
Βασίλης Ἠλιακόπουλος
Τὸ τραῖνο τῆς Γουατεμάλας
ΠΑΡΧΕΙ
ΕΝΑ ΤΡΑΙΝΟ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Πότσνταμ, μιὰ μικρὴ πόλη στὴ
Γερμανία, γιὰ τὸ Σάντα–Καταλίνα–Παλοπό, ἕνα ἰνδιάνικο χωριὸ
στὴ Γουατεμάλα, χίλια πεντακόσια μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα,
στοὺς πρόποδες ἑνὸς ἀπὸ τὰ ἡφαίστεια ποὺ περιτριγυρίζουν τὴ
Λίμνη Ἀτιτλάν.
Βάρκες δίχως καρένα προσπαθοῦν νὰ ψαρέψουν στὰ ἥσυχα
νερά, σπιτάκια μέσα σὲ φυτεῖες καφέ, πυροβολισμοὶ ἕνα βράδυ,
ἀντάρτες, guerrilleros στὰ βουνά, στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα τὴν
ἄλλη μέρα. Δώδεκα χωριά, εἴκοσι χιλιάδες Ἰνδιάνοι, βουβὸ
πλῆθος στὴ κηδεία μιᾶς ἄσωτης πεταλούδας. Ἄτυχο μικρὸ χωριό!
Τὸ τραῖνο ἐκτελεῖ τὰ δρομολόγιά του ὅποτε αὐτὸ θέλει, καὶ
δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ πάρει κάποιος ἐπίσημα μιὰ πληροφορία γιὰ
τὶς ἀναχωρήσεις του. Ἂς μὴν φανεῖ παράξενη ἡ διαδρομή του.
Ὅμοιό του δὲν ἔχει δεῖ ὁ κόσμος. Νύχτα διασχίζει τὴν παγωμένη
Εὐρώπη καὶ χάνεται στὸν σκοτεινὸ Ἀτλαντικό.
Οἱ ἐπιβάτες του, συνήθως λιγοστοὶ καὶ ἀξιοσημείωτοι,
φτάνουν
ς ὣτὸ Πότσνταμ ὕστερα ἀπὸ ἕνα σωρὸ δυσκολίες. Αὐστηροὶ
ἔλεγχοι στὰ σύνορα, ἀναξιόπιστα διαβατήρια, συγκεχυμένες
πληροφορίες καὶ συνήθως ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἀπόφαση ποὺ δὲν
στάθηκε πάντα εὔκολη. Καὶ φῆμες τὸ συνοδεύουν, ἐνῷ κάποιοι
ἀμφισβητοῦν ἀκόμα καὶ τὴν ὕπαρξή του.
Κι ὅμως ἔρχεται καὶ ξανάρχεται στὶς κουβέντες
ἀποκηρυγμένων ποὺ ὁραματίστηκαν τὴν Μεγάλη Ἀτμομηχανή. Καὶ
ξανὰ στὴν κουβέντα ἑνὸς γερο-ἀλήτη μ’ ἕνα νεαρὸ ποὺ γιὰ πρώτη
φορὰ ξέφευγε ἀπ΄ τὴ πατρίδα του καὶ τὴ ζεστὴ φωλιὰ τῶν γονιῶν
του. Λαμπρὸ πρωϊνὸ στὸ Vondel-Park τοῦ Ἄμστερνταμ, ἀφοῦ τοὺς εἶχε
ἑνώσει τὸ κρύο τῆς νύχτας γύρω ἀπὸ μιὰ φωτιά, μιὰ μπουκάλα
κόκκινο κρασὶ καὶ μιὰ θερμὴ συζήτηση γιὰ τὸ Μέλλον τοῦ Κόσμου.
Καὶ θὰ μποροῦσες ν΄ ἀκούσεις γι αὐτὸ στὸ προθάλαμο ἢ στὴν
κουζίνα ἑνὸς οἴκου ἀνοχῆς στὴ Γερμανία, ἢ σ΄ ἕνα καφενεῖο τῆς
Karolina–Strasse στὴν Bremen, ἢ ἀνεβαίνοντας τὰ σκαλιὰ καὶ
περπατῶντας στὰ ὑγρὰ πεζοδρόμια τοῦ Σὰν Σεμπαστιὰν ὕστερα ἀπὸ
μιὰ ὁλονυκτία μπιλιάρδου. Ἢ ἀκόμα θὰ μποροῦσες νὰ μπλεχτεῖς σὲ
μιὰ συζήτηση ποὺ γινόταν ἀνάμεσα σὲ ξάγρυπνους ταξειδιῶτες
σ΄ ἕνα νυχτερινὸ τραῖνο ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ τὴ Βαρσοβία στὸ Παρίσι.
Συζήτηση ποὺ θὰ ἦταν ἀρκετὰ ἐπίκαιρη ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἴδιο
διαφωτιστική.
Καὶ πάντα ὅσοι ἀναφέρονται σ΄ αὐτὸ τὸ ἀποκαλοῦν ἔτσι ἁπλᾶ: Τὸ Τραῖνο.
Νὰ μάθεις ὅμως γιὰ τὸ τραῖνο τοῦ Πότσνταμ, μιᾶς καὶ ἀναχωρεῖ
σὲ ἄταχτα χρονικὰ διαστήματα, εἶναι θέμα τύχης μᾶλλον
ἐξαιρετικῆς ἀφοῦ ἐλάχιστοι γνωρίζουν κάτι γι’ αὐτό. Κι ὅμως, τὸ
χειμῶνα τοῦ ΄83 εἶδα ἀνθρώπους σὲ διάφορες χῶρες τῆς Εὐρώπης
ποὺ πορεύονταν πρὸς αὐτὸ καὶ στὰ 1987 συνάντησα στὰ λιμάνια τῆς
Κεντρικῆς Ἀμερικῆς παληοὺς ἐπιβάτες του ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ
μιὰ μακρινὴ χώρα ποὺ λεγόταν Εὐρώπη. Καὶ τὸ σκληρὸ χειμῶνα τοῦ
΄88, ζῶντας στοὺς δρόμους, συνάντησα πολλοὺς ποὺ προσπαθοῦσαν,
ἀπεγνωσμένα πιά, νὰ φτάσουν ὣς αὐτό. Κι οὔτε ἀκούστηκε ποτὲ νὰ
ξαναγύρισε κανεὶς μαζί του ἀπό ‘κεῖ κάτω.
Κι ἐνῷ οἱ ἐπιβάτες του εἶναι συνήθως λιγοστοί, ἦρθαν
χρόνια δύσκολα, πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν αὐτὲς οἱ
γραμμές, ποὺ ἔφυγε φορτωμένο μὲ ἑκατοντάδες τυχοδιῶκτες,
ἀνθρώπους πού, γιὰ κάποιους λόγους, θὰ προτιμοῦσα νὰ ἀποκαλῶ
εὐγενεῖς. «Εὐγενεῖς Τυχοδιῶκτες».
Περιπλανώμενοι ποὺ κουράστηκαν νὰ κοιμοῦνται σ΄ ἕνα κρύο ποὺ
σοῦ παγώνει τὴν καρδιὰ ἔξω ἀπὸ τὸν Κεντρικὸ Σταθμὸ τοῦ
Ἄμστερνταμ. Ἀποδιωγμένοι, ποὺ ἀνακηρύχθηκαν Ἅγιοι στὸ Charring
Cross γύρω ἀπ΄ τὶς φωτιές, κάτω ἀπ΄ τὰ γεφύρια.
Ἀλῆτες ἀποκαμωμένοι ἀπὸ τὴν παρισινὴ νύχτα, μηχανικοὶ
ἀπ΄ τὴν Οὑγγαρία, δύο Πέρσες φοιτητὲς τῆς Ἰατρικῆς ποὺ
διέσχισαν μὲ τὰ πόδια τὰ σύνορα πρὸς τὴν Ἀν. Γερμανία καὶ
ξαναδιώχτηκαν στὴν Πολωνία, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ
ξαναγυρίσουν τὴν ἑπόμενη νύχτα μέσα ἀπ΄ τοὺς ἀγρούς. Πρώην
στρατιῶτες, δανδῆδες, περήφανοι ἀπάτριδες, παληοὶ
χαρτοπαῖκτες, ἀπατεῶνες ἀπὸ πεποίθηση, ἕνας παππᾶς ποὺ ἔχασε
τὴν πίστη του, ἕνας δάσκαλος ποὺ διώχθηκε γιατί ἀφέθηκε ν΄
ἀγαπήσει μιὰ μαθήτριά του κι ὁ Ἔκπτωτος Ἄγγελος.
Μερικὲς φορές, καμπόσοι ἀπὸ τοὺς ταξειδιῶτες εἶχαν μιὰ
παράξενη μοῖρα καὶ γι’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἐπιβατικὸ κοινὸ τοῦ
τραίνου. Γιὰ παράδειγμα, μιὰ πλύστρα ἀπὸ τὸ Μάριμπορ τῆς
Γιουγκοσλαβίας ποὺ πῆρε τὸ τραῖνο στὰ 1981, ἀνακηρύχτηκε
ἀργότερα τὴν ἴδια χρονιά, βασίλισσα τῆς Ὀμορφιᾶς στὴ τρελλὴ
νύχτα τοῦ καρναβαλιοῦ τοῦ Τρίνινταντ!
Ἕνας ἄλλος, ποὺ ἔτυχε νὰ γνωρίσω προσωπικά, Ἕλληνας,
παληὸς λοστρόμος, διατηρεῖ μπὰρ γιὰ ναυτικούς, τὸ O Bar dos
Marinheiros στὴ Φορταλλέτσα την Μπραζίλιας.
Εἶπα βέβαια, ὅτι τὸ νὰ φτάσει κανεὶς ὣς τὸ Πότσνταμ τὴ σωστὴ
στιγμὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν εὐτυχῶν
συμπτώσεων. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ὅμως δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Ἀργὰ τὴ
νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα κι ἐνῷ τὰ κανονικὰ δρομολόγια
ἔχουν τελειώσει πρὸ πολλοῦ, μερικὲς μοναχικὲς φιγοῦρες
ξεροσταλιάζουν στὸν ἄδειο, κρύο, μισοφωτισμένο σταθμό.
Προφανῶς ἀναλογίζονται ἐὰν πρόκειται γιὰ φάρσα ἢ γιὰ τὸν
τελευταῖο εὐρωπαϊκὸ θρῦλο.
Ἀκριβῶς στὶς 1.15 μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἕνας σιδηροδρομικὸς
ὑπάλληλος μὲ καλοραμμένη μπλὲ στολή, κρατῶντας μιὰ παληὰ
τσάντα, μπαίνει στὸ σταθμό. Ἕνα μικρὸ γκισσὲ ἀνοίγει πέρα σὲ μιὰ
μισοσκότεινη ἄκρη. Ὁ ὑπάλληλος βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα καὶ ἀναρτᾶ
μιὰ ταλαιπωρημένη ἐπιγραφὴ ὅπου ἀναγράφεται ἡ μαγικὴ
διαδρομή: Πότσνταμ–Σάντα Καταλίνα Παλοπό. Κι ἐνῷ οἱ ἐπιβάτες
κάνουν οὐρά, ἀρχίζει νὰ κόβει εἰσιτήρια. Ἐδῶ πρέπει νὰ
ἀναφέρω τὴν τιμὴ τοῦ εἰσιτηρίου ποὺ ἔχει ὁριστεῖ, σύμφωνα μὲ
τὸ νόμισμα τῆς Γουατεμάλας, στὸ συμβολικὸ ποσὸ τῶν τριῶν
κετσάλες ἢ τοῦ ἀντίστοιχού τους σὲ ὅλα τὰ Εὐρωπαϊκὰ
νομίσματα. (Περίπου ἑφτὰ δανέζικες κορῶνες ἤ, πάνω κάτω, 140
ἑλληνικὲς δραχμές.)
Σὲ 15 λεπτὰ ἡ ἔκδοση τῶν εἰσιτηρίων ἔχει τελειώσει. Οἱ
ἐπιβάτες, μοναχικές, κουρασμένες φιγοῦρες ἀνεβαίνουν τὶς
σκάλες πρὸς τὶς πλατφόρμες, ἡ θυρίδα παραμένει γιὰ λίγο
ἀνοιχτή, ἔπειτα κλείνει καὶ ὁ σταθμὸς ἐπιστρέφει στὴ
συνηθισμένη του ἠρεμία. Στὶς 1.50 μετὰ τὰ μεσάνυχτα τὸ τραῖνο
βγαίνει ἀπὸ τὸ σταθμὸ τοῦ Πότσνταμ.
Καὶ ὅπως λέει ἕνα παληὸ τραγουδάκι τῶν ἀλητῶν της
Κολωνίας χωρὶς ἔπαρση καί, εἶναι ἀλήθεια, ἀρκετὰ λυπημένα:
Ὦ, τραῖνο παράξενο
Τραῖνο τῶν Ἀποξεχασμένων
Ποὺ μὲ ὁρμὴ ξεχύνεσαι,
Σιδερένια τοῦ μύθου στολή
Μὲ σένα ἡ Εὐρώπη ὀνειρορραγεί!
Καὶ ἕνα ἄλλο ποὺ τραγουδιέται ἀπὸ τὴν πλέμπα τῆς Ρώμης καὶ
τῆς Φλωρεντίας πιὸ εὔθυμο ἂν καὶ λίγο περιπαικτικό:
Τ΄ ἀγόρια τὰ πιὸ σεμνά,
Οἱ γέροι οἱ πιὸ γλεντζέδες
Ξέχασαν γιὰ πάντα
Τὴν Campo di Fiori
Καὶ τὰ κορίτσια τῆς
Via Condotti,
Γιὰ ἕνα χαμόγελο
στὴ Γουατεμάλα.
Κι
ὅμως, τὸ τραῖνο αὐτὸ ἀνήκει στοὺς σιδηροδρόμους μιᾶς
εὐρωπαϊκῆς χώρας. Εἶναι ἕνα τραῖνο τῶν δανέζικων
σιδηροδρόμων. Αὐτὸ τὸ D.S.B ποὺ βλέπει κανεὶς μπροστὰ στὴ μάσκα
τῆς μηχανῆς, ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη πάνω στὸ μικρὸ
χαρτονάκι τοῦ εἰσιτηρίου, εἶναι τὰ ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ Danske Staats
Banner, ποὺ σημαίνει: δανέζικοι κρατικοὶ σιδηρόδρομοι. Καὶ
παρ' ὅλο ποὺ αὐτὴ ἡ γραμμὴ εἶναι ἕνα ἀνεπίσημο καὶ ἀνεξάρτητο
παρακλάδι τῶν Δανέζικων Σιδηροδρόμων, στεγάζεται σ΄ ἕνα
ἀπόμερο γραφεῖο στὸ κτίριό τους στὴν Κοπεγχάχη.
Βέβαια τὸ γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ποτὲ δὲν θὰ βρεῖ κανεὶς τὸ
γραφεῖο ἀνοιχτό, εἶναι μᾶλλον ὑπεύθυνο γιὰ τὴ γνωστὴ πεποίθηση
ὅτι αὐτὴ ἡ γραμμὴ εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ὅτι ὅλη ἡ ἱστορία
ἀποτελεῖ μῦθο. Πάντως οἱ πληροφορίες ποὺ τυχαίνει νὰ ἔχω λένε
πὼς ἡ γραμμή της Γουατεμάλας χρηματοδοτεῖται ἀπὸ ἕνα
ψαρέμπορο ἀπὸ τὴν Ἔσμπια τῆς δυτικῆς παραλίας τῆς Δανίας καὶ
ἕναν χρηματιστὴ τῆς Κοπεγχάγης.
Εἶναι τὸ τραῖνο ποὺ δὲν γνωρίζει διακρίσεις. Δὲν ἔχει πρώτη
ἢ δεύτερη θέση. Οἱ ὑπάλληλοί του εἶναι περήφανοι ποὺ
δουλεύουν σ’ αὐτὸ καὶ ὄχι σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο. Μεγάλες
ἀχνιστὲς τσαγιέρες καὶ ζεστὸς καφὲς σὲ περιμένουν στὸ
βαγκὸν–ρεστωράν. Μεταχείριση πρὸς gentlemen ἐπιφυλάσσεται
πρὸς ὅλους.
Καὶ δίπλα στὴν κουζίνα, σ΄ ἕνα μακρὺ πάγκο, προσφέρονται
σὲ σιδηροδρομικοὺς καὶ ἐπιβάτες, ζεστὸ μαῦρο ψωμί, ἀχνιστὲς
πατάτες καὶ ἄσπρο κρασί. Γέλια, καλαμπούρια καὶ θολὰ τζάμια.
Αὐτοὶ οἱ συγκρατημένοι καὶ εὐγενικοὶ Δανοὶ ὑπάλληλοι
ἀρέσκονται νὰ ὑπερηφανεύονται ὅτι προσφέρουν τὸ καλύτερο
σέρβις σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη.
Κι ἐνῷ οἱ ἐπιβάτες του κουρασμένοι, μὲ μεγάλα ἀγγελικὰ
μάτια καὶ ἀχνὰ χαμόγελα, γέρνουν καὶ ἀποκοιμιοῦνται πάνω στὰ
τζάμια, τὸ τραῖνο περνάει μὲ ὅλη του τὴν ταχύτητα, χωρὶς νὰ
σταματήσει, μέσα ἀπὸ τοὺς κατάφωτους, κεντρικοὺς σταθμοὺς ὅλων
τῶν μεγάλων πόλεων τῆς Εὐρώπης καὶ χάνεται δυτικὰ μέσα στὴ
νύχτα.
Δανία 1988

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Νυχτερινὲς ἱστορίες (Ἐκδόσεις Πανοπτικόν, Μάϊος, 2014.)
Βασίλης Ἠλιακόπουλος. Βιβλία του: Ἀναμνήσεις ἑνὸς Περιπλανώμενου (Ροδακιό, 2001), Νυχτερινὲς Ἱστορίες (ἐκδ. Πανοπτικόν, 2014), Οὐτοπία, (ἐκδ. Πανοπτικόν, 2021) καὶ Τὸ Παλαιστινιακὸ Σκοτάδι (ἐκδ. Ἀλήστου Μνήμης, 2024). Διατηρεῖ τὸ ἱστολόγιο Μεταμεσονύκτια Ἡμερολόγια:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου