(Violación en California)
«ΩΡΑΙΟ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ πῆγα καὶ διάλεξα», ἔλεγε στὴ γυναῖκα του μπαίνοντας
στὸ σπίτι ὁ ὑπαστυνόμος Ε. Α. Χάρτερ, «ἂν καί, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε,
δὲ σταματᾶ κανεὶς νὰ βλέπει καινούργια πράγματα».
Εἰσαγωγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Μαμπὲλ ἤξερε πολὺ καλὰ πὼς δὲν
εἶχε ἄλλη ἐναλλακτική, ἀπὸ τὸ νὰ ἀκούσει τὴ φορτωμένη μὲ
φιοριτοῦρες καὶ λεπτομέρειες διήγηση τοῦ περιστατικοῦ, ἀφ'
ὅτου βέβαια ὁ ὑπαστυνόμος ἀπεκδυόταν τὸν ἐξοπλισμὸ καὶ τὸ
περίστροφό του, κρεμοῦσε τὸ σακάκι τῆς στολῆς στὴν πλάτη τοῦ
καθίσματος καὶ καθόταν στὸ τραπέζι τσιμπολογῶντας ψωμὶ μὲ
βούτυρο, ὥσπου ἐκείνη νὰ σερβίρει τὸ βραδινὸ καί, παίρνοντας
θέση ἀπέναντί του, νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀκρόαση τῆς ἱστορίας.
Μόνον ὅταν τελέστηκε τὸ συγκεκριμένο τελετουργικὸ καὶ
αὐτὴν τὴ φορά, ἔφτασε ἡ νέα ὀβερτούρα στὰ σχεδὸν ἀφηρημένα
ἀφτιά της, ὑποσχόμενη ἕνα περιστατικὸ ἰδιαίτερου
ἐνδιαφέροντος: ―«Καὶ δὲ λέω, ἐντάξει, οἱ βιασμοὶ εἶναι
καθημερινὸ φαινόμενο», συνέχισε ὁ Χάρτερ, «ἔχεις ὅμως
ἀκούσει ἐσὺ ξανὰ γυναῖκες νὰ βιάζουν ἄντρα; Ναί, κυρία μου, ὣς
ἐκεῖ φτάσαμε, κι ἂς ἀκούγεται ἀδύνατο καὶ ἀποκύημα τῆς
φαντασίας».
―
Μὰ ἄντρας ἀπὸ γυναῖκες;
― Μάλιστα, ἄντρας ἀπὸ γυναῖκες.
Μετὰ ἀπὸ μιὰ δραματικὴ παύση, ὁ ὑπαστυνόμος ξανάπιασε
τὴν ἀφήγηση τῶν γεγονότων: ὁ ἐν λόγῳ δυστυχὴς νέος, ψυχὴ
ἄκακη, πλανόδιος πωλητὴς στὸ ἐπάγγελμα, ἔπεσε θῦμα
κακοποίησης, τὴν ὁποία καὶ ἔσπευσε νὰ καταγγείλει στὸ
ἀστυνομικὸ τμῆμα. Σύμφωνα μὲ τὸν καταγγέλοντα —καὶ ἡ
ψυχολογικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν ἀπέκλειε τὸ
ἐνδεχόμενο φάρσας—, δύο γυναῖκες, τὶς ὁποῖες εἶχε τὴν
ἀπερίσκεπτη γενναιοδωρία νὰ δεχτεῖ στὸ ὄχημά του καὶ τῶν ὁποίων
τὸ ὄχημα —ὑποτίθεται χαλασμένο— βρισκόταν παρατημένο στὴν
ἄκρη τοῦ αὐτοκινητόδρομου, τὸν ἐξανάγκασαν μὲ τὸ περίστροφο
ἀνὰ χεῖρας νὰ ἀποκλίνει τῆς πορείας του καί, πάντα ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ
ὅπλου, νὰ συνεχίσει ὣς τὸ ἐνδεδειγμένο μέρος —στὴ
συγκεκριμένη περίπτωση ἕνα χωράφι, πίσω ἀπὸ κάτι θάμνους—,
ὅπου τὸν ὑποχρέωσαν νὰ προβεῖ στὴν πράξη διαδοχικά, πρῶτα στὴ
μία καὶ ὕστερα στὴν ἄλλη. Μονάχα σὰν ἱκανοποίησαν τὶς
ἀπαιτήσεις τῆς αὐξημένης τους λίμπιντο, τὸν ἄφησαν νὰ
ἐπιστρέψει στὸ ὄχημά του, ὁπότε ἐκεῖνος ἔγινε καπνός,
καταφεύγοντας στὴν ἀγκάλη τῆς ἀστυνομίας.
― Κι ἐκεῖνες;
― Αὐτὸ τὸν ρώτησα κι ἐγὼ ἀμέσως. Τοῦ προσφέραμε ἕνα
ποτήρι νερὸ γιὰ νὰ ἠρεμήσει καί, σὰν ἔνιωσε κάπως καλύτερα,
μπόρεσε ἐπί τέλους νὰ μᾶς δώσει πιὸ ἀκριβεῖς πληροφορίες γιὰ
τὶς γυναῖκες. Ἀκριβεῖς πληροφορίες, δηλαδὴ λεπτομέρειες,
ὅ,τι περιμέναμε πῶς καὶ πῶς. Μά... φαντάζεσαι τὴν αἴσθηση ποὺ
προκάλεσε; Ἐγώ, γνωρίζοντας τὰ παιδιὰ στὴ δουλειά, ἤξερα τί θὰ
ἐπακολουθοῦσε, ἦταν ἀναπόφευκτο. Κάθε φορὰ ποὺ μᾶς τυχαίνει
ἕνα γραφικὸ συμβάν —καὶ δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε μπόλικα τέτοια—,
βιώνουμε τὰ ἴδια στὸ τμῆμα: ὅλοι τους, τάχα μου, ἀδιάφοροι,
προσποιοῦνται ὅτι ἀσχολοῦνται μὲ κάτι ἄλλο, ἐπεμβαίνοντας
μονάχα πότε-πότε μὲ ὕφος —καὶ καλά— δύσθυμο ἢ ἀπαθές, χώνοντας
ὕστερα ἀμέσως τὴ μούρη τους στὰ χαρτιὰ καὶ τὰ ἀρχεῖα τους,
παραδίνοντας τὴ σκυτάλη στὸν ἑπόμενο. Μιλᾶμε γιὰ κωμωδία
σωστή, μὲ στόχο νὰ βγεῖ καὶ ἀπὸ τὴ μύγα ξίγκι, ἐννοεῖται —πάντα—
χωρὶς νὰ καταπιέζεται ἢ νὰ κατακρίνεται ὁ ἐρωτηθέντας. Γι’
αὐτὸ εἶμαι ἄλλωστε κι ἐγὼ παρών, ὡς προϊστάμενος... «Κι
ἐκεῖνες;», ρώτησε ὁ ἀρχιφύλακας Καντάμο, ὅπως ἀκριβῶς τὸ
ρώτησες κι ἐσύ. «Κι ἐκεῖνες;», ἀνέλαβα ὕστερα ἐγώ. Ὅλοι μας αὐτὴ
τὴν ἐρώτηση εἴχαμε στὰ χείλη. Ἡ ὑπόθεση ὑποσχόταν μπόλικο
ζουμί. Κι ἐκεῖνες; Ἐκεῖνες, λοιπόν, δυὸ νεαρὲς μεταξὺ
δεκαοχτὼ καὶ εἰκοσικάτι χρόνων, ἐξαφανίστηκαν μὲ ἄλλο
ὄχημα ποὺ κρατοῦσαν κρυμμένο πιὸ πέρα, ἀδιάσειστη ἀπόδειξη
—ὅπως συνηθίζω νὰ λέω— πὼς τὸ ἔγκλημα ἦταν προμελετημένο. «Ἄρα
ἔφυγαν ἱκανοποιημένες» σχολίασε ὁ Λάνγκε, κερδίζοντας μὲ
τὸ σπαθί του τὸ κοφτερὸ βλέμμα, ὄχι μόνο τὸ δικό μου, ἀλλὰ καὶ
τῶν ὑπόλοιπων συναδέρφων του. Δὲν εἴχαμε φτάσει, βλέπεις,
ἀκόμη ὣς αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ τέτοιου εἴδους ἀστειάκια θά ’πρεπε νὰ
τὰ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὁ βλάκας. Αὐτὸ ποὺ εἶχε σειρὰ στὴν
παροῦσα ἦταν νὰ προσδιοριστοῦν οἱ συνθῆκες ποὺ θὰ βοηθοῦσαν
στὴν ταυτοποίηση τῶν ἄτακτων πεταλουδίτσων. Πρὸς τὸ παρόν, δὲν
ὑπῆρχε καμία ἀμφιβολία πὼς εἶχαν προσχεδιάσει τὴν ἐπίθεση μὲ
προσοχή. Πρῶτα, οἱ δυὸ φίλες καταφθάνουν, καθεμιὰ μὲ τὸ δικό
της ὄχημα, στὸ προσυμφωνημένο σημεῖο καὶ ἐκεῖ ἀφήνουν
—μισοκρυμμένο μὲς στοὺς θάμνους— τὸ ὄχημα τῆς μίας,
ἐπιστρέφοντας μὲ τὸ ἄλλο στὸν αὐτοκινητόδρομο. Σταματοῦν σὲ
ἕνα σημεῖο, προσποιοῦνται βλάβη τοῦ κινητῆρα καί, βλέποντας
ἕναν ἄντρα ὁδηγὸ νὰ πλησιάζει μόνος, τοῦ κάνουν σῆμα νὰ
σταματήσει, ζητοῦν βοήθεια καὶ καταφέρνουν νὰ τὸν πείσουν νὰ
τὶς μεταφέρει ὣς τὸ ἑπόμενο βενζινάδικο ἢ σταθμὸ βοηθείας.
Πῶς νὰ τοὺς ἀρνηθεῖ τὴ βοήθειά του ὁ εὐγενὴς νέος; Μιλᾶνε,
γελᾶνε καὶ ξάφνου ἐκείνη ποὺ κάθεται στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ
τοῦ λέει ξαφνικὰ μὲ τὴ μεγαλύτερη φυσικότητα στὸν κόσμο:
«Κοίτα, φιλαράκι. Τὸ κορίτσι πίσω ἔχει ἕνα μαραφέτι σὰν καὶ
τοῦτο —καὶ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα καὶ τοῦ δείχνει τὸ ὅπλο της— καὶ
εἶναι ἕτοιμη νὰ σοῦ τινάξει τὰ μυαλὰ στὸν ἀέρα, ἂν δὲν κάνεις
ἀμέσως ὅ,τι σοῦ πῶ.» Κάνει μιὰ παύση, δίνοντας τὴν εὐκαιρία στὸν
καημένο τὸν ὁδηγὸ νὰ διαπιστώσει ἔντρομος πὼς ἡ ψύχρα ποὺ
ξάφνου νιώθει στὸν αὐχένα προέρχεται ὄντως ἀπὸ τὸ στόμιο ἑνὸς
ὅπλου, καὶ στὴ συνέχεια τὸν διατάζει νὰ πάρει τὴν πρώτη ἔξοδο στὰ
δεξιά, ναί, αὐτήν, ἔτσι, καὶ νὰ συνεχίσει ὣς τὸ ἐνδεδειγμένο
μέρος. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν τέλεση τῆς κακοποίησης, οἱ δυό τους
ἀνεβαίνουν στὸ ὄχημα ποὺ εἶχαν προηγουμένως κρύψει κι
ἐπιστρέφουν στὸ σημεῖο τοῦ αὐτοκινητόδρομου, ὅπου εἶχαν
ἀφήσει τὸ ὑποτιθέμενα χαλασμένο, διαφεύγοντας ὕστερα
καθεμιὰ μὲ τὸ ὄχημά της πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση.
― Καλά, καὶ δὲ θὰ ἦταν εὐκολότερο —λέω τώρα ἐγὼ μὲ τὸ φτωχό
μου τὸ μυαλό—, ἀντὶ νὰ περιπλέκουν ἔτσι τὰ πράγματα, νὰ
χρησιμοποιήσουν μόνο ἕνα ὄχημα καὶ νὰ ἐπιστρέψουν ὕστερα σὲ
αὐτὸ μὲ τὸ ὄχημα τοῦ θύματος, ἀφήνοντας τὸν νεαρό —δὲ λέω,
βέβαια, κρῖμα τὸ παιδί— σὰν τὸν παπουτσωμένο γάτο;
― Ἀναμφίβολα! Ἔτσι ὅμως τὸ ἀποφάσισαν καὶ τὸ ἔπραξαν, τρέχα γύρευε γιατί.
― Ὅπως καὶ νά ’χει, αὐτὸ θὰ διευκολύνει, φαντάζομαι, τὸν
ἐντοπισμό τους, σωστά; Στὶς πινακίδες τῶν ὀχημάτων
ἀναφέρομαι...
― Μπά, ποιές πινακίδες ποὺ ὁ φτωχὸς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ
προσέξει τίποτα. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ πρῶτο ὄχημα, θαμπωμένος ἀπὸ τὶς
ὀπτασίες στὸν αὐτοκινητόδρομο, μόλις καὶ μετὰ βίας πρόσεξε
ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα Πλύμουθ, ὄχι πολὺ καινούργιο, σὲ σκοῦρο
μπλέ, «νομίζει». Οὔτε πινακίδες οὔτε ἀριθμὸς κυκλοφορίας
οὔτε τίποτα. Ὅσο γιὰ τὸ δεύτερο ὄχημα, σὰν θέλησε πιὰ ἐκεῖνος
νὰ διορθώσει τὸ πρότερο σφάλμα του, ἐκεῖνες εἶχαν ἤδη γίνει
καπνός.
― Τί βλάκας!
― «Καὶ γιατί δὲν τὶς ἀκολούθησες, ἔστω ἀπὸ κάποια
ἀπόσταση;», πάει καὶ τὸν ρωτάει ὁ ἀρχιφύλακας Καντάμο.
«Μέχρι νὰ σηκώσω καὶ νὰ ζώσω τὸ παντελόνι γιὰ νὰ μπορέσω νὰ
ἀντιδράσω, εἶχαν γίνει ἄφαντες», τοῦ ἀπαντᾶ ὁ κακομοίρης. Ἡ
ἀλήθεια εἶναι, θά ’πρεπε κανεὶς νὰ μπεῖ στὴ θέση του. Ἐκεῖνος, ὁ
ἄμοιρος, φοβόταν πὼς θὰ τὸν σκότωναν ὅπως καὶ νά ’χε, καὶ δὲ θὰ τὸν
ἄφηναν νὰ διαφύγει μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔγιναν. Ἦταν τρομοκρατημένος,
πρᾶγμα κατανοητό. Ἀντιθέτως, ἦταν ἀπολύτως σὲ θέση νὰ μᾶς
δώσει ἀκριβεῖς λεπτομέρειες γιὰ τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικὰ
αὐτῶν τῶν μαινάδων. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, τὰ παιδιὰ στὸ τμῆμα
τὸν ἔστυψαν τὸν καημένο σὰν λεμόνι.
― Καλά, κι ἐσὺ τὸ ἐπέτρεψες;
― Γιὰ τὸ καλὸ τῆς ὑπηρεσίας, βεβαίως-βεβαίως. Μπορεῖ
ἐκεῖνοι νὰ τὸ γλεντοῦσαν (ἀπὸ μέσα τους, βέβαια), δὲν τὸ
ἀρνοῦμαι, ὡστόσο εἶναι γεγονὸς πὼς καὶ ἡ παραμικρὴ
λεπτομέρεια, ὅσο ἀσήμαντη καὶ ἂν φαντάζει, μπορεῖ νὰ
ἀποδειχτεῖ πολύτιμη γιὰ τὴν ἐπίλυση μιᾶς ὑπόθεσης. Ποῦ ξέρεις;
Ἔτσι λοιπὸν τοὺς ἄφησα νὰ στύψουν τὸ λεμόνι ὣς τὴν τελευταία
σταγόνα. Σελίδες ἐπὶ σελίδων γέμισαν μὲ αὐτὲς τὶς
λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες τώρα, βέβαια, θὰ πρέπει νὰ συνοψιστοῦν
γιὰ τὴν περαιτέρω ἐπεξεργασία. Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἐκείνη στὴ
θέση τοῦ συνοδηγοῦ ἦταν ἡ ἐπί κεφαλῆς ποὺ ἔδινε τὶς ἐντολές
—καὶ ἡ πιὸ ὡραία ἀπὸ τὶς δύο, σύμφωνα τοὐλάχιστον μὲ τὸ
προσωπικὸ γοῦστο τοῦ ἀτυχοῦς: μιὰ μικροκαμωμένη ξανθιά, μὲ
πολὺ λευκὸ δέρμα, μάτια γαλανὰ καὶ τόσο γλυκειὰ φωνίτσα ποὺ
ὅταν, μὲ τὸ ὅπλο ἀνὰ χεῖρας, ἄρχισε νὰ τὸν διατάζει, ἐκεῖνος
νόμισε πὼς τοῦ ἔκανε πλάκα. Ὡραία πλάκα! Ὤς ἐκείνη τὴ στιγμή, τὸ
θεσπέσιο αὐτὸ πλάσμα εἶχε χρησιμοποιήσει μιὰ ὁμιλία ὅλο
σκέρτσο καὶ μέλι, μὲ ἀντίστοιχο βλεφάρισμα καὶ παιχνίδι μὲ τὰ
μάτια. Ὕστερα ὅμως, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε, ἔγινε σκληρὴ κι
ἀδίστακτη καὶ τὸ βλέμμα της πάγος. Σὰν νὰ μὴν ἔφτανε ἡ ἀφήγηση,
ἔπρεπε νὰ μᾶς τὸ ἀναπαραστήσει, τί νὰ κάνουμε; Παρ' ὅλο ποὺ τὸ
προσωπικό, κατόπιν ἐντολῶν μου, ἦταν σὲ θέση βέβαια νὰ
διατηρήσει στάση σοβαρή, ὡς ὄφειλε, ὁ ἄμοιρος ὁ καταγγέλων θὰ
πρέπει νὰ ἔνιωθε γελοῖος... Ὅσο γιὰ τὴν ἄλλη ἐπιβαίνουσα, ἡ
ὁποία σχεδὸν δὲν εἶχε ἀνοίξει τὸ στόμα της νὰ πεῖ κουβέντα οὔτε
τὸν εἶχε κἂν σχεδὸν κοιτάξει, ἦταν πιὸ ψηλὴ (ὄχι, βέβαια, καὶ
τόσο, μετρίου ἀναστήματος θὰ λέγαμε) καὶ πιὸ δυνατή,
τείνοντας κι αὐτὴ πρὸς τὸ ξανθό, μὰ μὲ σκουρόχρωμα μάτια καὶ
νύχια μὲ ἄψογο μανικιούρ. Καὶ οἱ δυό τους καλοντυμένες, ἂν καὶ ὁ
ἀνόητος δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ προσθέσει λεπτομέρειες γιὰ τὰ ροῦχα
τους.
― Τί ἀνόητος!
― Πρέπει ὅμως νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ μπεῖ στὴ θέση του. Στὴν
πραγματικότητα, δὲ δίνει τὴν ἐντύπωση χαζοῦ, ἀντιθέτως.
Εἶναι παιδὶ ἀκόμα, εἰκοσιτεσσάρων χρονῶν. Καὶ ὡς πλανόδιος
πωλητής, φαίνεται νὰ τὰ βγάζει πέρα καλά. Ὑπὸ αὐτὲς τὶς
συνθῆκες ὅμως... πρέπει νὰ τοῦ τὸ ἀναγνωρίσουμε. «Μὰ κι ἐσεῖς,
ἄντρας γερός, δυνατός, στὸ ἄνθος τῆς νιότης, χρειάζεται νὰ
ἐξαναγκαστεῖτε μὲ τὴ βία ἀπὸ τέτοιες λολίτες γιὰ νὰ τοὺς κάνετε
μιὰ χάρη;» τὸν ἐπέπληξε στὰ μισοαστεῖα καὶ στὰ μισοσοβαρὰ ὁ
βάρβαρος Λάνγκε ποὺ ὣς τότε δὲν εἶχε ξανανοίξει τὸ στόμα του.
Ἀπέναντι σὲ ἕνα τόσο ἀδιάκριτο σχόλιο (τὸν ξέρεις ὅμως τώρα τὸν
Λάνγκε), ὁ νεαρὸς καταγγέλων κοκκίνισε ἀπ’ τὴν ντροπή του,
χαμογέλασε ἀμήχανα καὶ τέλος διαμαρτυρήθηκε, βγάζοντας τὰ
ἄπλυτά του στὴ φόρα γιὰ τὸ ὅτι εἶχε ἤδη στὸ ἐνεργητικό του χίλιες
κατακτήσεις, δίχως νὰ χρειάζεται τὸν ἐξαναγκασμό, στὸν ὁποῖο
τὸν ὑποχρέωσαν αὐτὴ τὴ φορὰ οἱ ἀσελγεῖς του. Ἐξομολογήθηκε,
μάλιστα, πὼς σταματῶντας γιὰ νὰ τὶς παραλάβει ἀπὸ τὸν
αὐτοκινητόδρομο, παραβλέποντας τὶς ἐπίσημες ὑποδείξεις γιὰ
ἀγνόηση τῶν ὠτοστὸπ (ὑποδείξεις, τῶν ὁποίων τὴ λογικὴ
ἀναγνώριζε τώρα μὲ μεγάλη καθυστέρηση), δὲ δίστασε νὰ
φανταστεῖ κάποια πλεονεκτήματα ποὺ ἐνδεχομένως νὰ τοῦ
ἐπέφερε ἡ τόση του εὐγένεια. Ὄχι, τέτοιου εἴδους προσβολὲς δὲν
τὶς εἶχε ἀνάγκη, μόνο ποὺ οἱ συγκεκριμένες κάργιες αὐτὸ
ἀκριβῶς ἤθελαν, δηλαδὴ τὴ βία, χωρὶς τὴν ὁποία —ἀπ’ ὅ,τι
φαίνεται— δὲν τὸ εὐχαριστιοῦνταν. Πολλὲς φορὲς τοὺς ζήτησε νὰ
ἀφήσουν στὴν ἄκρη τὰ ὅπλα ὡς περιττά, ἀφοῦ ἦταν διατεθειμένος νὰ
τὶς ἱκανοποιήσει μετὰ χαρᾶς, ὅσο τὸ ἐπιθυμοῦσαν καὶ τὸ
ποθοῦσε ἡ ψυχούλα τους, θὰ ἔπρεπε ὅμως νὰ καταλάβουν πὼς τοῦ
ἦταν δύσκολο νὰ τὸ πράξει αὐτὸ ὑπὸ τὶς συγκεκριμένες συνθῆκες.
Σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦσαν ὅμως οὔτε οἱ παρακλήσεις οὔτε οἱ
ὑποσχέσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιθέτως ἄναβαν ἀκόμη περισσότερο τὰ
κορίτσια. Ἔτσι, λοιπόν, φτάνοντας στὸ προσυμφωνημένο μέρος,
καὶ πάντα ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ δύο ὅπλων, ἄκουσε τὴν ξανθιὰ νὰ τὸν
διατάζει ἐπιτακτικὰ νὰ προβεῖ σὲ δική της ἱκανοποίηση πρῶτα.
Προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτό, ἔδωσε στὴν ἄλλη καὶ τὸ δικό
της ὅπλο, ὑποδεικνύοντάς της νὰ πυροβολήσει στὸ ψαχνὸ χωρὶς
ἀναβολές, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ νεαρὸς δὲν κατόρθωνε νὰ τὴν
ἱκανοποιήσει, ὑποβοηθῶντας τον ἡ ἴδια ξαπλώνοντας πάνω στὸ
ζεστὸ ἀμμόχωμα. Ἀξίζει δὲ νὰ σημειωθεῖ (κι ἐπίτρεψέ μου τὴν
παρένθεση) πὼς καμία ἀπὸ τὶς δύο νεαρὲς δὲ φοροῦσε ἐσώρουχα
κάτω ἀπὸ τὴ φούστα. Ἄλλο ἕνα ἀδιάσειστο ἀποδεικτικὸ τῆς
προμελέτης. Μὰ πῶς νὰ μπορέσει ὁ κακομοίρης νὰ τελέσει ὅ,τι
τοῦ ζητήθηκε, δεχόμενος τέτοιον ἐξευτελισμό; Θὰ ὑποθέτεις,
Μαμπέλ, πώς, γιὰ τεχνικοὺς λόγους, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση
εἶναι πολὺ δυσκολότερο νὰ ἐξαναγκάζεις ἕναν ἄντρα ἀπ’ ὅ,τι
μιὰ γυναῖκα. Καὶ ὁ δύσμοιρος ὁ νεαρός, ἂν καὶ βιάστηκε νὰ
δείξει καλὴ θέληση βγάζοντας γρήγορα τὰ ροῦχα του, βάλθηκε
τώρα νὰ κερδίσει χρόνο προσπαθῶντας ὁλοένα νὰ πείσει τὶς
ἀσελγεῖς του πώς, ὅση καλὴ θέληση καὶ νὰ εἶχε, καὶ νὰ τὸν
σκότωναν ἀκόμη, δὲν θὰ κατόρθωνε νὰ κάνει ὅ,τι τοῦ ζήτησαν ἂν
αὐτὲς προηγουμένως δὲν ἀπομάκρυναν τὸ φονικὸ ἐργαλεῖο. Μὲ τὰ
πολλά, ἡ ξανθιὰ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἅρπαξε ἕνα κλαδὶ κι
ἄρχισε νὰ χτυπᾶ μὲ αὐτὸ ἐξοργισμένη τὸ πλαδαρό του μέλος, ἐνῷ ἡ
ἄλλη εἶχε σκάσει στὰ γέλια. Αὐτὴ καὶ ἂν ἦταν λύση! Ἀναμφίβολα,
ἡ ἐν λόγῳ τιμωρία, ὅσο λυπηρὸ καὶ ἂν εἶναι νὰ τὸ ὁμολογεῖ
κανείς, κινητοποιεῖ καὶ τοὺς πλέον ἀνυπάκουους καὶ τοὺς πιὸ
βαριεστημένους. Τώρα, φαινόταν πλέον φῶς-φανάρι πὼς ὁ νεαρὸς
θὰ μποροῦσε νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς προσδοκίες τους. Καὶ ὄντως,
ἀφοσιώθηκε μὲ ζῆλο στὴν πράξη, παρ' ὅλο ποὺ ἡ ὄρθια ἀσελγὴς
κάθε τόσο, προσβάλλοντας καὶ ὑβρίζοντάς τον, τοῦ ἔριχνε
κλωτσιὲς καὶ τακουνιὲς στὰ ἀχαμνὰ ποὺ —ὅπως διαβεβαίωνε ὁ
καταγγέλων— ἀκόμη τὸν πονοῦσαν καὶ τοῦ εἶχαν ἀφήσει σημάδι...
Μὲ τοῦτα καὶ μὲ ’κεῖνα —δὲς τώρα ἐσύ, γυναῖκα, πῶς εἶναι ὁ
κόσμος!—, πιάνει ὁ ἀνόητος νὰ καυχιέται (βλέπεις, ὁ ἀνθρώπινος
ναρκισσισμὸς δὲν ἔχει ὅρια), νὰ ἐπαίρεται καὶ νὰ περιαυτολογεῖ
πού, «παρὰ τὶς ἀντίξοες συνθῆκες», κατάφερε νὰ ἀνταπεξέλθει
τόσο τὴν πρώτη, ὅσο καὶ τὴ δεύτερη φορά, ὅταν ἡ ξεδιψασμένη
πλέον ξανθιὰ παραχώρησε στὴ συνεργό της τὴ θέση της στὴ ζεστὴ
ἄμμο, ἀναλαμβάνοντας ἡ ἴδια τὰ δύο ὅπλα. Σὰν τελέστηκαν οἱ
πράξεις, διηγιόταν ὁ νέος, «τώρα ἦταν ποὺ μὲ ἔπιασε τρόμος.
Αὐτὸ ἦταν, σκέφτηκα, τώρα θὰ μὲ ξεκάνουν». Ἡ ἀλήθεια νὰ
λέγεται, λόγοι γιὰ νὰ φοβᾶται κάτι τέτοιο, δὲν τοῦ ἔλειπαν. Μά,
βλέπεις, τὰ πράγματα δὲν ἐξελίχθηκαν ἔτσι. Ἐκεῖνες τὸ ἔσκασαν,
ἀφοῦ πρῶτα τὸν εὐχαρίστησαν μὲ προσποιητὴ εὐγένεια γιὰ τὴν
παροχὴ τῶν ὑπηρεσιῶν του. Κι ἐκεῖνος, ὁ κακομοίρης, ἔτρεξε νὰ
πέσει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μανούλας, μὲ ἄλλα λόγια τῆς ἀστυνομίας,
μὴν ὄντας κἂν σὲ θέση νὰ διηγηθεῖ τὰ γεγονότα, σκάζοντας στὴν
εἴσοδο σὰν τὸ καρπούζι.
― Καὶ τώρα τί θὰ γίνει;
― Τώρα θὰ πρέπει νὰ σηκώσουμε γῆ κι οὐρανὸ προκειμένου
νὰ βρεθοῦν οἱ δυὸ τύπισσες. Φυσικά, ἐγὼ οὔτε ἐπέτρεψα οὔτε
ἄφησα περιθώρια —μὲ ξέρεις, τώρα— γιὰ νὰ περιπαίξουν τὸν
καημένο τὸ νεαρό, πρᾶγμα ποὺ σιγά-σιγά ξεκίνησαν νὰ κάνουν τὰ
παιδιὰ στὸ τμῆμα ἀφοῦ εἶχαν ἀποσπάσει ἤδη ὣς καὶ τὴν τελευταία
λεπτομέρεια, ρωτῶντας τον γιὰ παράδειγμα ἂν μὲ αὐτὸ τὸ συμβὰν
ἔχασε τὴν παρθενιά του ἢ ποιά τιμωρία κατὰ τὴ γνώμη του ἄξιζαν
οἱ βιάστριές του. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι δὲν καταλαβαίνω τί
περιμένει ὁ δυστυχὴς νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν καταγγελία του καὶ τί
προσδοκᾶ νὰ κερδίσει ἀπ’ ὅλο αὐτό. Ἀκόμη καὶ νὰ τὶς
ἐντοπίσουμε, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχω καμία ἀμφιβολία,
ἐκεῖνες θὰ παρουσιάσουν τὴ δική τους ἐκδοχή των συμβάντων.
Φαντάσου δὲ τί ἐκδοχή, ἔτσι πανοῦργες ποὺ εἶναι! Θὰ ποῦν πὼς ὅλα
ἦταν μιὰ φάρσα ἢ πὼς ἐκεῖνος ἔφταιγε, πὼς τὰ ὅπλα ἦταν ψεύτικα ἢ
πὼς δὲν ὑπῆρχαν κἂν ὅπλα ἢ τρέχα γύρευε τί ἄλλο. Ἂν μάλιστα γίνει
εὐρύτερα γνωστό, τότε εἶναι δεδομένος ὁ δημόσιος
ἐμπαιγμός. Καὶ ὅμως, εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ὁ νεαρὸς εἶπε τὴν
ἀλήθεια καὶ ὅτι ὅλα συνέβησαν ἔτσι ἀκριβῶς, πρᾶγμα ποὺ δὲ
σηκώνει ἐμπαιγμό, παρὰ —ἀντιθέτως— μέγιστο προβληματισμό.
Δὲν πρόκειται, παρὰ γιὰ σημεῖο τῶν καιρῶν, σημεῖο δὲ ἰδιαιτέρως
ἀνησυχητικό. Τί νὰ σοῦ πῶ βρὲ Μαμπέλ, αὐτὸ μᾶς ἔλειπε τώρα,
γυναῖκες νὰ βιάζουνε ἄντρες.
Ἡ Μαμπὲλ τὸν ἄκουγε σιωπηλὴ καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο εἶπε στὸν
ἄντρα της ποὺ ἔμοιαζε ἀπορροφημένος στὴν ἐπιχείρηση
ξεφλουδίσματος ἑνὸς δαμάσκηνου στὸ πιάτο του, ἄδειο τώρα ἀπὸ τὸ
roast beef:
― Ξέρεις τὶ μοῦ ’ρχεται τώρα στὸ μυαλό; Τὸ περιστατικὸ μὲ τὶς ἀδερφὲς Λόπες στὴ Σάντα Σεσίλια.
― Τὶς ἀδερφὲς Λόπες;
― Ναί, τὶς Λόπες, δὲ θυμᾶσαι; Στὴ Σάντα Σεσίλια.
Ἡ Μαμπὲλ καταγόταν ἀπὸ τὴ Σάντα Σεσίλια, στὸ Νέο Μεξικό.
Ἐκεῖ εἶχε γνωρίσει τὸ μέλλοντα σύζυγό της, τὸν τότε
ἀρχιφύλακα Χάρτερ.
― Πές μου τώρα ὅτι δὲ θυμᾶσαι τέτοιο σκάνδαλο, μὲ τὴν αἴσθηση ποὺ εἶχε προκαλέσει!
Ἐκείνη ἦταν ὅμως τώρα ποὺ θυμήθηκε ὅτι τὸ συμβὰν εἶχε
λάβει χώρα στὰ χρόνια τοῦ πολέμου, ὅταν ὁ Χάρτερ, καταταγμένος
τότε στὸ Ναυτικό, πολεμοῦσε στὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ.
― Ὅπως καὶ νά ’χει, θὰ μοῦ φαινόταν περίεργο νὰ μὴ σοῦ τὸ ἔχω
ἀναφέρει ἔστω σὲ κάποιο γράμμα μου. Ἐκεῖνες τὶς μέρες
περισσότερο μιλοῦσαν στὴ Σάντα Σεσίλια γιὰ τὸ συμβὰν αὐτό,
παρὰ γιὰ τὸν πόλεμο ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τέλος πάντων, δὲν ἔχει
σημασία. Ἐν συντομίᾳ, οἱ ἀδερφὲς Λόπες —ξέρεις τώρα πῶς εἶναι ὁ
κόσμος, ὅπως εἶπες κι ἐσύ— εἶχαν τὴ φαεινὴ ἰδέα, προκειμένου νὰ
ἀντιπαλέψουν τὸν ἀφόρητο ἐγκλεισμό τους, νὰ φωνάξουν ἀπ’ τὸ
παράθυρο τὸ Μαρτίν, τὸν τρελὸ τοῦ χωριοῦ. Πές μου τώρα ὅτι δὲ
θυμᾶσαι καὶ τὸ Μαρτίν;! Ποὺ λές, φώναξαν τὸ Μαρτὶν μὲ πρόσχημα
νὰ τοῦ δώσουν ἕνα παλιὸ κουστούμι τοῦ πατέρα τους, μὰ μὲ
πραγματικὴ πρόθεση νὰ μελετήσουν in anima vili τὶς ἀνατομικὲς
ἰδιαιτερότητες τοῦ ἄρρενος, ἱκανοποιῶντας μὲ μία ἐκ τοῦ
σύνεγγυς ἐξερεύνηση τὴ δίψα γιὰ γνώση ποὺ βασάνιζε τὶς πιὸ
ζωηρές τους φαντασίες. Ἄντε, ὅμως, νὰ ἐμπιστευτεῖς ἐσὺ τοὺς
νοητικὰ ὑστερημένους. Anima vili μπορεῖ νὰ ἦταν, ὄχι ὅμως καὶ μὲ
σῶμα νεκρό. Ὅπως καὶ νά ’χει, τρελός-ξετρελός, ὁ Μαρτὶν
ἀναστατώθηκε ἀπὸ τὰ ἀχόρταγα χάδια τῶν δύο δεσποινίδων καί,
μιὰ καὶ δυό, ἐγκαταστάθηκε ἐπὶ μονίμου βάσεως μπροστὰ στὸ
παραθύρι, ξεροσταλιάζοντας ἐκεῖ ἀπὸ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ,
ἀνυπόμονος, ἀπαιτητικὸς καὶ ἀνικανοποίητος μὲ τὰ
ξεροκόμματα καὶ τὰ νομίσματα ποὺ τοῦ πετοῦσαν. Οὔτε μὲ τὶς
ἀπειλὲς φάνηκε νὰ ἱδρώνει τὸ ἀφτί του, ἐνῷ ὁποιαδήποτε
παραχώρηση πρὸς τὴν ἐπιθυμητὴ κατεύθυνση φούντωνε ἀκόμη
περισσότερο παρὰ ἔσβηνε τὶς κτηνώδεις ὀρέξεις του. Ὅπως ἦταν
ἀναμενόμενο, οἱ κακεντρεχεῖς καὶ οἱ κακόβουλοι τὸν πείραζαν,
τὸν ἔσπρωχναν καὶ τὸν προκαλοῦσαν. Γελάκια, χειρονομίες,
νοήματα καὶ κλείσιμο τοῦ ματιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ λάμψη στὰ μάτια τοῦ
τρελοῦ —μὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν τὸν θυμᾶσαι;!—, τὸ
ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ἀποκαλύφθηκε ἡ πηγὴ τοῦ μελιοῦ ἢ
κινδύνευε νὰ ἀποκαλυφθεῖ, γεγονὸς ποὺ πανικόβαλε τὶς σεμνὲς
δεσποσύνες. Στὸ τέλος, μιὰ μέρα ὁ Μαρτὶν βρέθηκε νεκρός. Μὲ τὴ
νεκροψία βρέθηκαν κομμάτια γυαλὶ στὸ στομάχι καὶ ἄλλα
ἐσωτερικά του ὄργανα. Τὸ σούσουρο ποὺ ἀκολούθησε δὲν εἶχε
προηγούμενο, δεδομένου ὅτι θεωροῦσαν ὑπαίτιο κάποιο ἔδεσμα
ποὺ οἱ ἀδερφὲς Λόπες θὰ εἶχαν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ φτωχὸ τρελὸ μὲ τὰ
χεράκια τους, εἰδικὰ γι’ αὐτόν, ἀλλὰ ἄντε ἐσὺ νὰ τὸ ἀποδείξεις.
Καὶ ποιός νὰ τὶς κατηγορήσει; Καὶ ποῦ νὰ στηρίξει τὸ
κατηγορητήριο; Δὲν μποροῦσε κἂν νὰ ἀποκλειστεῖ τὸ
ἐνδεχόμενο ὁ τρελὸς νὰ ἔφαγε μία ἀπὸ τὶς φόλες ποὺ στόχο εἶχαν
νὰ ξεκάνουν τὰ ἀδέσποτα τῆς γειτονιᾶς. Ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ποιός
νὰ συνεριστεῖ ἕναν τρελό; Ἔτσι, ἡ ἱστορία τῶν ἀδερφῶν Λόπες
ἔμεινε ἐκεῖ, στὰ κουτσομπολιὰ καὶ τὰ κακόβουλα σχόλια.
― Κι ἐσὺ νομίζεις...;
― Ἄ, ποιός ξέρει; Σήμερα, οἱ περίφημες ἀδερφὲς Λόπες θὰ εἶναι δυὸ ἀξιοσέβαστες γιαγιοῦλες.
― Κι ἐσὺ θυμήθηκες τώρα αὐτὴν τὴν παλιὰ ἱστορία μὲ ἀφορμὴ τὸ σημερινὸ βιασμό;
― Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς, τοὐλάχιστον ὁ δικός σου νεαρὸς
πλανόδιος εἶχε καλύτερη κατάληξη ἀπὸ ἐκείνην τοῦ φτωχοῦ
Μαρτίν.
― Μὲ ἄλλα λόγια δηλαδή, οὐδὲν καινοφανὲς ὑπὸ τὸν ἥλιον τῆς Καλιφόρνιας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου