Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Επιστροφή στην Αστυπάλαια


 
Της Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου
 

 

Την Αστυπάλαια τη γνώρισα μέσα από τις ζωντανές διηγήσεις του άνδρα μου. 1967 λίγο μετά την 21ηΑπριλίου κι ενώ υπηρετούσε στην Αεροπορία, τον έστειλαν δυσμενή μετάθεση τμηματάρχη στο «Μετεωρολογικό Σταθμό» Αστυπαλαίας (απαγορευμένη τότε στρατιωτικά περιοχή) δηλαδή να υπηρετήσει σα γιατρός στο ραντάρ στην κορφή του Καστελάνο, το αγριοβούνι που δεσπόζει το Μέσα νησί. Βουνίσιος αυτός, βρέθηκε στο σκυλοπνίχτη Φίλιππο μετά από 36 ωρών ταξίδι ν’ αποβιβάζεται στην Αστυπάλαια, που τότε έβλεπε – αν έβλεπε - καράβι κάθε 15 μέρες. Παρ’ ότι έτυχαν τα ελληνοτουρκικά, που τους κράτησαν σε επιφυλακή, χωρίς φαγητό για δυο μήνες αποκλεισμένους στην κορφή (25 χιλιόμετρα χωματόδρομος) με τους σμηνίτες να λιποθυμούν από την αγρύπνια στη σκοπιά μετά 16 ώρες και την παρηγοριά των ιταλικών τούνελ για την περίπτωση βομβαρδισμών, το νησί σημάδεψε τον άνδρα μου, αφού ήταν ο τόπος όπου έμαθε να κολυμπά και να τρώει ψάρια και δεν έπαυε να διηγείται αστεία ή συγκινητικά περιστατικά από τη συνάφειά του με τους ντόπιους, που περιέγραφε ευγενικούς και φιλόξενους.

Εμένα μ’ έδενε με το νησί ο σεισμός της 9 Ιουλίου 1956, που έζησα -σαν παιδί- τις καταστροφικές του συνέπειες στην πατρογονική μου γη, τη Σαντορίνη και με το τσουνάμι του κατάστρεψε και τη γειτονική Αστυπάλαια.
 

Έτσι αποφασίσαμε για τα 40χρόνια γάμου μας, τέλος Σεπτέμβρη, να επισκεφθούμε το νησί που μέχρι τώρα ξέφευγε με μύριες προφάσεις από τις ταξιδιωτικές μας εξορμήσεις. Χάρη στο φίλο μου από το φέισμπουκ Κωσταντίνο, κλείσαμε αυτοκίνητο, που μας περίμενε παρκαρισμένο στο αεροδρόμιο με το κλειδί στη μηχανή και δωμάτιο με θέα, στο «Αγέρι», όπου η Γιάννα και ο Ηλίας μας έκαναν να νιώσουμε κυριολεκτικά σπίτι μας. Από το πρώτο βράδυ και κάθε βράδυ τρώγαμε στο ομώνυμο μεζεδοπωλείο τους, πεντανόστιμα και πάμφθηνα, και την ωραιότερη αστακομακαρονάδα, μετά την πρώτη που δοκιμάσαμε στη Σκύρο πριν από πάνω από 25χρόνια. Ας σημειωθεί ότι παντού, όπου μας έβγαζε ο χωματόδρομος, το φαγητό ήταν νόστιμο και φθηνό. Τα αυτοκίνητα ελάχιστα, πολλά μηχανάκια όπου 2-3 άτομα φορτώνονται χωρίς κράνος, πολλά παιδιά που συντηρούν Γυμνάσιο και Λύκειο.


Το νησί Πεταλούδα, αν και ανήκει διοικητικά στα Δωδεκάνησα, γεωγραφικά ταυτίζεται με τις Κυκλάδες και μοιάζει σαν σφιχτοδεμένος φιόγκος με κόμπο το Στενό. Άνυδρο και με φαιοκόκκινα βουνά πυκνοκατοικημένα από φιλικά κατσικοπρόβατα και υπέροχους κλειστούς ή ανοιχτότερους κόλπους με υπέροχες ακρογιαλιές προς όλες τις κατευθύνσεις, έτσι που να βρίσκεις απάγκιο σε κάθε καιρό, συγκεντρώνει όλο τον πληθυσμό γύρω από την Χώρα και το Λιβάδι, που υδρεύονται από τη Λίμνη, που δημιουργήθηκε από το Φράγμα. Οι 800 περίπου μόνιμοι κάτοικοι ανάμεσά τους πολλοί εύποροι ευρωπαίοι και 18 εργαζόμενοι μετανάστες (με απαγόρευση κυκλοφορίας τη νύχτα- για λόγους ασφαλείας των ελλήνων πολιτών- όπως μας είπε ο αστυνόμος, λες και η εγκληματικότητα είναι αποκλειστικό προνόμιο των εργαζόμενων ξένων) το καλοκαίρι ξεπερνούν τους 8.000 γιαυτό και η ανοικοδόμηση ανθεί ακόμη και τώρα με την οικονομική κρίση. Οι δρόμοι μόνο στο κέντρο του νησιού είναι ασφαλτοστρωμένοι,οι υπόλοιποι χωματόδρομοι σε ανεβοκατεβάζουν σε βουνά και αναδεικνύουν τα ποικίλα πρόσωπα των ακτών και τα πολλά γύρω νησάκια που το στεφανώνουν. Η βορινή πλευρά συνήθως δέρνεται από τα ορμητικά κύματα, ενώ οι άνεμοι σφυρίζουν στις χαράδρες. Ανεβήκαμε στον γραφικό αη Γιάννη το Μακρύ απέναντι από το κάστρο που λένε ότι κούρσεψε ο Μπαρμπαρόσσα. Για τους ντόπιους, το τοπίο περιγραφόταν δασωμένο με καταρράκτες. Για όσους όμως έχουν ζήσει στις Κυκλάδες θα πρέπει να ξέρουν ότι για τους ντόπιους κάθε συστάδα δένδρων αποτελεί «δάσος» και κάθε ξεροπόταμο, αποκαλείται Ποταμός. Έτσι μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην περιήγησή σου στου χωματόδρομους του νησιού με τα ερειπωμένα σπίτια έχουν οι συναντήσεις με τους ευγενέστατους βοσκούς και τα διάσπαρτα ασβεστοκάμινα, που θυμίζουν μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους, που τώρα έχουν υποβαθμιστεί σε μαντριά. Ας σημειωθεί ότι κάποτε η Αστυπάλαια προμήθευε με Ασβέστη όλα τα Δωδεκάνησα.


Η Χώρα και το μερικά αναστυλωμένο Κάστρο της γλυκύτατη. Το Κάστρο των Querini χτισμένο το 1207 από τους βενετούς πάνω σε βυζαντινό, που πατάει σε αρχαία ακρόπολη δεσπόζει στο νησί και δένει τα φαιά τείχη με τις κατάλευκες εκκλησιές με τους γαλάζιους τρούλους που περιέχει. Οι εκκλησιές αφθονούν στο νησί όλες περιποιημένες και κάτασπρες ακόμη και στα πιο δυσπρόσιτα σημεία. Από το Κάστρο απολαμβάνεις τη θεαματικότατη ανατολή και τη νύχτα το φεγγάρι δένει αρμονικά με την ακολουθία των μύλων δίπλα στην πλατεία. Παρ’ ότι οι ντόπιοι μιλούν για τη διαφθορά του πολιτισμού που προκάλεσε ο τουρισμός,  οι κάτοικοι παραμένουν ευγενικοί και γενναιόδωροι. Στη νεόδμητη πλατεία δίπλα στους Μύλους συγκεντρώνεται η τουριστική κίνηση του νησιού με ωραία εστιατόρια, καφέ και μπαρ, ενώ η εμπορική κίνηση κατηφορίζει τον αμαξιτό προς το Γυαλό, που κάποτε ήταν το κέντρο. Στα ασβεστωμένα κουκλίστικα στενά του Κάστρου με τα γαλάζια μπαλκόνια και πορτοπαράθυρα γιαγιάδες γλυκοχαιρετούν και σε καλούν ακόμη «για καφέ». Στον κλειστό σα λίμνη κόλπο στο Βαθύ, συναντήσαμε έξω από την κλειστή ταβέρνα μια γριά, που κουτσαίνοντας τάιζε τις κοτούλες της και επίμονα μας πρόσφερε τα δυο αυγά, που μόλις μάζεψε. Αποδείχθηκε η ταβερνιάρισσα και μας τάισε νόστιμα και χορταστικά με ότι υπήρχε μπάζοντάς μας στην κουζίνα σα να μας ήξερε χρόνια. Το ίδιο και η δραστήρια οικοδέσποινά μας, η σχεδόν ετοιμόγεννη Γιάννα, που βάλθηκε ν’ αναζητεί τις παλιές γνωριμίες του άνδρα μου, -οι περισσότεροι ντόπιοι ήταν παιδιά ή εγγόνια των τότε φίλων- μέχρι που πέτυχε τον τραυματιοφορέα, που είχε παντρευτεί με ντόπια, όπως 7 ακόμη τότε σμηνίτες και άρχισαν να απαριθμούν με νοσταλγία τις ταλαιπωρίες της θητείας τους. Η στρατιωτική μονάδα της αεροπορίας έκλεισε το1975 και οι εγκαταστάσεις στο βουνό ρήμαξαν.
 

Η θάλασσα -όπου και να κολυμπήσεις, ακόμη και στο Γυαλό μέσα στη Χώρα- αποτελεί μοναδική εμπειρία. Το Λιβάδι από ευφορότερη περιοχή τώρα έγινε από τις πιο πυκνοκατοικημένες , ενώ στο υπόλοιπο νησί οι παλιές αγροικίες ρημάζουν και τα Καμινάκια εξελίσσονται σε τουριστική πλαζ. Η Μαλτεζάνα -που το 1961!!! αναβαπτίσθηκε σε Ανάληψη!- μια αμμουδερή αγκαλιά κάτω ακριβώς από το αεροδρόμιο, με τα υστερορωμαικά μνημεία της από ορμητήριο μαλτέζων πειρατών μεταμορφώθηκε σε αγκυροβόλιο ιστιοφόρων.
 

Από το Κάστρο θαυμάζεις μιαν από τις ωραιότερες ανατολές του Αιγαίου ενώ η πανσέληνος θαρρείς και δημιουργήθηκε για να στολίζει το φωτισμένο του περίγραμμα. Η Αστυπάλαια είναι προορισμός που δεν ξεχνάς. Αναγκαστικά θα επιστέφεις, γιατί κρατά ένα κομμάτι της καρδιάς σου, όσα χρόνια κι αν περάσουν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου