιά μου, μὲ κοίταξε μὲ ἕνα φοβισμένο βλέμμα κι ἔφυγε,
δὲν ξαναφάνηκε.»
«Τί χρῶμα ἔχει;»
«Σκοῦρο καφετί, μὲ λίγο χρυσαφὶ καὶ λίγο ἄσπρο. Μὲ χρυσαφένια
μάτια.»
Γιὰ νὰ τὴ βοηθήσω ἤμουν ἕτοιμος νὰ σκαρφαλώσω τὸ φράχτη,
νὰ μπῶ στὸ ψηλὸ σπίτι νὰ ψάξω τὸ γάτο, δὲν τὸ ἄντεχα νὰ τὴ βλέπω τόσο
δυστυχισμένη, ἀλλὰ ἐκείνη μὲ κοίταξε μ΄ ἕνα βλέμμα λίγο χαμένο.
«Τί ὡραῖα», μοῦ λέει, «οἱ ξένοι φέτος στὸ νησί μας, καὶ τί εὐγενικοί.
Χτὲς τὸ βράδυ φοροῦσα ἕνα λευκὸ φόρεμα, πέρασε ἕνας Βρετανὸς καὶ μοῦ
λέει: τί ὡραία ποὺ εἶστε μὲ αὐτὸ τὸ λευκὸ φόρεμα! Χτὲς τὸ ἀπόγευμα
πάλι, μετὰ τὰ ψώνια, ἔκανα ὠτοστὸπ γιὰ νὰ γλιτώσω τὰ ἕξι εὐρὼ γιὰ τὴν
κούρσα καὶ μὲ πῆραν ἕνα ζευγάρι Γάλλων. Τί εὐγενικοὶ ἄνθρωποι! Πιάσαμε
κουβέντα γιὰ τὸν πολιτισμό, μιλήσαμε γιὰ τὸν Καλιγούλα, τὴ μετάφραση.
Θυμόμουν ἀκριβῶς ἕνα στίχο κάπου στὴν ἀρχή. Ce soir la nuit est lourde
comme le chagrin humain: αὐτὴ ἡ νύχτα εἶναι βαριὰ σὰν τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ στὶς δυὸ γλῶσσες ἐξαίσιος στίχος, ἀλλὰ στὰ ἑλληνικὰ εἶναι πιὸ ὡραῖος
γιατί ἔχει πιὸ πολλὰ φωνήεντα.» Καὶ ἄρχισε νὰ μετρᾶ τὶς συλλαβές
του: «Ἀ-πό-ψε-ἡ-νύ-χτα-εἶ-ναι-βα-ριά-σὰν-τὸν-ἀν-θρώ-πι-νο-πό-νο. Φύγετε, φύγετε,
μὴν σᾶς κρατῶ ἄλλο.» Καὶ κοιτοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα.
Γυρνάει πάλι καὶ μᾶς λέει: «Ἔγραψα μιὰ ἐπιστολὴ στὴν Μέρκελ,
καὶ μιὰ στὸ γερμανικὸ κοινοβούλιο. Πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ Εὐρώπη: ὁ πολιτισμός!
Ὄχι μόνο τα λεφτά.»
«Μὰ τὸ ξέρουνε» τῆς λέω, «Τὸ ἀποσιωποῦν σκόπιμα.»
«Ὄχι, δὲν τὸ ξέρουνε... Καὶ εἶμαι λίγο θυμωμένη μὲ τοὺς ἐδῶ
Ἰταλούς. Ὅλο γιὰ τὸν πόλεμο συζητᾶνε. Μὰ τί θέλουν ἐπιτέλους; Δὲν τὸν
κάναμε ἐμεῖς τὸν πόλεμο, αὐτοὶ τὸν κάνανε, καὶ ἀντὶ νὰ μὴ μιλᾶνε, ποὺ
χάσανε κιόλας, ἔχουν φωνάξει πάλι τοὺς καθηγητές τους ἀπὸ τὰ πανεπιστήμια
, καὶ ξανὰ συνέδρια ἐπὶ συνεδρίων.»
Τὰ γαλανά της μάτια πετοῦσαν σπίθες καταμεσήμερα. Τὴν
καλέσαμε στὴν ἔκθεση, θὰ ‘ρθεῖ τὸ ἀπόγευμα στὶς ὀχτώ. Καθὼς φεύγαμε
τὴν ἄκουγα νὰ φωνάζει μὲ τὴν κλαψιάρικη, λυπημένη φωνή της: «Καλιγούλα,
Καλιγούλα. Ποῦ εἶσαι Καλιγούλα...»
11-8-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου