ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ κάθε βράδυ
ὁ ἴδιος ἐφιάλτης, ξανὰ καὶ ξανά. Εἶναι λέει ἐκείνη, μιὰ ἄλλη, μιὰ
ξένη, κλειδωμένη στὸ ἐφήμερο πάντα τῆς ἴδιας εἰκόνας, σ’ ἕνα μαῦρο
—δὲ φαίνεται τί— καρφωμένο στὸν ἀπέναντι τοῖχο.
Ἐκείνη τρομάζει, βρίσκει
παντοῦ παλιὰ ξεχασμένα μοτίβα, πολύχρωμα γλέντια, παρέες, χέρια
ποὺ ἁπλώνανε ὅλοι μαζί τὰ λευκὰ ὄνειρά τους στὸ γαλάζιο τῆς μέρας
κι ἕναν λαμπρὸ κατακίτρινο ἥλιο. Ποῦ πῆγαν αὐτά; Ποιός πάτησε
ξαφνικὰ τὸν διακόπτη κι ἔσβησαν;
Ἐκείνη θυμᾶται μιὰ γκρίζα γραμμὴ τηλεφώνου, μιὰ γκρίζα φωνὴ
στὴν ἄλλη πλευρὰ νὰ τῆς λέει: «Σᾶς περιμένω αὔριο στὴν κλινική. Τὰ
ἀποτελέσματα εἶναι ἕτοιμα». Κλείνοντας τὸ τηλέφωνο, κάτι φοβήθηκε,
κάτι σφηνώθηκε στὸ μυαλό της, μιὰ μαύρη κηλίδα, μιὰ σκληρὴ ὑποψία.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ἦταν ἐκεῖ, στὸ γραφεῖο τοῦ γιατροῦ. Τὴν ἄφησε
νὰ περιμένει καὶ μπῆκε στὸ ἐργαστήριο. Μιλοῦσε μὲ ἄλλους γιὰ λίγα
λεπτὰ ἢ γιὰ λίγους αἰῶνες. Δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πόσο κράτησε ἡ ἀναμονή.
Εἶχε κολλήσει τ’ αὐτί της στὸν τοῖχο νὰ πιάσει ψιθύρους, κάποια
σκόρπια λέξη, μιὰ φράση ποὺ θὰ τὴ λύτρωνε. Ὁ γιατρὸς ἀργοῦσε, τὰ χέρια
της ἵδρωναν, εἶχε μουδιάσει ὁλόκληρη. Εὐχόταν νὰ ἔρθει κάποιος
νὰ τῆς πεῖ κάτι, ὁτιδήποτε. Ὄχι ἄλλο σιωπή.
Ἐπιτέλους, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκε ὁ γιατρός. Φαινόταν ψύχραιμος
καὶ γλυκός, μὰ τόσο ἀλλόκοτος. Τῆς εἶπε, «καθίστε» κι ἦταν ἡ πρώτη
φορὰ ποὺ αὐτὴ ἡ μικρὴ προσταγὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ καταδίκη. Τῆς εἶπε
τὴ φράση ποὺ ἐκείνη φοβόταν, «Εἶστε φορέας» κι ἦταν ἡ πρώτη φορὰ
ποὺ οἱ λέξεις τὴν τρυποῦσαν τόσο βαθιά.
Ἐκείνη θυμᾶται πὼς ὅταν βγῆκε στὸ δρόμο, ἔμοιαζε σὰν χαμένη.
Κάπου ἔπρεπε νὰ πάει, νὰ κρυφτεῖ, νὰ χαθεῖ ἀλλὰ ποῦ; Ποῦ βρισκόταν;
Μπροστά της ἡ πόλη, ποὺ τὴν εἶχε χιλιάδες φορὲς περπατήσει, τῆς ἤτανε
ξένη. Δὲν ἀναγνώριζε τίποτα. Ὁ φόβος λοιπὸν παραλύει τὴ μνήμη.
Ἐκείνη φοβόταν. Φοβόταν νὰ πάει σπίτι, νὰ κοιτάξει στὰ μάτια
τοὺς γονεῖς, νὰ δεῖ τὸ εἴδωλό της στὰ μάτια τους, νὰ τοὺς πεῖ τί; πῶς σὲ
μιὰ στιγμὴ ξόδεψε ὅλο της τὸ χρῶμα ἢ πῶς τὸ οὐράνιο τόξο της χάθηκε;
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν πιὸ μόνη ἀπὸ ποτὲ κι ὅλο τὸ σύμπαν της ἦταν
τὸ ἄρρωστο κορμί της. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν μιὰ κόκκινη γραμμὴ κάπου
στὸ τίποτα, μιὰ κόκκινη γραμμὴ ποὺ διώχνει καὶ σκοτώνει ὅ,τι βρίσκεται
κοντά της. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ συγχωρέσει οὔτε
νὰ συγχωρεθεῖ, οὔτε νὰ ὑποκριθεῖ οὔτε νὰ προσευχηθεῖ.
Τὸ βράδυ κουρασμένη ἀπ’ ὅλο αὐτὸ τὸ τίποτα, μπῆκε σ’ ἕνα
ταξὶ καὶ γύρισε σπίτι. Κάπως ἔπρεπε νὰ συνέλθει, νὰ καταλάβει ὅσο
γινόταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εἰσβάλει τόσο βίαια στὸν ὁρίζοντά της. Ἔβαλε
τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα καὶ ἄνοιξε. Κανεὶς δὲ ρώτησε. Ὁ πατέρας κρατοῦσε
ἀκόμη τὸ ἀκουστικό, οὔτε μιλοῦσε οὔτε ἄκουγε, προσπαθοῦσε νὰ
καταλάβει. Ἤξερε, τὰ εἶχε μάθει ὅλα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει.
Γιατί; Ὅμως, κανεὶς δὲ ρώτησε γιατί καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἐκείνη
εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ἔψαχνε, τὴν ἀγκαλιὰ ποὺ καταργεῖ τὸν πόνο καὶ τὸν
χρόνο.
Τὴν ἄλλη μέρα ξύπνησε πολὺ πρωί. Μαζί της ξύπνησε κι ἡ μνήμη.
«Εἶμαι φορέας», εἶπε στὸν ἑαυτό της. «Θεέ μου! ἄς ἦταν ὅλα ἕνα κακὸ
ὄνειρο. Ἄς μὴν ἤμουν ἐγώ.» Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρο. Τὰ ὄνειρα κάποτε
τελειώνουν. Ἐκεῖνο δὲ θὰ τελείωνε ποτέ. Κοίταξε τὸν ἑαυτό της
στὸν καθρέφτη, ἄγγιξε τὸ σῶμα της, βεβαιώθηκε πὼς ἀκόμα ὑπάρχει.
Τὴν ὑπόλοιπη μέρα, τὶς ὑπόλοιπες μέρες θὰ πάλευε συνεχῶς νὰ συμπεριφερθεῖ
κανονικά, θὰ προσπαθοῦσε νὰ πείσει τὸν ἑαυτό της ὅτι ὅλα ἦταν ὅπως
πρίν.
Ἐκείνη ἤξερε πὼς τίποτα δὲ θά ’ταν ἴδιο. Ὅλα ἀλλάζουν
γύρω της, καθὼς ἀλλάζει κι ἐκείνη. Φίλοι, ἐχθροὶ, ἐραστὲς ἔρχονται
φεύγουν, δειλιάζουν φοβοῦνται. Ὅπως ὅλοι μας, ἔτσι κι ἐκείνη ζητᾶ
ἕνα σημεῖο σταθερὸ νὰ πιαστεῖ. Τὸ πρωὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία. Δὲν ἤξερε
γιατί πήγαινε. Γιὰ νὰ προσευχηθεῖ; Γιὰ νὰ μὴν σκέφτεται; Γιὰ νὰ ξεφύγει;
Ἕνα ἄλλο πρωὶ βγῆκε βόλτα στὸ πάρκο μὲ τὴ μητέρα της. Ἦταν δίπλα
της πάντα, ἕνα μ’ ἐκείνη. Μι’ ἄλλη φορὰ πῆγε γιὰ καφὲ μὲ τὴ φίλη
της. Τοὺς τελευταίους μῆνες ἔπιασε ξανὰ πινέλο καὶ γύρισε στὴ σχολή.
Ἄλλες φορὲς κάθεται ἀκίνητη στὸν καναπέ, σπρώχνοντας ἁπλῶς τὴν ὥρα
κάτω ἀπὸ μιὰ κουβέρτα, τὸ κεφάλι μέσα κι ἐκεῖ δημιουργεῖ τὸ δικό
της ἄσυλο.
Ἐκείνη, λοιπόν, φοβᾶται πονάει σωριάζεται κάτω. Ἐκείνη
ἐλπίζει σηκώνεται πάνω καὶ τρέχει, ἐκείνη, λὲς κι αὐτὸς ὁ ἐφιάλτης
δὲν εἶναι δικός μου. Καὶ τὸ ἀπέναντι μαῦρο τελικὰ τί νὰ εἶναι; Ἕνας
τοῖχος νὰ κλείσω τὴ μοίρα μου ἢ τὸ μαῦρο κρυμμένο παράθυρο γιὰ νὰ
φύγω;
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Γιῶργος
Δελιόπουλος (Ἀλεξάνδρεια Ἠμαθίας).
Σπούδασε Ἀρχαιολογία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
καὶ σήμερα ἐργάζεται ὡς φιλόλογος στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση.
Πρῶτο του βιβλίο, Ὁ Μικρὸς
Ὀδυσσέας (ποίηση, Ἰωλκός, 2009). Ποιήματά του ἔχουν
βραβευθεῖ σὲ λογοτεχνικοὺς διαγωνισμούς, καὶ ἔχουν δημοσιευθεῖ
σὲ περιοδικὰ καὶ συλλογικοὺς τόμους.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου