Σαν σήμερα θα στρωναμε τραπέζι, δίπλα στην σομπα.. Λευκό τραπεζομαντηλο
και τα ποτήρια του κρασιού.. Ο μπαμπάς θα μίλαγε για το κρύο κι ότι θα
το γυρίσει σε χιονιά, κι ο θειος μου για την ξαστεριά και την παγωνιά
που θα πέσει στα σπαρμένα.. Η πόρτα θ ανοιγοκλεινε και θα μπαίναν στο
μυστικό μας δείπνο κατά σειρά.. Ο Καμμένος με το δώρο στη σακούλα, ο
γείτονας με μια γυάλα ρετσίνα, ο ανηψιος κι ο αδερφός.. Θα τσουγκριζανε
τα ποτήρια και θα γελαγανε καθώς τηγανιζονταν οι κεφτέδες..
Και θα σερβιραμε και ψάρι αλμυρό στο λάδι για μεζέ και ταραμοσαλατα και
τις πατάτες καφτες τσιτσιριστες με ρίγανη.. Κι ο μπαμπάς θα παραγγελνε
κι άλλο ψωμί και φέτα στο πιάτο με μπόλικο πιπέρι καυτερό.. Και θα
κάθονταν κι οι γυναίκες στο τραπέζι... γιορτή μεγάλη.. Κι ο Αη Θανάσης
ολοφωτος με την εικόνα του να λάμπει απ τ ασημένια αναθεματα και την
καμπάνα του βαριά μελωδική.. Και τις αιώνιες πέτρες του δοξαστικου να
μιλαν για θαύματα και για Τούρκους πασαδες που αλλαξοπιστησαν...
Και μετά να βγαίνει το γλυκό σιροπιαστο με κανέλα και σερβίρονται κι οι άντρες πριν τον καφέ.. Κι η νύχτα βάραινε κι οι τελευταίοι καλεσμένοι να θυμούνται νύχτες του Γενάρη που κατέβαιναν αλεπες και λύκοι στο χωριό απ την πείνα, και να διηγούνταν κυνήγια και στοιχεια στα έρημα τριστρατα και νεράιδες στο πηγάδι... Κι ο αέρας κυνηγούσε το φεγγάρι και φευγανε τρέχοντας για τα σπιτικά τους κι ο μπαμπάς γελούσε κι έσβηνε το τελευταίο τσιγάρο πριν βγει έξω κι ψυχανεμιστει τον αέρα και τον καιρό... Και μετά έσβηνε την τηλεόραση κι άφηνε την σομπα να κάψει μέχρι να σβήσει και έφευγε για το δωμάτιο του δράκου να ονειρευτεί σπορες και οργωματα και βροχές... Κι η πόρτα κλειδώνονται και το καντήλι τρεμοπαιζε στα εικονισματα κι οι καρδιές και τα μάτια ησύχαζαν κάτω από βαριές υφαντες κουβέρτες... Κι όλοι αυτοί που τώρα είναι θυμηση ζούσαν κι είχαν το πιάτο και την θέση τους δίπλα στη σομπα..
Κάποτε το ξέρω, θα ξαναδώ τον δρακοπατερα μου και θα μου ζητήσει έναν βαρυγλυκο και το σιδερωμενο πουκάμισο για το καφενείο.. Και θαμαι ως 11χρονων, και σαν μεγαλώσω θα παντρευτώ το βασιλόπουλο και θα χω σπίτι με υφαντα και φεγγάρια.. Και σιδερωμένα πουκαμισα και το λευκό τραπεζομαντηλο.. Κι ως τότε μπαμπά στ ορκίζομαι... δε θα μεγαλώσω...
Και μετά να βγαίνει το γλυκό σιροπιαστο με κανέλα και σερβίρονται κι οι άντρες πριν τον καφέ.. Κι η νύχτα βάραινε κι οι τελευταίοι καλεσμένοι να θυμούνται νύχτες του Γενάρη που κατέβαιναν αλεπες και λύκοι στο χωριό απ την πείνα, και να διηγούνταν κυνήγια και στοιχεια στα έρημα τριστρατα και νεράιδες στο πηγάδι... Κι ο αέρας κυνηγούσε το φεγγάρι και φευγανε τρέχοντας για τα σπιτικά τους κι ο μπαμπάς γελούσε κι έσβηνε το τελευταίο τσιγάρο πριν βγει έξω κι ψυχανεμιστει τον αέρα και τον καιρό... Και μετά έσβηνε την τηλεόραση κι άφηνε την σομπα να κάψει μέχρι να σβήσει και έφευγε για το δωμάτιο του δράκου να ονειρευτεί σπορες και οργωματα και βροχές... Κι η πόρτα κλειδώνονται και το καντήλι τρεμοπαιζε στα εικονισματα κι οι καρδιές και τα μάτια ησύχαζαν κάτω από βαριές υφαντες κουβέρτες... Κι όλοι αυτοί που τώρα είναι θυμηση ζούσαν κι είχαν το πιάτο και την θέση τους δίπλα στη σομπα..
Κάποτε το ξέρω, θα ξαναδώ τον δρακοπατερα μου και θα μου ζητήσει έναν βαρυγλυκο και το σιδερωμενο πουκάμισο για το καφενείο.. Και θαμαι ως 11χρονων, και σαν μεγαλώσω θα παντρευτώ το βασιλόπουλο και θα χω σπίτι με υφαντα και φεγγάρια.. Και σιδερωμένα πουκαμισα και το λευκό τραπεζομαντηλο.. Κι ως τότε μπαμπά στ ορκίζομαι... δε θα μεγαλώσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου