του Θεόδωρου Γρηγοριάδη
H ΠΥΛΗ ἄνοιξε ἀργά. Μπορεῖ κι αὐτουνοῦ
νὰ τοῦ φάνηκε ὅτι ὅλα γίνονταν σὲ ἀργὴ κίνηση. Εἶχε συνηθίσει νὰ
βλέπει τὸν κόσμο μὲ κινηματογραφικὴ ματιά, τὸ εἶχε σπουδάσει, μόνο
ποὺ δὲν εἶχε καταφέρει ἀκόμη νὰ γυρίσει τὴν πρώτη του ταινία. Μιὰ
ταινιούλα μικροῦ μήκους εἶχε κατορθώσει νὰ φτιάξει, κι ἐκείνη δὲν ἔφτασε
οὔτε στὸ φεστιβὰλ νέων δημιουργῶν τῆς Δράμας. Μπά, δὲν ἦταν γκαντεμιὰ
τωρινή, αὐτὴ τὴν κουβάλαγε χρόνια, ἀπὸ τότε. Ἀπὸ κεῖνον ποὺ θὰ ἔβγαινε
σὲ λίγο ἀπὸ τὴν πύλη τῶν φυλακῶν.
Οἱ Ἀγροτικὲς Φυλακές. Ἐπίτηδες, λές, φτιαγμένες ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη,
σὲ μιὰ στεπώδη ἀνοιχτωσιά. Γκρίζο χῶμα, ἀκαλλιέργητο, κάτι παλιὰ
ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας μετάλλων εἶχαν ἀφήσει πίσω τους ἐρείπια
καὶ μολυσμένα ὑπεδάφη. Οἱ κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις μοναχικές, στὸ
πουθενά, σὰν νὰ τελείωνε κάπου ἐκεῖ ἡ ζωὴ καὶ ἀμέσως παραπέρα ν'
ἄρχιζε τὸ τίποτε.
Πῶς νά 'ταν ἄραγε αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ νὰ τὸν δεῖ εἴκοσι ὁλόκληρα
χρόνια; Καὶ γιατί ἔπρεπε νὰ τὸν δεῖ; Νὰ τὸν φορτωθεῖ; Νὰ φορτωθεῖ τὶς
δικές του τύψεις; Πιὸ λογικὸ ἀκουγόταν νὰ μὴν τὸν συναντήσει ποτέ. Τὰ
γράμματά του λίγα. Ἐπίσκεψη καμιά, καὶ ἄς ἐπέμενε ἡ γιαγιὰ Ντρούσκα,
λίγο πρὶν πεθάνει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν συγχωρέσει καὶ νὰ τὸν δεῖ ἀπὸ
κοντά. Δικός της γιὸς ἦταν ὁ δολοφόνος, ἂν ἦταν μάνα τῆς νύφης, ποιὸς
ξέρει ἂν θὰ ἀντιδροῦσε ἔτσι γιὰ τὸν φονιά.
Ἡ δοκιμασία, μέχρι νὰ ἀποφασίσει νὰ συναντήσει τὸν ἀποφυλακισμένο
πατέρα του, κράτησε μῆνες.