ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
(1907 – 1985)
Περί Ύψους
Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει
εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής
του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με
την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια
και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της
Ορθοδοξίας, αλλά κι’ αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων,
διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’εκθαμβωτικά
πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από
σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον,
όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα
του από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα
στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’
ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία
αρκεί κι’ επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται
στο καθαρό πρωινό και το εργαστήριο κι’ ο πυροτεχνουργός μαζί, και βλέπομε να
στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας
και πηχτά σύγνεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.
Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηρορεί.
Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει βαθειές μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τονέ κρατά στη ζωή.Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που
περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο
μ’αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως
όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι’όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο
συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’
αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το
φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’αυτό, εν καιρώ, ν’ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη
με τ’όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει
εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε
περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού.)
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η
ιστορία η δικά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν
είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά
υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού;
Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου
στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην
αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου το κρύφτεις,
το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα
!
Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας
και σκόρπαε, με τ’άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος,
να συγκεντρώσομε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ανεγείρουμε μιαν
εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν
την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι’ υπερήφανη
ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου