
Δέσποινα Καϊτατζῆ-Χουλιούμη
Ἐκκόλαψη στὴ γλάστρα
ἀπ᾿ τὸ πρωῒ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Μίλτος Σαχτούρης, «Ἡ δύσκολη Κυριακή»
ΓΗΚΕ
ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ νὰ ποτίσει. Ζοῦσε μόνη. Τὰ λουλούδια στὶς
γλάστρες καὶ κάποια περαστικὰ ἀγριοπερίστερα ἦταν τὰ μόνα
ζωντανὰ ποὺ τὴ συντρόφευαν. Στὴν ἄδεια γλάστρα εἶδε δυὸ αὐγὰ
πάνω σὲ μιὰ ὑποτυπώδη φωλιά. Μερικὰ κλαδάκια ὅλο κι ὅλο
στοιβαγμένα πρόχειρα. Ἀπὸ καιρὸ εἶχε σβήσει μιὰ ἀζαλέα. Ὅλο
ἔλεγε νὰ φυτέψει κάποιο ἄλλο φυτό, ἀλλὰ γιὰ κάποιον λόγο δὲν τὸ
ἀποφάσιζε. Ἔλαμπαν. Τὰ κοίταζε μὲ δέος. Τὸ αὐγό, ἡ ἐκκόλαψη,
ἡ διαιώνιση, τὸ ἀπρόσιτο... αὐγὰ στὸ μπαλκόνι της. Ἀπόρησε.
Τῆς φάνηκαν τεράστια γιὰ νὰ ἦταν ἀγριοπεριστέρας. Ἔμοιαζαν
φραγκόκοτας. Ἂς εἶναι, σκέφτηκε ἡ Ἀγγέλα. Ἂς ἔχουμε
γεννητούρια στὸ μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ τοὐλάχιστον, ἀφοῦ δὲν
ἔχουμε μέσα. Καὶ πῶς νὰ ἔχουμε δηλαδή, ἀφοῦ δὲν προέκυψε οὔτε
κρίνος γιὰ νὰ μυρίσω, συνέχισε νὰ αὐτοοικτίρεται. Ἔφαγα τὴ ζωή μου ἔτσι ἀνέραστη. Ἡ σκέψη τὴ διαπέρασε φευγαλέα. Ἀμέσως ξανάστρεψε τὴν προσοχὴ στὰ ἐκκολαπτόμενα αὐγά. Μὲ δυὸ κλαδάκια σὲ μιὰν ἄδεια γλάστρα, κι ὅμως τὸ ἀποτόλμησαν...
Προσπαθοῦσe σιγά-σιγά νὰ πλησιάσει την ἀγριοπεριστέρα.
Γνώρισε καὶ τὸ ταίρι της. Κλωσοῦσαν ἐναλλάξ. Τὸ ἕνα καθόταν στὰ
αὐγά, ἐνῷ τὸ ἄλλο πετοῦσε γιὰ τροφή. Κάθε μέρα ἔβγαινε στὸ
μπαλκόνι καὶ τὰ κοίταζε. Παρακολουθοῦσε τὴν ἐξέλιξη. Τὰ
μιλοῦσε. Ἄλλοτε ἄλλαζε τὸ νερὸ στὸ πιατάκι ποὺ εἶχε
τοποθετήσει δίπλα κι ἄλλοτε τὰ ἔριχνε τροφή. Ἔμαθε τὶς
διατροφικές τους συνήθειες. Οἱ εὐτυχεῖς μέλλοντες γονεῖς δὲν
ἀρέσκονταν στὸ βρασμένο αὐγὸ καὶ σὲ ψητοὺς ἡλιόσπορους, ποὺ τῆς
περίσσευαν ἀπὸ τὰ πολύσπορα κουλουράκια τοῦ καφέ. Ἀντίθετα,
τοὺς ἄρεζαν τὰ ψίχουλα. Ἀπὸ τὸ διαδίκτυο ἔμαθε ὅτι ἀγαποῦσαν
τοὺς σπόρους φακῆς. Γέμιζε τὴ γλάστρα μὲ σπόρους φακῆς. Γέμιζε
καὶ τὸν χρόνο της μὲ τὴν ἔγνοια τους. Δὲν εἶχε καὶ πολλὰ νὰ κάνει.
Μόνη, μεγαλοκοπέλα. Κόρη ἀπόστρατου στρατηγοῦ ζοῦσε μὲ τὴ
σύνταξη τοῦ πατέρα.
Θὰ μποροῦσα, τοὐλάχιστον, νὰ βρῶ κι ἐγὼ ἕναν. Τόσο ἀνήμπορη δηλαδή; Ἂς ὄψεται ἡ ριμάδα ἡ σύνταξη. Σκέψη καρφὶ τῆς τρύπησε τὸν κρόταφο. Τὴν ἔδιωξε γρήγορα γρήγορα. Μπῆκε μέσα.
Ξαναβγῆκε ὕστερα ἀπὸ λίγο. Εἶδε την ἀγριοπεριστέρα νὰ
κάθεται πάνω στὰ αὐγά. Πλησίασε περισσότερο ἀπὸ τὸ
ἐπιτρεπτὸ ὅριο. Ἡ ἀγριοπεριστέρα τὴν κοίταζε ἐπιφυλακτικά.
Καθόταν ἀκίνητη καὶ μόνο ὅταν πλησίασε πολὺ ἡ Ἀγγέλα,
φούσκωσε τὰ φτερά, ἕτοιμη νὰ ὁρμήσει. Πάντα ἐκεῖ, καρφωμένη
πάνω στὰ αὐγά της· οὔτε λόγος νὰ τὰ ἐγκαταλείψει. Δοκίμασε κι
ἄλλες φορές. Πάντα ἡ ἴδια ἀντίδραση. Ἡ φιλόστοργη μάνα ἦταν
πάντα αὐτὴ ποὺ ρύθμιζε τὸ ὅριο τῆς ἐγγύτητας. Μόλις
παραβιαζόταν, φούσκωνε τὰ φτερά, ἄστραφτε τὸ βλέμμα κι
ἑτοιμαζόταν γιὰ ἐνδεχόμενη ἐπιθετικὴ ἄμυνα. Πάντα, ὅμως,
ἔμενε ἀκλόνητη στὴ θέση της προστατεύοντας τὰ αὐγά της.
Ἀντίθετα, τὸ σκουρόχρωμο ταίρι, κάθε φορὰ ποὺ ἡ Ἀγγέλα
πήγαινε πρὸς τὴ φωλιά, πετοῦσε στὴν ἀπέναντι οἰκοδομὴ καὶ τὴν
κοίταζε ἀπὸ μακριά. Μερικὲς φορὲς πετοῦσε κι ἔφευγε μὲ τὸ ποὺ
ἄκουγε τὸν θόρυβο ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς μπαλκονόπορτας .
Πῆρε τὴν κανάτα καὶ βγῆκε νὰ ἀλλάξει τὸ νερό. Φρρρ,
πέταξε τὸ πουλὶ τρομαγμένο. Ξιπάστηκε κι αὐτὴ ἀπὸ τὸν
ξαφνικὸ θόρυβο. Ἡ κανάτα μὲ τὸ νερὸ χύθηκε πάνω της. Ἔγινε
μούσκεμα. Χέστη, πάλι τὸ βάζεις στὰ πόδια. Σὰν κι ἐκεῖνον,
μονολόγησε ψιθυριστά. Ἐκεῖνος, ὁ μοναδικός της ἔρωτας ποὺ
εἶχε τρομάξει ἀπὸ τὸν στρατηγὸ καὶ τὸ εἶχε βάλει στὰ πόδια
φεύγοντας γιὰ πάντα. Ἴσως τώρα νὰ μὴν ἤμουν μαγκούφα, ἂν εἶχε τὴν ἐλάχιστη γενναιότητα. Νέο καρφὶ στὸν κρόταφο. Τινάχτηκε λὲς γιὰ νὰ διώξει τὴ σκέψη. Ἄρχισε νὰ μαλώνει μὲ τὸ ἀγριοπερίστερο. Τί
φοβᾶσαι ρὲ χέστη, δὲ βλέπεις ὅτι σὲ νοιάζομαι; Καὶ ποῦ ἀφήνεις
ἔτσι ἀπροστάτευτα τ’ αὐγά σου; Χέστη, χέστη, χέστη... Ὅλοι σας
χέστηδες, εἶπε ἡ Ἀγγέλα κι ἔτρεξε μέσα νὰ πάρει ἕνα λεξοτανίλ. Εἶχε φουντώσει πάλι γιὰ τὰ καλά.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ τόπος μέσα μας (ἐκδ. Ἁρμός, 2020).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου