|
By planodion on 20 Μάϊος 2025
|

Τάκης Παυλοστάθης
Τὸ ἀντικείμενο
ΠΡΟΚΕΙΤΟ
νὰ συναντηθοῦμε ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι στὸ παλιὸ καφενεῖο τῆς
στοᾶς. Ὁ Ἀντρέας, ἐγώ, ὁ ἀβυσσαλέος Ἀλέκος, πιθανὸν κι ἡ
Ἀθηνᾶ —ἂν βρισκόταν, λέει, στὴν Ἀθήνα—, μπορεῖ νὰ 'ρχόταν κι ὁ
Μιλτιάδης, πάντως εἶχε εἰδοποιηθεῖ. Μετὰ τὸ στρατιωτικὸ
εἴχαμε κάμποσο καιρὸ νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μαζί, ἀλλὰ καὶ
χωριστά, δυὸ-δυό, ἂς ποῦμε, πολὺ ἀραιὰ βλεπόμαστε. Ὄχι πὼς
ὑπῆρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος, ποὺ νὰ μποροῦσες νὰ πεῖς
«νά, γι' αὐτὸ δὲν συναντιόμαστε πλέον», οὔτε πὼς δὲν εἶχε ὁ
καθένας τὴ διάθεση, ἀλλὰ νά, δὲν τύχαινε ὅπως πρῶτα, ἴσως
φταῖνε κι οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς μας ποὺ ἄλλαξαν πολὺ ἀπὸ
τότε. Μπαίνοντας στὸ καφενεῖο εἶδα τὸν Ἀντρέα μόνο του νὰ
περιμένει. Ἀδύνατος, ὡς συνήθως, «ἦρθες;» μὲ ρώτησε καὶ μοῦ
'πιασε τὰ χέρια, καὶ σώπασε μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ νόμισα πὼς δὲν
θὰ ξαναμιλήσει γιὰ πολλὴν ὥρα. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ περιμένω
μόνος μου ἀπέναντι σ' ἕναν ἄνθρωπο μόνο στὴ σιωπή του καὶ τὸν
ρώτησα: «τί γίνεται;».
Δίστασε λίγο σὰν νὰ μὴν κατάλαβε
πλήρως τὴν ἐρώτηση ἢ τὴν σκοπιμότητα μιᾶς τέτοιας ἐρώτησης
καὶ μ' ἀπάντησε: «σκατά», βέβαιος, περίπου, πὼς κι ἐγὼ θὰ
συμφωνοῦσα. Εἴχαμε ἤδη ἀπὸ μιὰ περιττὴ ἐρώτηση ὁ καθένας
στὸ παθητικό του. Παρατηροῦσα τὰ μαλλιά του ποὺ ἀραίωναν
πίσω στὴν κορυφή, ἐνῶ τὰ δικά μου μπρὸς καὶ στὰ πλάγια. Μοῦ
φάνηκε πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ ἄλλοτε, περισσότερο
ἀποτραβηγμένος, καὶ ὁ καπνὸς ἀπ' τὸ τσιγάρο του θυμίαμα στὸν
ἴδιο τὸν Ἀντρέα, τὸν παλιὸ φίλο μου, ποὺ κράτησε ψηλά, τόσα
χρόνια, τὸ γόητρο τῆς μοναξιᾶς. Σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ μ'
ἐρώτησε μὲ αἰφνίδια ὀξυδέρκεια καὶ ζωηρότητα: «τώρα θὰ
μείνεις πιὰ ὁριστικὰ ἢ θὰ φύγεις πάλι;» – διαβλέποντας τοὺς
σχετικοὺς λόγους ποὺ θὰ μ' ἔκαναν νὰ φύγω ἢ νὰ μείνω. Τοῦ
ἀπάντησα πὼς ὄχι, καὶ πὼς δὲν ἤμουν ἀπολύτως σίγουρος γι'
αὐτά. Ἔφθαναν κι οἱ ἄλλοι. Ἀκούσαμε τὰ τρανταχτὰ γέλια τοῦ
ἀβυσσαλέου Ἀλέκου. Ὁ Μιλτιάδης τὸν κρατοῦσε ἀγκαζέ, κάτι
τοῦ 'λεγε, χειρονομοῦσε ζωηρά. Κάθισαν κι αὐτοί. Ὁ
ἀβυσσαλέος Ἀλέκος ρώτησε τὸν Ἀντρέα ἂν εἶναι καλά, κι ὁ
Ἀντρέας ἰσχυρίστηκε πῶς ναί, εἶναι καλά. Ὁ Μιλτιάδης κάτι
ἄρχισε νὰ λέει, ἀντέτεινε πρὸς στιγμὴν ὁ Ἀντρέας κι ὁ
Μιλτιάδης συνέχισε, ὁ ἀβυσσαλέος Ἀλέκος δὲν μίλαγε. Ἡ ὥρα
περνοῦσε κανονικὰ καὶ ἀδιάφορα, ἡ ὥρα, ὁ κοινὸς χρόνος ὅλων
μαζί. Ἡ Ἀθηνᾶ δὲν πρόκειται νά 'ρθει, εἶναι πιὰ πολὺ ἀργά. Ἡ
ὥρα ἔσβηνε μαζὶ μὲ τὶς ὁμιλίες μας, ὅταν εἴδαμε ἀπὸ μακριὰ
τὸν Σταῦρο, πήγαινε βιαστικός, τοὺς προσπερνοῦσε σχεδὸν
ὅλους, προσθέτοντας μιὰ ἀσήμαντη ζωηρότητα στὴν κίνηση τῆς
στοᾶς, ἐρχόταν κι αὐτὸς καμιὰ φορὰ στὴν παρέα. Μᾶς εἶδε, μᾶς
χαιρέτισε καὶ μᾶς ρώτησε πῶς ἔγινε καὶ μαζευτήκαμε ὅλοι
μαζὶ καὶ τέτοια. Μείναμε λίγο ἀκόμα. Σηκώθηκαν πρῶτοι ὁ
Ἀλέκος κι ὁ Μίλτος, ὑστέρα ὅλοι. Βγήκαμε ἔξω ἀπ' τὸ
καφενεῖο, ἀφηρημένοι οἱ πιὸ πολλοί, ἕτοιμοι νὰ τραβήξουμε
καθένας τὸ δρόμο του ἀπὸ συνήθεια, τὴν ἀρχέγονη συνήθεια τοῦ
βαδίσματος. Κάποιοι εἶχαν κιόλας ξεμακρύνει ἀδιάφοροι,
μᾶλλον ὅλοι, ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν μακριὰ ἀπ' τὴν
εἴσοδο τοῦ καφενείου, ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἦταν πιὸ πίσω, ἦταν
μακριὰ ἀπ' τοὺς προηγούμενους, εἶχαν ξεμακρύνει, ἀλλὰ ἀπὸ
ποῦ καὶ πῶς εἶχαν ξεμακρύνει, ἐμεῖς μόλις βγήκαμε ἀπ' τὸ
καφενεῖο ἀκούσαμε τὴ φωνὴ τοῦ Σταύρου: «ρὲ παιδιά, ἐγὼ εἶχα
ἕνα δέμα», ἕνα δέμα ἀκουμπισμένο στὴν καρέκλα, γυρίσαμε
ὅλοι πίσω, ξαφνικά, πολὺ πίσω, καὶ κοιτάγαμε ἕνα κουτὶ
τυλιγμένο μὲ πολύχρωμο χαρτί, κανονικὸ παραλληλεπίπεδο,
στολισμένο μὲ μιὰ κίτρινη κορδέλα, ἡ ὁποία γινόταν ἕνας
συμμετρικός, φουντωτὸς φιόγκος.
Αὐτὸ ἦταν κάτι, παρόν, συγκεκριμένο, ἀναμφισβήτητο. Γυρίσαμε ὅλοι καὶ κοιτάζαμε.

Πηγή: Τάκης Παυλοστάθης, Ποιήματα καὶ πεζά.
1964-1999. Προμετωπίδα: Γιῶργος Σκυλογιάννης, Κοσμήματα:
Δημήτρης Γέρος. Ἐπιμέλεια: Δημήτρης Ἀρμάος, ἐκδ. Νεφέλη,
Ἀθήνα, 2006.
Τάκης Παυλοστάθης (Ἄμφισσα,
1946-1999). Ποίηση, πεζό, κριτική. Ἐξέχουσα μορφὴ τῆς
ποίησής μας ἀπὸ τὴν μεταπολίτευση καὶ ἑξῆς, ἔδωσε μόνον δύο
βιβλία ὅσο ζοῦσε (Ὁ γυμνὸς ὀφθαλμὸς καὶ τὸ φασματοσκόπιο, ἰδιωτικὴ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1974 καὶ Σημεῖα τοῦ ἐξαφανιζόμενου τρίτου [Ποιήματα
1973-1993], ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα, 1994) καὶ λιγοστὰ σκόρπια
δημοσιεύματα, ποὺ ἦταν ὅμως ἀρκετὰ γιὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν
θερμοὺς φίλους καὶ θαυμαστές. Ἂν καὶ ὀλιγογράφος ἐκ φύσεως καὶ
ἐκ πεποιθήσεως, ἄφησε ὡστόσο ἕναν πολὺ μεγαλύτερο ὄγκο
εὐσυνείδητης, ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλὰ καὶ ὥριμης παραγωγῆς, ποὺ
συγκεντρώθηκε —μερίμνῃ τοῦ Δήμου Ἀμφίσσης καὶ μὲ τὴν
ἐξαιρετικὴ ἐπιμέλεια τοῦ συντοπίτη του Δημήτρη Ἀρμάου—
στὴν ἔκδοση τῆς Νεφέλης τοῦ 2006, καὶ ποὺ ἀνασηματοδοτεῖ τὸν
ρόλο του στὶς πνευματικὲς ζυμώσεις, τὶς ἀναζητἠσεις καὶ τοὺς
προσανατολισμοὺς τῆς χώρας μας στὶς κρίσιμες δεκαετίες ποὺ
ἀκολούθησαν τὴν μεταπολίτευση. Ἕναν χρόνο ἀπὸ τὸν θάνατό
του τὸ περιοδικὸ Πλανόδιον ἀφιέρωσε τὸ τεῦχος του ἀρ. 31 (Ἰούνιος 2000) στὴ μνήμη του.
|
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου