ΟΣΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ πὼς εἶναι εὔκολο
νὰ καθαρίζεις τάφους γελιοῦνται. Ἔχω ἀπασχοληθεῖ σὲ πολλὰ ἐπαγγέλματα,
ἕνα σωρό, ὅμως ἀπείρως ἀνευθυνότερα, κανένα δὲν ἀπαιτοῦσε ὅσα ἀπαιτεῖ
τοῦτο ἐδῶ. Εὐλυγισία. Φαντάζεστε καθαριστὴ ποὺ νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση,
μὲ κρύο ἢ λιοπύρι, νὰ χοροπηδάει ἀνάμεσα στὰ μνήματα καὶ στὶς λοιπὲς
μαρμάρινες κατασκευές; Μυικὴ δύναμη. Ποτὲ λίγδα καὶ βρόμα δὲ βγῆκαν
ἀπὸ ἕνα πεισματάρικο μάρμαρο μονάχα μὲ κουβεντούλα. Ὑπομονή. Τὸ
νεκροταφεῖο ὅπου ἐργάζομαι διαθέτει δαιδαλώδη μνημεῖα, περίτεχνα
στολισμένα, καὶ τὸ καθένα θέλει τὴ λεπτοδουλειά του. Ἐδῶ ἕνας μητροπολίτης
μὲ τὴ μίτρα του, παρακαλῶ παρακαλῶ, κι ἐκεῖ ἕνας παρασημοφορεμένος
στρατηγὸς μὲ τὸ σειράδιό του, γιὰ νὰ μὴ μιλήσω περὶ ἐπιφανῶν πολιτικῶν.
Ἂν τύχει καμιὰ κόρη; Ἐκεῖ σᾶς θέλω. Ἡ μεγαλοπρέπεια στὸν τάφο! Οὔτε
τῆς Κλυταιμνήστρας. Αὐτὴ στὸ κάτω κάτω τὸ ἔλεγε. «Δὲν εἶμαι κόρη, βρὲ
παιδιά.» Ἐξ οὗ καὶ ὁ τεράστιος θολωτός.
Τὸ
πιὸ λιτὸ μνῆμα ἀπ’ ὅσα καθαρίζω εἶναι τῆς κυρίας Κλαίρης. Ἡ κυρία
Κλαίρη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔβαλε μέσον γιὰ νὰ γίνω καθαριστὴς τάφων. Εἶναι
μητέρα τῆς Ἐριέττας καὶ πεθερὰ τοῦ Ἰάκωβου, τὸν ὁποῖο κατέστησα ἄθελά
μου κερασφόρο.
Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ γνωριμία μου μὲ τὴν κόρη τους, ἡ κυρία
Κλαίρη βρῆκε στὸ πρόσωπό μου τὸν κατάλληλο ἄνθρωπο, ὥστε νὰ συντηρεῖ
καὶ νὰ ἐπιβλέπει τὰ παραχωμένα παρελθόντα τους. Δέχτηκα χωρὶς νὰ τὸ
σκεφτῶ, γιατὶ ἤμουν ἄνεργος. Τὸ μπὰρ στὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζόμουν ὡς
πορτιέρης, εἶχε κλείσει τὸ ἴδιο καλοκαίρι, ὅταν ὁ ἰδιοκτήτης του ἔφυγε
ἔξαφνα γιὰ τὴ Βραζιλία. Ὅλοι τὸν νομίζαμε γιὰ ἕναν μικρὸ τοκογλύφο,
ἀλλὰ ἐκεῖνος μάζεψε κάποια ἑκατομμύρια ἀπὸ τοὺς ἀνεπίσημους πελάτες
τοῦ μαγαζιοῦ, ξύπνησε μέσα του ὁ παλαιὸς ναυτικός, καὶ ἔφυγε νὰ δεῖ
τὰ βαπόρια μὲ ἄλλο μάτι. Ἀστάθμητοι παράγοντες.
Ὁ
οἰκογενειακὸς τάφος τῆς κυρίας Κλαίρης εἶναι ἕνα κουτὶ μισοχωμένο
στὴ γῆ, σὰν ἀποθήκη πυρομαχικῶν, καὶ μέσα του ἔχει τέσσερις θῆκες. Ὅλα
ἄσπρα. Ἡ ἁγνότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Ἔξω ἀπὸ μερικὰ κιλὰ κόκαλα
εἶναι ἄδειος. Ἔχει χρόνια νὰ θάψουν κάποιον, ἀλλὰ ὁ φόρτος ἐργασίας
παραμένει ἀμείωτος. Τὸν τάφο τὸν κληρονόμησε ἡ κυρία Κλαίρη ἀπὸ
μιὰ θεία της, ποὺ δὲν ἄφησε παιδιά, νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος, νὰ εὐχαριστηθεῖ
περιβάλλον. Ἡ κυρία Κλαίρη ζωντανὴ μένει στὸ Βοτανικό, ἀλλὰ πεθαμένη
τί καὶ τί δὲ θὰ ἔχει στὸ πλάι της!
Ἐξαιτίας
τῆς προσαρμοστικότητάς μου, συνήθισα γρήγορα στὴν καινούργια μου
δουλειὰ καὶ τὴν ἐξασκῶ εὐσυνείδητα. Ἔμαθα νὰ μὴν ἀνατριχιάζω μὲ τὶς
ὀρέξεις τῶν θλιμμένων συγγενῶν, καὶ νὰ κοιτάζω τὴ δουλειά μου. Ἔτσι, ἡ
κυρία Κλαίρη, δύο χρόνια μετά, εἶναι ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες
μου, καὶ παρὰ τὴν ἐξαφάνιση τῆς κόρης της καὶ τὴ φυγὴ τοῦ γαμπροῦ της
στὴ Λῆμνο, μοῦ δείχνει τὴν ἴδια ἐμπιστοσύνη.
Παλαιότερα,
ἔτσι ὅπως ξεβρόμιζα τὰ ἄχρωμα μάρμαρα, σκεφτόμουν ὅτι θὰ γίνει τῆς
κακομοίρας στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καθὼς θὰ μᾶς ξερνᾶνε τὰ σκουλήκια
καὶ τὰ μαμούνια. Γι’ αὐτό, μακάριζα τοὺς πνιγμένους, τοὺς καμένους καὶ
τοὺς ποντικοφαγωμένους. Μὲ τὰ χρόνια μοῦ γεννήθηκε ἡ πεποίθηση ὅτι
ἡ ἀνάσταση θὰ πραγματοποιηθεῖ σ’ ἕνα στάδιο, μὲς ἀπὸ τὶς νότες καὶ
τοὺς στίχους μιᾶς συναυλίας, καθὼς στὸ γρασίδι θὰ καίγονται χειρόγραφα
γιὰ προδομένες ἀγάπες.
Τὸ
οἰκογενειακὸ μνῆμα τῆς κυρίας Κλαίρης θὰ ὑποδεχτεῖ τὸ μεγάλο γεγονὸς
μὲ κενό. Ἢ ὄχι; «Ἐριέττα, ἐσὺ εἶσαι;»
Πέρασαν
ἕξι μῆνες ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἡ Ἐριέττα ἐξαφανίστηκε, χωρὶς νὰ μάθουμε
νέα της. Ἡ κυρία Κλαίρη, ἀφοῦ δήλωσε τὴν ἐξαφάνιση στὸ ἀστυνομικὸ
τμῆμα τῆς γειτονιᾶς της, ἔμεινε νὰ περιμένει. Ὁ Ἰάκωβος, πρὶν ἐπιστρέψει
στὴ Λῆμνο, τὴ γενέτειρά του, τὰ ἔβαλε μαζί της. Τῆς εἶπε πὼς τόσα χρόνια
καμωνόταν ὅτι τὸν ἀγαπάει ἐπειδὴ τὴ γέμιζε δῶρα κι ἐπειδὴ τὴν ἄφηνε
νὰ κομποδένει τὴ μικρὴ σύνταξή της. Μετὰ τὴν ἔβρισε, γιατί ἀμφότεροι
τὸ θεωροῦσαν βρισιά, ὅτι εἶναι τσάτσα περιορισμένης ἐμβέλειας.
«Ἄκου
τσάτσα!» εἶπε ἡ κυρία Κλαίρη ἔξαλλη, ὅταν μοῦ διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ
καὶ πρόσθεσε: «Ὁ παλιάνθρωπος! Μὲ σύγχυσε τόσο πολύ, Ἀλκίνοε, ποὺ
νόμιζα ὅτι θὰ μοῦ ’ρθει ἐγκεφαλικό. Εὐτυχῶς, ποὺ ξεκουμπίστηκε!»
«Ἐσεῖς
τί τοῦ εἴπατε;» τὴ ρώτησα χωρὶς νὰ μὲ νοιάζει.
«Ὅτι
ἀπὸ τότε ποὺ τὸν ἄκουσα στὸ μπάνιο νὰ μιλάει μὲ τὸ σαπούνι, ἀπὸ τότε
κατάλαβα πόσο λαπὰς ἦταν.»
Τὸ
πρωινὸ τῆς ἐξαφάνισης ὁ Ἰάκωβος εἶχε ἀνακοινώσει στὴ γυναίκα
του ὅτι δὲν ἀντέχει πλέον νὰ τὸν ἀπατᾶ, ὅτι φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ὅτι
θὰ γυρίσει μόνο σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἴδιος ἠρεμήσει. Ἦταν ὅ,τι ἡρωικότερο
εἶχε πράξει ἕως τότε ὁ καχεκτικὸς σαραντάρης. Ὡστόσο, ἡ παθητικότητα
καὶ ἡ ἠττοπάθεια τοῦ ταίριαζαν καλύτερα, κανεὶς δὲν περίμενε παρόμοια
ἐνέργεια ἀπὸ μέρους του. Ἦταν παραπάνω ἀπὸ χρόνος ποὺ γνώριζε ὅτι ἡ
Ἐριέττα ἔχει ἐραστή, ὥστε θεωρούσαμε πὼς τὸ ἔχει παραδεχτεῖ. Ἔφυγε
γκαζώνοντας μὲ νεῦρο τὸ χιλιάρι θαλασσὶ αὐτοκίνητό του, λὲς καὶ βιαζόταν
νὰ προλάβει τὰ βενζινάδικα ἀνοιχτά.
Πέντε μέρες μετά, γύρισε, ἀλλὰ βέβαια δὲ βρῆκε τὴν Ἐριέττα στὸ
σπίτι. Μάλωσε πάλι μὲ τὴν κυρία Κλαίρη καὶ κατόπιν ἦρθε σ’ ἐμένα.
Μοῦ χτυποῦσε γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὸ κουδούνι. Ἡ μούρη του ἦταν κλαμένη,
ἀλλὰ δὲν παραξενεύτηκα διόλου. Ἔτσι ἦταν ἀνέκαθεν. Μοῦ ζήτησε καφέ.
Τοῦ ἔφτιαξα. Μὲ παρακάλεσε νὰ ξεχάσω τὶς θυελλώδεις συζητήσεις ποὺ
κάναμε στὸ παρελθὸν καὶ ἤρεμα μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξηγήσω τί συμβαίνει.
«Ἐξαφανίστηκε
τὸ βράδυ τοῦ τσακωμοῦ σας», εἶπα στὸν Ἰάκωβο, δηλώνοντας ἄγνοια γιὰ
τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ Ἐριέττα. «Πέντε μέρες ἔχω νὰ μάθω νέα της.» Δὲ μὲ
πίστεψε. Ἀγρίεψε καὶ φώναξε ὅτι κάπου τὴν κρύβω.
«Καλό μου παιδί, ἡσύχασε», τοῦ εἶπα, ἂν καὶ μὲ περνοῦσε δέκα χρόνια.
«Ἡ Ἐριέττα δὲν εἶναι ἐδῶ», τὸν διαβεβαίωσα γαλήνια.
«Καὶ ποῦ εἶναι;»
Θέλησα
ν’ ἀστειευτῶ: «Σὲ θυρίδα, στὴν τράπεζα Πίστεως. Νὰ ψάξω γιὰ τὸ κλειδί.»
Ἔγινε ἔξαλλος. Δὲν ἦταν φαίνεται ὥρα γι’ ἀστεῖα. Οὔρλιαξε ὅτι εἴμαστε
κωλόπαιδα, ὅτι θέλουμε νὰ τὸν ἐξοντώσουμε, κι ἔβαλε τὶς παλάμες
στὴν ἤδη κλαμένη μούρη του κλαίγοντας μὲ λυγμούς. Κόντευαν μεσάνυχτα,
ἤθελα νὰ φύγω. Μὲ περίμενε στὸ σπίτι της μιὰ φοιτήτρια τῆς Σχολῆς Καλῶν
Τεχνῶν. Γιὰ νὰ τὸν καθησυχάσω, ἐκμεταλλεύτηκα τὸ βίτσιο του μὲ τοὺς ὅρκους.
Τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ ἡ Ἐριέττα, πέρα ἀπὸ τὰ σημαδιακὰ λόγια, δούλευαν
πολὺ τοὺς ὅρκους.
«Στὴ ζωὴ τῆς Ἐριέττας», εἶπα σοβαρός. «Δὲν ξέρω ποῦ εἶναι.» Πράγματι,
ὁ Ἰάκωβος καταπραΰνθηκε. Ἐπιβεβαιώθηκε. Ἡ γυναίκα του ἔφυγε, ἀλλὰ
ὄχι γιὰ νὰ πάει στὸν ἐραστή της! Τὰ μάτια του ἄνοιξαν. Ὅσον μὲ ἀφορᾶ,
τοῦ ἄνοιξα τὴν πόρτα.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἡ ἐξαφάνιση τῆς Ἐριέττας, ὅσο νὰ πεῖς,
μὲ εἶχε ἀναστατώσει. Τὸ μεσημέρι ἐκείνης τῆς μέρας, μετὰ τὰ ὑπέροχα
καλαμαράκια μὲ ρύζι, λόγω σαρακοστῆς, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ κυρία
Κλαίρη, καὶ τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ ἤπιαμε, εἶπα στὴν Ἐριέττα ὅτι ἡ σχέση
μας μὲ κούρασε καὶ ὅτι θὰ σταματοῦσα ἐδῶ. Ἀπὸ καιρὸ ἤξερε ὅτι εἶμαι
ἀντίθετος στὰ ἐρωτικὰ τρίγωνα. Ἦταν κορυφαία μέρα γιὰ τὴν Ἐριέττα,
κι ἐπειδὴ τὸν τελευταῖο καιρὸ βίωνε σχεδὸν καθημερινὰ τέτοιας φύσης
περιστατικά, βρέθηκε σὲ ἀχαλιναγώγητη ἐσωτερικὴ σύγκρουση. Ἀναμενόμενα.
Ἀντιθέτως, ἡ κυρία Κλαίρη δὲν κατάλαβε τὴ διάθεση τῆς κόρης της. Ἀφοῦ
ἔφαγε, πῆγε στὴν ἀδελφή τους στὰ Σεπόλια. Ἡ κυρία Κλαίρη ἂν καὶ συγκατοικοῦσε
μὲ τὸ ζευγάρι, δὲν ἀναμειγνυόταν στοὺς τσακωμούς του. Δὲ θὰ ἦταν αὐτὴ
ποὺ θὰ ὁμολογοῦσε πόσο κωμικός, συχνά, εἶναι ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου. Ἕνα
παράπονο μόνο εἶχε: πὼς ὀκτὼ χρόνια τώρα δὲν τῆς εἶχαν χαρίσει ἕνα ἐγγονάκι.
Ἀκόμη
ἀπορῶ, γιατί στὴν ἀρχὴ ἡ Ἐριέττα μοῦ ἔκρυψε τὸ γάμο της. Εἶχα κοιμηθεῖ
καὶ μὲ ἄλλες παντρεμένες, καὶ αὐτὸ τὸ λέω μονάχα ἐπειδὴ εἶναι ἀλήθεια,
καὶ δὲ θὰ μ’ ἐνοχλοῦσε μία παραπάνω. Ὓστερ’ ἀπὸ καιρό, ἡ Ἐριέττα
μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Ἰάκωβος εἶναι στὴν οὐσία πρώην ἄντρας της, ὅτι μένουν
μαζὶ μέχρι νὰ ἐκδοθεῖ τὸ διαζύγιό τους καὶ ὅτι μέχρι τότε δὲν μπορεῖ
νὰ τὸν ἐγκαταλείψει, γιατὶ τάχα ὁ Ἰάκωβος πάσχει ἀπὸ καρκίνο τῶν
πνευμόνων. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ τὰ ψέματα τῆς Ἐριέττας μοῦ ἔκαναν περισσότερο
κέφι ἀπὸ τὴν ἴδια, καὶ ἀφέθηκα νὰ παρακολουθῶ τὸ σπαραγμὸ τοῦ ἀτυχοῦς
ζεύγους.
Οἱ
ἀρρώστιες ἀνῆκαν στὰ ἰσχυρὰ ὅπλα τοῦ Ἰάκωβου γιὰ τὴν εὐάλωτη ψυχὴ
τῆς Ἐριέττας. Σὲ κάποιον τσακωμό τους καὶ πρὶν τὸν ἀναγκαῖο ὀλιγόωρο
χωρισμὸ ποὺ ἀκολουθοῦσε, τὴν ἔπεισε ὅτι σὲ ἕξι μῆνες θὰ πεθάνει καὶ
τῆς ζήτησε νὰ μὴ φύγει μὲ τὸν ἐραστή της, ἀλλὰ νὰ περιμένει νὰ κάνει
πρῶτα σ’ ἐκεῖνον τὰ σαράντα καὶ ὕστερα ἂς πήγαινε ὅπου ἤθελε. Γιὰ νὰ
τὴν πείσει, τῆς ὑπενθύμισε τὸ πόσο τὴ βοήθησε στὴ ζωή της, καθὼς καὶ
τὸν ὅρκο αἰώνιας συμβίωσης ποὺ κάποτε τοῦ εἶχε δώσει. Ὅλα αὐτὰ τὰ
συνόδευσε μὲ μουρμουρητὸ καὶ παρακάλια.
Ὁ
καιρὸς περνοῦσε, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος δὲν ἐρχόταν νὰ μὲ βρεῖ στὴ δουλειά
μου καὶ νὰ μοῦ ζητήσει ἐξηγήσεις. Ἡ Ἐριέττα πῆρε θάρρος. Τὴ βόλευε
τὸ διπλὸ παιχνίδι, ἀλλὰ μιὰ μέρα εἶπε ἀποφασισμένη στὸν Ἰάκωβο ὅτι
δὲν τὴν πιστεύει τὴν ἀρρώστια του, δὲν πιστεύει ὅτι θ’ αὐτοκτονήσει,
ἀλλὰ ἀφοῦ τῆς κοπανάει ὅτι τὴ βοήθησε πολὺ στὴ ζωή της, θὰ ἔμενε
κοντά του φέρνοντας κι ἐμένα στὸ σπίτι, ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἦταν τεράστιο.
Ὁ Ἰάκωβος συμφώνησε. Κάλλιο πέντε καὶ στὸ χέρι.
Μετὰ
τὴ συμφωνία τους, μοῦ τηλεφώνησαν νὰ συναντηθοῦμε. Προσπάθησα νὰ
τὸ ἀποφύγω, χωρὶς νὰ ξέρω τί μὲ θέλουν. Εἶχα ἀρκετὲς μέρες νὰ μιλήσω
μὲ τὴν Ἐριέττα, γιατὶ εἴχαμε τοὺς δικούς μας χωρισμούς. Ἄρχιζα νὰ τὴν
ξεχνάω, μάλιστα εἶχα ἀποφασίσει νὰ σταματήσω νὰ κάνω τὸν καθαριστή,
σύντομα θὰ ἐνημέρωνα σχετικὰ καὶ τὴν κυρία Κλαίρη. Ὁ οἰκογενειακός
της τάφος δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ τίποτε.
«Σὲ
παρακαλῶ, Ἀλκίνοε», μοῦ εἶπε ἡ Ἐριέττα στὸ τηλέφωνο. «Ἔλα.»
«Ἔστω
γιὰ τελευταία φορά», μοῦ εἶπε ὁ Ἰάκωβος.
«Δὲ
βαριέσαι», σκέφτηκα. «Ἴσως ἔχει πλάκα.»
Καβάλησα
τὴ θρυλικὴ Yamaha μου καὶ πῆγα, ὅπως μοῦ εἶπαν, στὸ λόφο τοῦ Φιλοπάππου.
Ἦταν ἕνα γλυκὸ ἀπόγευμα τοῦ Μαρτίου, τὸ ζωδιακὸ φῶς εἶχε πέσει ἤδη
στοὺς βράχους. Ἡ Ἐριέττα μὲ τὸν Ἰάκωβο ἦρθαν σὰ νὰ τοὺς πήγαιναν στὴν
κρεμάλα. Ἀφοῦ μοῦ ἔκαναν τὴν ἀνήκουστη πρότασή τους, γέλασα ἀρκετὰ
δυνατὰ καὶ μᾶλλον προσβλήθηκαν. Ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ἤξερα ποιόν ἀπὸ
τοὺς δύο νὰ λυπηθῶ, τὴν Ἐριέττα ἢ τὸν Ἰάκωβο; Πῆρα τὸ κράνος καὶ σηκώθηκα.
Ἔριξα μιὰ ματιὰ στὸ γυμνὸ λόφο.
«Εἶναι
μερικοὶ λόφοι ποὺ δὲ χρειάζονται ἀναδάσωση», εἶπα. «Χρειάζονται ἀνανθρώπωση.»
Μὲ κοίταξαν ἀμήχανα. Φόρεσα μὲ ψυχραιμία τὸ κράνος καὶ ἀνέβηκα στὴ
μηχανή. Μὲ κοιτοῦσαν σαστισμένοι καὶ ἀμίλητοι. Τοὺς προσπέρασα κι ἔφυγα.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ Ἐριέττα ἦρθε ἔντρομη νὰ μὲ βρεῖ.
«Ἀπειλεῖ
ὅτι θὰ μὲ σκοτώσει, Ἀλκίνοε», μοῦ εἶπε. «Θὰ γίνει ἡ σκιά μου. Σῶσε
με.»
«Βλέπετε πολλὴ τηλεόραση», τῆς ἀπάντησα ξεριζώνοντας χορτάρια,
κι ἡ Ἐριέττα χαμογέλασε μὲ πόνο. Μοῦ εἶπε ὅτι πάντα τὴν εἰρωνευόμουν.
Συνέχισα νὰ ξεριζώνω χορτάρια, ἔλειπε μόνο ἡ κάμερα νὰ μᾶς ἀπαθανατίσει.
«Σπαταλιέσαι, Ἐριέττα», τῆς εἶπα. «Ἐμένα δὲ μοῦ βγαίνει ἔτσι.»
«Ποτέ σου δὲ μὲ διεκδίκησες!»
«Ἀπὸ
τὸν ἄντρα σου; Τς τς τς τς, τί θὰ πεῖ ἡ κυρία Κλαίρη ποὺ μ’ ἐμπιστεύτηκε;»
Ἔβγαλε
ἀπὸ τὸ παντελόνι της ἕνα γράμμα, μοῦ τὸ ἔδωσε κι ἔφυγε βιαστική. Δὲν
ξέρω τί ἔγραφε, γιατί δὲν τὸ διάβασα, ἀλλὰ ἀπὸ προηγούμενα ποὺ εἶχα
διαβάσει θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσε γι’ ἀγάπες καὶ πόθους.
Οἱ
ζωές μας εἶχαν γίνει σκοτσέζικο ντούς. Μέρα μὲ τὴ μέρα μέναμε δίχως
συναισθήματα, μονάχα παρασυρόμαστε σὲ παράλογο κυνηγητό. Κρεβάτια,
τσακωμοί, χωρισμοί. Ἡ Ἐριέττα κυνηγοῦσε καὶ κυνηγιόταν μέχρι τὴ
μέρα ποὺ ἐξαφανίστηκε σφραγίζοντας τὴν ὑπαρξιακή της ἀπελπισία.
Ἦταν ἀπρόσμενο τέλος, ἀλλὰ ἴσως ἦταν τὸ καλύτερο τέλος. Γιὰ τὴν ἀνάληψη
τῆς Ἐριέττας ὑπάρχουν πολλὲς ἐκδοχές. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς εἶναι πὼς βρίσκεται
σ’ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε Ἀλκίνοος οὔτε Ἰάκωβος οὔτε ζωὴ
οὔτε θάνατος.
Ὅσοι
νομίζουν πὼς εἶναι εὔκολο νὰ καθαρίζεις τάφους γελιοῦνται. Λαχαίνουν
κάτι μυστήριες ἐκταφές, μὲ τὶς κατσαρίδες νὰ πετάγονται τρομοκρατημένες,
ποὺ σοῦ παίρνουν τὴν ψυχὴ νὰ τὴν πᾶνε παρέα μὲ τὸ νεκρό, πέρα στὰ λιβάδια
μὲ τ’ ἀσφοδέλια, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς τῆς «Λήθης». Νὰ ψαχουλεύεις στ’
ἀπομυθοποιημένα ὑφάσματα νὰ βρεῖς κόκαλα καὶ κοκαλάκια, σὰ νὰ καθαρίζεις
φακή, νὰ καραδοκεῖς τὴν ἄλιωτη σάρκα καὶ κάθε τόσο νὰ φωνάζεις: «Στῆθος;»
«Ἐντάξει». «Ἄκρα;» «Ἐντάξει». «Λεκάνη;» «Ἀναλόγως προσόντων». Ἀπὸ
πάνω σου νὰ στέκονται οἱ ἄλλες σάρκες, ἕτοιμες κάθε στιγμὴ ν’ ἀντιδράσουν.
Νὰ βαστᾶνε μιὰ μπουκάλα κρασὶ στὸ χέρι, σὰ νὰ περιμένουν τὸ ψητό, καὶ
νὰ τοὺς τρέχουν τὰ σάλια. Τότε εἶναι πού σου ἔρχεται νὰ ψάξεις κι ἔξω ἀπὸ
τὸ σκαμμένο λάκκο γι’ ἀπογεμένα κόκαλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου