Η ΜΠΑΛΑ προσγειώθηκε πάνω στὶς
ἐφημερίδες. Ὁ περιπτερὰς φωνάζει ἔξαλλος. Μαζὶ μὲ τὴν
«Ἀπογευματινὴ» καὶ τὰ «Νέα», τὸ πεζοδρόμιο γεμίζει μὲ
κουτάκια καραμέλες, τσίχλες καὶ γλειφιτζούρια σὲ σχῆμα
κόκορα. «Ἦταν γκόλ», φωνάζω στὸ Θανάση καὶ μετὰ πλακωνόμαστε
στὸ ξύλο. «Πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ τοῦβλο», ὁ Θανάσης ἴσα ποὺ
ἀκούγεται, τοῦ σφίγγω τὸ σαγόνι. Μὲ κλωτσάει στὸ καλάμι,
λύνονται τὰ χέρια μου, πέφτουμε κάτω καὶ κυλιόμαστε στὴν
ἄσφαλτο. Ἡ Χαλκίδος καίει, εἶναι κατακαλόκαιρο, ἀλλὰ ἐμεῖς
δὲν καταλαβαίνουμε. Μᾶς χωρίζουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν παρέα, «Ρὲ
σεῖς, πρέπει νὰ πάρουμε τὴν μπάλα, θὰ τὸν σκοτώσει ὁ πατέρας του
τὸ Σωτήρη, ἂν τὴν χάσει». Κοιταζόμαστε, κοιταζόμαστε καὶ μὲ
τὸ Θανάση, ποιός θὰ πάει στὸ περίπτερο; «Εἶναι ἡ σειρά σου»
λέει ὁ Σωτήρης. Τὸ σκέφτομαι καὶ λέω «Ἐντάξει, πᾶμε». Τὸ
περίπτερο ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ ἔχει ὁ «Βάθρακας», ἔτσι
τὸν ξέραμε, γιατὶ τὸ σουλούπι του ἦταν σὰν βατράχου καὶ τὸ
κανονικό του ὄνομα τὸ εἴχαμε ξεχάσει. Στηνόμαστε ὅλοι μαζὶ
μπροστά του, ἐγὼ στὴ μέση καὶ οἱ ἄλλοι ἕξι πίσω καὶ γύρω μου,
σὰν σωματοφύλακες ἕνα πράγμα. Ὁ Βάθρακας κρατάει τὴν μπάλα
καὶ περιμένει. Κατεβάζω μέχρι τὰ γόνατα τὸ σορτσάκι τῆς
Μάντσεστερ ποὺ φοράω. Μαζὶ καὶ τὸ σώβρακο. Οἱ ἄλλοι μὲ
καλύπτουν νὰ μὴν φαίνομαι στὴ Χαλκίδος. Ὁ Βάθρακας καρφώνει τὸ
ἀηδιαστικὸ βλέμμα του, τὰ μάτια του πετάγονται σὰν τοῦ
βατράχου, μπορεῖ καὶ γι’ αὐτὸ νὰ τοῦ κόλλησαν τὸ παρατσούκλι.
Στὸ λεπτὸ ἀπάνω, σηκώνω τὸ σορτσάκι κι ἐκεῖνος μοῦ πετάει τὴν
μπάλα. Τὴν ἁρπάζουμε μαζὶ καὶ μιὰ χούφτα καραμέλες καὶ
τρέχουμε στὸ αὐτοσχέδιο τέρμα ποὺ ἔχουμε φτιάξει μὲς στὴ μέση
του δρόμου. Πρέπει νὰ προπονηθοῦμε γιατὶ αὔριο ἔχουμε μὰτς μὲ
τὴν παρέα τῆς πάνω γειτονιᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου