ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ καὶ κατηφής, ὅπως πάντα
τέτοια ὥρα, ὁ Χαρίλαος ἐπιστρέφει στὸ σπίτι ἀπ' τὴ δουλειά,
παρκάρει, μπαίνει ἀπ' τὴν πόρτα τῆς κουζίνας, πετάει τὰ κλειδιὰ
στὸ τραπέζι καὶ βγάζει κραυγή; «Τζέισοοον».
«Εἶμαι πάνω», φωνάζει
ὁ Ἰάσονας.
Ὁ Χαρίλαος βαρυγκομεῖ
στὴ σκάλα. Στὴ διαδρομὴ λύνει τὴ γραβάτα του. Μπαίνει στὸ δωμάτιο
τοῦ Ἰάσονα.
«Τί κάνεις;»
«Διαβάζω», λέει ὁ
Ἰάσονας.
«Ὅλα καλά;» ρωτάει
ὁ Χαρίλαος.
«Ἔχω κάποιες ἀπορίες»,
λέει διστακτικὰ ὁ Ἰάσονας.
«Τί ἀπορίες;» συννεφιάζει
ὁ Χαρίλαος.
«Μπαμπά, ἀφοῦ ἡ ἀνεξαρτησία
μας ἔγινε τὰ μεσάνυχτα τῆς 15ης πρὸς τὴ 16η Αὐγούστου», ψελλίζει
ὁ Ἰάσονας, «γιατί τὴ γιορτάζουμε τὴν 1η τοῦ Ὀκτώβρη;»
Τὸ πρόσωπο τοῦ Χαρίλαου
φωτίζεται, λὲς καὶ κάποιος μόλις τοῦ ἐξήγησε πῶς ἀκριβῶς παίζεται
τὸ μπέιζμπολ.
«Τζέισον», κράζει
μὲ ἀγαλλίαση ὁ Χαρίλαος, «εἶσαι πραγματικὸς γιὸς τοῦ πατέρα
σου!» Ἀκολούθως, σκύβει καὶ φιλάει τὸν Ἰάσονα στὴ φύτρα.
Ὁ Ἰάσονας δὲν ἀντιδρᾶ
οὔτε στὸ φιλὶ οὔτε στὴ φιλοφρόνηση – ἡ ὁποία, ἄλλωστε, εἶναι
παραπειστική. Ἐπιδαψιλεύει ἐπαίνους μᾶλλον σ' αὐτὸν ποὺ τὴν
ἀπευθύνει παρὰ σ' αὐτὸν πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται. Οὐσιαστικὰ
δὲν εἶναι καν φιλοφρόνηση. Εἶναι ξεδιάντροπη αὐτοκολακεία
ποὺ σερβίρεται ὡς γονικὴ ὑπερηφάνεια. Ὁ Ἰάσονας εἶναι πολὺ
μικρὸς γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτό. Εἶναι, ὡστόσο, ἀρκετὰ μεγάλος
ὥστε νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ἐρώτησή του δὲν ἀπαντήθηκε.
«Μπαμπά», μουρμουρίζει
ὁ Ἰάσονας, «δὲν μοῦ εἶπες». «Ἰάσων... Ἰάσων...» συνεχίζει ἀπτόητος
ὁ Χαρίλαος ποὺ πλέει πλέον σὲ πελάγη πατρικῆς πληρότητας,
«σημασία δὲν ἔχουν οἱ ἀπαντήσεις, σημασία ἔχει νὰ ρωτᾶς τὶς
σωστὲς ἐρωτήσεις».
Ὁ Ἰάσονας δὲν λέει
τίποτα. Ἐπεξεργάζεται τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ πατέρα του. Διερωτᾶται,
ἀναπόφευκτα, ἂν ἡ ἐρώτησή του ἦταν σωστή. Πρέπει νὰ ἦταν, ἀφοῦ
ἀπάντηση δὲν πῆρε. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ Ἰάσονας ἀποφασίζει
νὰ μείνει μὲ τὴν ἀπορία καὶ νὰ ἀξιοποιήσει τὴν πρόσχαρη διάθεση
τοῦ πατέρα του ὥστε νὰ πετύχει κάτι πολὺ πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὴ
διαλεύκανση τῶν λόγων ποὺ ἕνα θηλυκὸ κρύβει μῆνες.
«Νὰ πάω τώρα στὸ
πάρκο νὰ παίξω μπάλα;» «Νὰ πᾶς ὅπου θές, ἀργοναύτη μου!» «Τί ὥρα
νὰ γυρίσω;» «Ὅ,τι ὥρα θές, γιόκα μου!»
Ὁ Ἰάσονας ἐκπλήσσεται
ἀπὸ τὴν ἐνθουσιώδη ἀνταπόκριση. Ὁ Χαρίλαος δὲν τὸν ἔχει μεγαλώσει
μὲ λευκὲς ἐπιταγές. Ἂν
μπορῶ νὰ κερδίσω τόσα πολλὰ κάνοντας ἁπλῶς καὶ μόνο σωστὲς ἐρωτήσεις,
σκέφτεται ὁ Ἰάσονας, στὸ ἑξῆς θὰ κάνω μόνο αὐτό.
«Ἔφυγα.»
Δὲν χρειάζεται νὰ ἑτοιμαστεῖ,
ἀφοῦ στὴν ἡλικία του εἶναι πάντα ντυμένος μὲ στολὴ ἀθλοπαιδιῶν.
«Ἀέρα στὰ πανιά
σου, Τζέισον», τοῦ κλείνει τὸ μάτι πονηρὰ ὁ Χαρίλαος.
Ὁ Ἰάσονας δὲν πιάνει
τὸ ὑπονοούμενο, ἀλλὰ ἔχει ἤδη τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση στὴ διάθεσή
του. Ἐλπίζει μόνο νὰ εἶναι ἡ σωστή.
Μὲ τὸ ποὺ ἀκούει τὴν
πόρτα νὰ κλείνει, ὁ Χαρίλαος κατεβαίνει τὴ σκάλα. Ἀπὸ τὰ δεκατέσσερα
σκαλιὰ πατάει στὰ πέντε. Προσγειώνεται στὴν κουζίνα. Ἀνοίγει
τὸ ψυγεῖο καὶ βγάζει μιὰ μπίρα. Ταυτόχρονα μὲ τὸ πῶμα ποὺ φεύγει
ἀπ' τὸν λαιμό, ἕνα κλειδὶ γυρίζει στὴν ἐξώπορτα. Μπαίνει μέσα
ἡ Σόνια.
«Δὲν μπορεῖς νὰ φανταστεῖς
τί μὲ ρώτησε πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ γιός μας», ἀνακοινώνει ἔμπλεος
χαρᾶς ὁ Χαρίλαος.
«Εἶμαι πτῶμα», λέει
ἡ Σόνια καὶ ἀφήνει ἕξι πράσινες σακοῦλες Marks & Spencer στὸ
σαλόνι. «Πάω νὰ ἀλλάξω», λέει καὶ ξεκινᾶ νὰ βρεῖ τὰ σκαλοπάτια.
«Ἄκου τί μοῦ εἶπε ὁ-»,
ἀρχίζει νὰ λέει ὁ Χαρίλαος, προχωρώντας πρὸς τὴ σκάλα γιὰ νὰ ἀκούγεται
καλύτερα, ἀλλὰ ἡ Σόνια ἐπεμβαίνει:
«Τὸν εἶδα ποὺ ἔφευγε.
Νά σοῦ πῶ... τοῦ εἶπες νὰ γυρίσει σπίτι ὅ,τι ὥρα θέλει;»
«Ναί. Ἄκου τώρα τί
μοῦ-».
«Περίμενε, εἴπαμε!»
διατάζει ἡ Σόνια καὶ χώνεται στὸ μπάνιο.
Ὁ Χαρίλαος ἐπιστρέφει
στὴν κουζίνα μὲ τὴν μπίρα στὸ χέρι. Πάει πάνω ἀπὸ τὸν νεροχύτη
καὶ στυλώνει τὸ μπουκάλι. Ἀπὸ τὸ παράθυρο φαίνεται ἡ αὐλὴ καὶ
ἡ πισίνα, γεμάτη ἀκόμα καὶ φωτισμένη. Τότε θυμᾶται πὼς στέκεται
στὸ μοναδικὸ σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ ἀπ' τὸ ὁποῖο μπορεῖ κάποιος
νὰ δεῖ ἀπρόσκοπτα τὴν πισίνα, ἀφοῦ δωμάτια, σαλόνι, τραπεζαρία
καὶ χὼλ εἶναι εἴτε τυφλὰ εἴτε τὰ παράθυρα καὶ οἱ μπαλκονόπορτές
τους βλέπουν ἄλλ' ἀντ' ἄλλων. Ὁ Χαρίλαος ἀρχίζει νὰ ἐκνευρίζεται.
Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ
διηγημάτων Μικροπράγματα
(ἐκδ. Κουκκίδα/Αἰγαῖον 2012). ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Γιῶργος Τριλλίδης (Λευκωσία, 1976). Σπούδασε Νομικὰ καὶ ἐργάζεται
ὡς δικηγόρος. Ἔχει δημοσιεύσει τρεῖς συλλογὲς διηγημάτων
καὶ μία συλλογὴ μὲ μὴ-μυθοπλαστικὰ κείμενα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου