μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό,
ξεφυλλίζοντας τὸ οἰκογενειακὸ ἄλμπουμ «ὅλα καλά, ἀλλὰ γιατί εἶναι
ὀρθάνοιχτα τὰ μάτια σου σὲ ὅλες τὶς φωτογραφίες; εἶσαι σὰν τρομακτικός».
καὶ ἄρχισε νὰ τὸ προσπαθεῖ πολὺ καὶ βάρυνε τὰ βλέφαρά του. «ὅλα καλά,
ἀλλὰ γιατί εἶσαι ἔτσι σὲ ὅλες τὶς φωτογραφίες; σὰν θλιμμένος, εἶσαι
θλιμμένος;». καὶ μπερδεύτηκε καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ κουνήθηκε
ἔτσι τὸ μυαλό του, ποὺ πλέον εἰσέπνεε καὶ ἐξέπνεε μόνο μελὸ μάχες.
ἐντωμεταξύ,
ἔτρεχε καὶ μιὰ συνομωσία μεταξὺ συνεργείων ὁδοποιίας, συνεργείων
αὐτοκινήτων καὶ μοτοσυκλετῶν, ποδηλατάδικων, ὀρθοπεδικῶν, νευροψυχιάτρων
καὶ κρατικῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν. τὸ αὐχενικὸ ἔπρεπε νὰ μείνει ζωντανό.
οἱ λακοῦβες στοὺς δρόμους κηρύχθηκαν προστατευόμενο εἶδος. ἡ ἁλυσίδα
δὲν ἔπρεπε νὰ σπάσει. ἡ κωδική της ὀνομασία ἦταν νόμιμη σύγχυση.
ὥσπου
ἕνας φίλος τοῦ διάβασε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα παραμύθια. ἐκεῖνο
μὲ τὸ ἑλικόπτερο τὸ ποῦμα, ποὺ τὸ εἴχανε νὰ δουλεύει μὲ τοὺς ἕλικες
στὸ φοὺλ μὲς στοὺς στάβλους τοῦ αὐγεία, ἐνῶ ὁ ἡρακλῆς στὴ νεμέα ἀσφαλτόστρωνε
τοὺς δρόμους τοῦ κρασιοῦ. ξαφνικά, μιὰ καλὴ ἀδιαφορία τοῦ ἀγκάλιασε
τὴν καρδιὰ καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια. ἀερίστηκε. οἱ μάχες μέσα του ἀραίωσαν.
εἶδε ἄγνωστα χρώματα στὸ οὐράνιο τόξο καὶ εἰκαστικὰ ἀριστουργήματα
σὲ ὁλόλευκους τοίχους. ἔκανε ἕνα ἥσυχο, ζεματιστὸ κλάμα καὶ πίνοντας
φυσικὴ λεμονάδα τὴ βρῆκε γλυκιά. σκέφτηκε «ὅταν μιλᾶς γιὰ τὸ καλό,
γεννᾶς καὶ ἄλλο καλό» καὶ παντρεύτηκε τὸν ἑαυτό του. τὸ εἶπαν γάμο
συμφερόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου