ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ποὺ ἔβγαινα στὴν πόλη
μὲ εἰκοσιτετράωρη. Ἀπὸ τὰ χαράματα ἔβρεχε ἀσταμάτητα, Ὡς τὸ μεσημέρι
—ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο— εἶχα φάει σχεδὸν ὅλα μου τὰ χρήματα. Καὶ
ποῦ νὰ πᾶς ἄφραγκος μὲ τέτοιο παλιόκαιρο; Ἀναποφάσιστος στάθηκα
κάτω ἀπὸ τὸ κιόσκι τῶν ὑπεραστικῶν λεωφορείων· ἕνα χαρτὶ πρόχειρα
κολλημένο στὸ τζάμι πληροφοροῦσε τὸ ἐπιβατικὸ κοινὸ ὅτι τὸ ἑπόμενο
δρομολόγιο γιὰ τὴν πρωτεύουσα ἀναβάλλεται «μέχρι νεωτέρας...».
Τριγύρω ἐρημιά, τέτοια ὥρα ὅλοι θὰ εἶναι γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι.
Μπαμπάς, μαμά, παιδὶ καὶ στὴ μέση το πατροπαράδοτο ψητό. Ἡ μαμὰ βέβαια
μπορεῖ νὰ θέλει νὰ μαχαιρώσει τὸν μπαμπά, ὁ μπαμπὰς νὰ τὴν πετάξει ἀπ'
τὸ παράθυρο, τὸ παιδὶ νὰ πυροβολήσει καὶ τοὺς δύο ἐξ ἐπαφῆς, ἀλλὰ ὡς
εἰκόνα ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀξεπέραστη. Τότε τὴν εἶδα νὰ ἔρχεται
καταπάνω μου. Τὸ πολύχρωμο φόρεμα της ἀνέμιζε στὸν παγωμένο ἀέρα
καὶ τὸ κορδόνι ἀπὸ τὸ ταγάρι της περασμένο χιαστὶ τόνιζε τὸ
σφριγηλὸ στῆθος. Ἦταν μιὰ μικρὴ γύφτισσα. Σίγουρα θὰ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν
καταυλισμὸ τῶν τσιγγάνων ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ χωματερή. Κάθισε
δίπλα μου στὸ παγκάκι καὶ ξεδίπλωσε μιὰ μισοφαγωμὲνη σοκολάτα·
«Ὄχι,
δὲν θέλω.» «Φαντάρος;» «Δὲν φαίνομαι;» «Ποῦ πᾶς;»
«Δὲν
ἔχω νὰ πάω πουθενά.» «Ἔτσι κάθεσαι δῶ;» «Ἔτσι.»
«Καὶ τί φκιάνεις;» «Τίποτα.» «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;» «Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.» «Ἔχεις
ἕνα πεντακοσάρικο;» «Γιατί ρωτᾶς;»
«Δώσ' το καὶ θὰ σὲ πάρω στὸ στόμα μου...
Θὰ δεῖς, μετὰ θὰ θέλεις κι ἄλλο.»
«Αὐτὴ τὴ δουλειὰ κάνεις;» «Ὄχι, γιὰ σένα θὰ τὸ κάνω.» «Καὶ γιὰ τὸ πεντακοσάρικο;»
«Ἐ, τί; Ἔτσι; Στὸ τζάμπα;»
Αἴφνης
ἄδραξε τὸ μηρό μου: «Λοιπόν;» Ἔνιωσα μιὰ ἀνατριχίλα, ἕνα ἠλεκτρικὸ
ρεῦμα νὰ διαπερνᾶ τὴ σπονδυλική μου στήλη. Τὴν κοίταξα στὰ μάτια. Ἕνα
μελὶ ποὺ ἔσβηνε μὲς στὸ χειμωνιάτικο ἀπομεσήμερο, ἕνα χρῶμα ποὺ
βουλίαζε στὸ μόβ, ὅπως ἡ ἄδειά μου ζωὴ πίσω ἀπὸ ἀνεπίδοτα γράμματα,
γράμματα ποὺ μοῦ ἐπιστρέφονταν στὸ στρατόπεδο μὲ τὴν ἔνδειξη «παραλήπτης
ἄγνωστος». Τράβηξα τὸ τελευταῖο πεντακοσάρικο ἀπὸ τὴν τσέπη μου
καὶ τῆς τὸ ἔχωσα στὸ μποῦστο. Αὐτὴ ξεκούμπωσε τὸ πανταλόνι, ἔχωσε τὸ
χέρι της μέσα ἀπὸ τὸ σλὶπ κι ἄρχισε νὰ μοῦ τὸν χαϊδεύει. Ὅταν τὸν ἔνιωσε
σκληρό, γονάτισε καὶ πέρασε τὴ γλώσσα της ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴ βάλανο,
κέντρισε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὴν οὐρήθρα καὶ συνέχισε πάνω κάτω, ὥσπου νὰ
τελειώσω. Ἔγειρα στὸ παγκάκι καὶ κοίταξα ψηλά. Πάνω μου, τὰ μολυβένια
σύννεφα ταξίδευαν, ταξίδευαν πρὸς τὸ Νότο μαζὶ μὲ τὶς ἀγγαρεῖες, τὶς
σκοπιές, τὴ γυναίκα μου, τὸ ἄδειο μου σπίτι ποὺ εἶχε γίνει ἕνας κύβος
παιδικὸς καὶ δὲν μᾶς χωροῦσε πιά. Τὸ πῆρε κι αὐτὸ μακριά μου ὁ ἄνεμος
ποὺ καθάριζε τὸν οὐρανό. Δὲν ξέρω πόση ὥρα πέρασε, ὥσπου ἄκουσα βήματα
βαριὰ δίπλα μου. Ἀνασηκώθηκα καὶ εἶδα ἕναν ὁδηγὸ τῶν λεωφορείων
νὰ μὲ κοιτάει καλὰ καλά.
«Τί κάνεις αὐτοῦ, ρέ;... Κοτζὰμ μαντράχαλος δὲν ντρέπεσαι νὰ
τὴν παίζεις στὰ παγκάκια;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου