15.42. ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑ. Τὸ
τρένο μὲ κατεύθυνση τὸν Πειραιὰ φθάνει σὲ δύο λεπτά. Ἡ πλατφόρμα γεμίζει
κόσμο. Στέκεται κοντὰ στὴν κίτρινη γραμμή. Οἱ μύτες τῶν παπουτσιῶν
της μόλις ποὺ τὴν ἀγγίζουν. Περιμένει τὸ τρένο τῆς ἐπιστροφῆς. Δὲν
κοιτάζει τὸ ρολόι, εἶναι σίγουρη πὼς θὰ ’ρθεῖ στὴν ὥρα του. Τὸ ἴδιο
συμβαίνει εἴκοσι χρόνια τώρα χωρὶς καμιὰ ἐξαίρεση. Κάθε ἐργάσιμη
στὶς 15.40 βρίσκεται στὸ σταθμό. Τὴν ὁδηγοῦν τὰ πόδια της, χωρὶς πάντα
νὰ τὸ θέλει. Μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ ὤμους κυρτοὺς κοιτάζει τὸ ὅριο τῆς
κίτρινης γραμμῆς. Τὸ βάρος της γέρνει πρὸς τὰ μπρός. Περιμένει νὰ ἀκούσει
τὸν ἦχο τοῦ τρένου, ν’ ἀνοίξουν οἱ πόρτες καὶ νὰ κρυφτεῖ στὸ βαγόνι.
Τὸ τρένο φθάνει στὴν ὥρα του. Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Κάθεται κοντὰ
στὸ παράθυρο. Τὴν προτιμᾶ αὐτὴ τὴ θέση. Μὲ τὸ κεφάλι ἐλαφρὰ ἀκουμπισμένο
στὸ παράθυρο τοῦ βαγονιοῦ, μπορεῖ νὰ ξεχνᾶ τὸ στιβαγμένο πλῆθος ποὺ
κρέμεται ἀπὸ τὶς χειρολαβές, παραδομένο στὴν κούραση τοῦ ἀπομεσήμερου.
Στὸ πρόσωπό της διακρίνεις μιὰ σύσπαση πόνου. Τὸ βλέμμα της ἄδειο
πλανιέται ἔξω ἀπ’ τὸ βαγόνι. Ὁ ἕνας σταθμὸς διαδέχεται τὸν ἄλλο
χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει. Οἱ πολυκατοικίες, τὰ δέντρα, τὰ καταστήματα,
οἱ δρόμοι τρέχουν μπροστά της χωρὶς νὰ τὰ βλέπει. Κλείνει τὰ μάτια σφιχτὰ
καὶ προσπαθεῖ ν’ ἀδειάσει τὴ σκέψη της προσηλώνοντας τὴν προσοχή της
στὸν ἦχο τοῦ τρένου.
Ὅταν τὰ ξανανοίγει, τὸ βλέμμα της συναντᾶ τὸ χαμόγελο ἑνὸς νεαροῦ
ποὺ στέκεται στὴν ἀπέναντι ἄκρη τοῦ βαγονιοῦ. Κοιτάζει ἀμέσως ἀλλοῦ
προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποφύγει. Βυθίζεται ξανὰ σὲ σκέψεις χαζεύοντας
ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Βάνια Σύρμου (Ρίο ντὲ Τζαέιρο, 1967). Σπούδασε κλασσικὴ φιλολογία
στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴ
δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁλοκλήρωσε τὶς μεταπτυχιακές της σπουδὲς
στὸ πρόγραμμα «Φύλο καὶ νέα Ἐκπαιδευτικὰ καὶ Ἐργασιακὰ Περιβάλλοντα
στὴν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας» τοῦ τμήματος Ἐπιστημῶν τῆς Προσχολικῆς
Ἀγωγῆς καὶ τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Σχεδιασμοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Αἰγαίου.
Ἔχουν δημοσιευθεῖ μεταφράσεις της ἀπὸ τὴν ἀγγλόφωνη λογοτεχνία.
«Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;» Μιὰ φωνὴ σταθερὴ καὶ θερμὴ ἔρχεται
ἀπὸ τ’ ἀριστερά της. Ἀνοίγει τὰ μάτια ξαφνιασμένη. Ὁ νεαρὸς ἀπὸ ἀπέναντι
κάθεται τώρα δίπλα της , διατρέχει μὲ τὸ βλέμμα του τὸ πρόσωπό της καὶ
ἐπαναλαμβάνει: «Γνωριζόμαστε;». «Σ’ ἐμένα μιλᾶτε;» τοῦ ἀπαντᾶ ἐνοχλημένη.
«Ναί, σᾶς κοιτάζω ἐδῶ καὶ ὥρα καὶ προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ ἀπὸ ποῦ σᾶς ξέρω».
Βρίσκει τὸ κλισέ του συμπαθητικό, γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο
φιλικὸ χαμόγελο. Τὸ πρόσωπό της ἀρχίζει νὰ ξεμουδιάζει. Τὰ φρύδια
της βρίσκουν ξανὰ τὴν ἤρεμη θέση τους. Διατηρεῖ τὴ σοβαρότητά της.
«Δὲ νομίζω» ἀπαντᾶ κοφτὰ καὶ κοιτάζει μπροστά. Μιὰ κυρία στὸ ἀπέναντι
κάθισμα παρακολουθεῖ ἀδιάκριτα τὴ σκηνή. Περνοῦν ἕνα- δυὸ λεπτὰ ἀμηχανίας.
Καιρὸ εἶχαν νὰ τὴν κοιτάξουν ἔτσι στὰ μάτια.Τό ‘χει σχεδὸν ξεχάσει.
Πρέπει νά ‘ναι καμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια νεότερός της. Ἔχει τὴν ἄνεση
καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση τῆς νεότητας. Θάρρος, θράσος ἢ καὶ τὰ δυὸ μαζί.
«Λοιπόν;». «Λοιπὸν τί;». Φτιάχνει ἀσυναίσθητα τὰ ἀτημέλητα μαλλιά
της. «Φαίνεστε λυπημένη». «Ναί, μιὰ δυσάρεστη εἴδηση» τοῦ ἀπαντὰ μὲ
μιὰ ἀπρόσμενα γιὰ ἐκείνη ἐξομολογητικὴ διάθεση. «Ἴσως αὐτὸ νὰ σᾶς
ἔκανε νὰ νιώσετε καλύτερα». Ἀνοίγει τὴν τσάντα του καὶ τῆς προσφέρει
ἕνα λουλούδι στὸ σχῆμα τῆς καμέλιας, φτιαγμένο ἀπὸ κόκκινο γκοφρὲ
χαρτί. «Τὰ φτιάχνω ὁ ἴδιος». Δεύτερη ἔκπληξη. Μοιάζει μὲ ταχυδακτυλουργικὸ
κόλπο. Τολμᾶ νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Βλέμμα ἤρεμο στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ.
«Πολὺ ὄμορφο! Εὐχαριστῶ» τοῦ χαμογελά. Δὲν ξέρει γιατί, ἀλλὰ θέλει
νὰ τολμήσει. «Ὡραῖο χαμόγελο! Πρέπει νὰ χαμογελᾶτε συχνότερα».
Κι ἄλλο κλισέ. Ἀκόμα κι ἂν εἶναι φάρσα ἀρχίζει νὰ τὸ διασκεδάζει.
«Ποῦ κατεβαίνετε;». «Καλλιθέα». «Μὰ μόλις περάσαμε τὸ Παλαιὸ Φάληρο».
Κάνει νὰ σηκωθεῖ πανικόβλητη μαζεύοντας τὴ τσάντα της. Τὴν σταματᾶ
πιάνοντάς της τὸ χέρι. «Τί θὰ ‘λεγες γιὰ ἕνα καφὲ στὸν Πειραιά; Πλησιάζουμε...».
Ξαφνιάζεται. Ρίχνει μιὰ ἀμήχανη ματιὰ γύρω της, μήπως τοὺς κοιτάζουν.
Εὐτυχῶς τὸ βαγόνι ἔχει μισοαδειάσει. Ξανακάθεται. Κοιτάζει τὸ
χάρτινο λουλούδι ποὺ κρατάει ἀκόμα στὸ χέρι της. Ἡ μοναξιά της τὴν
περιμένει σπίτι εἴκοσι χρόνια τώρα. Ἄς περιμένει λίγο ἀκόμα. Στὸ
κάτω-κάτω δὲ σοῦ χαρίζουν κάθε μέρα... χάρτινα λουλούδια. «Ναί, γιατί
ὄχι;» Ἐξάλλου, ἔχουν ἤδη φτάσει στὸν τερματικὸ σταθμό.
Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Βγαίνουν μαζί. Ἐκεῖνος τὴν ἀγγίζει ἐλαφρὰ
στὴν πλάτη δίνοντας τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ζευγάρι. Προχωρώντας πρὸς
τὴν ἔξοδο αἰφνιδιάζεται ἀπὸ μιὰ παρέα τεσσάρων νεαρῶν ποὺ τοὺς
κλείνουν τὸ δρόμο χειροκροτώντας. Ὁ συνοδός της φαίνεται νὰ ἀνταποδίδει
τὸν ἐνθουσιασμὸ σηκώνοντας τὰ χέρια ψηλὰ σὲ στάση θριάμβου.
«Καλά, φίλε δὲν παίζεσαι! Μὲ τὴ σημερινή σου ἐπιτυχία ἀνέβηκες
ἐπίπεδο στὸ ‘HUMAN CATCH’! Ὁ χρόνος ποὺ τερμάτισες ἦταν καταπληκτικός!»
Ἀκούει τὰ ἐνθουσιώδη σχόλια τῆς παρέας ποὺ τὸν ἐπιβραβεύει γιὰ τὸ ὑψηλὸ
σκόρ. Αὐτὸ ποὺ καταφέρνει νὰ δεῖ στὶς ὀθόνες τῶν κινητῶν τους καθὼς τὰ
κραδαίνουν θριαμβευτικὰ εἶναι ὁ ἑαυτός της, ἀπαθανατισμένος σὲ
μιὰ κλεμμένη στιγμὴ στὸ βαγόνι τοῦ τρένου, μὲ τὸ σύνολο τῶν κερδισμένων
πόντων κάτω δεξιά. Μὲ βλέμμα ἀκίνητο τὸν κοιτάζει στὰ μάτια προσπαθώντας
νὰ καταλάβει. Δὲν τῆς ἀπαντᾶ. Τὸν βλέπει νὰ σηκώνει τοὺς ὤμους γελώντας
μὲ τὴν ἄνεση τοῦ νικητῆ.
Χωρὶς νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, κατευθύνεται μὲ βῆμα ἀργὸ πρὸς τὴν
ἔξοδο τοῦ σταθμοῦ, ὅταν συνειδητοποιεῖ πὼς στὸ χέρι της κρατάει ἀκόμη
τὸ χάρτινο λουλούδι. Δὲν τὸ πετᾶ. Τὸ κρατᾶ γιὰ νὰ τῆς θυμίζει τί δὲν
πρέπει πιὰ νὰ περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου