Präludium γιὰ τὴν
Sarah Kirsch
.
«KIRSCH» σημαίνει ποτὸ ἀπὸ
κεράσι. Ποτὸ ἁψὺ μὲ ἔντονη γεύση καὶ ἔντονο χρῶμα, ἢ μᾶλλον σύμφυρση
πολλῶν ἔντονων χρωμάτων, ὅπως ἡ ποίηση, ἡ γραφὴ τῆς Sarah Kirsch (Σάρα
Κίρς, 1935-2013). Εἶναι ἀκόμη τὸ ἐπώνυμο τοῦ συζύγου της, τοῦ ποιητῆ
Rainer Kirsch, τὸ ὁποῖο (γεννημένη Bernstein) κράτησε μετὰ ἀπὸ τὸν χωρισμό
τους, τὸ 1968. Ψευδωνυμικὸ εἶναι καὶ τὸ «Sarah», στὴ θέση τοῦ «Ingrid»,
στὴ μνήμη τῶν Ἑβραίων, τῶν θυμάτων τοῦ Ὁλοκαυτώματος· ἀντίδραση καὶ
στὸ ἀντισημιτικὸ περιβάλλον, ὅπου μεγάλωσε. Τὴν παρατηρῶ, τὴν διαβάζω
καρκινικά, ἀπὸ τὸ τέλος πρὸς τὴν ἀρχή, καὶ διαπιστώνω ὅτι ὅλα στὴ
γραφή της προοικονομοῦνται ἢ ἐπιβεβαιώνονται, χωρὶς τέλος καὶ χωρὶς
ἀρχή. Χῶρος καὶ χρόνος ἑνοποιοῦνται καὶ ἀλληλοκαταργοῦνται. Ἂς τὸ
πῶ συγκεκριμένα.
Ὡρίμασε
ὡς ποιήτρια στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ Τείχους τοῦ Βερολίνου, ὅπου ἐγκαταστάθηκε
τὸ 1968. Μία δεκαετία ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ τὴν «ὑπόθεση Biermann»,
ζήτησε ἀπὸ τὶς Ἀρχὲς τὴν ἄδεια νὰ περάσει στὴν «ἀπέναντι» πλευρά. Ἡ ἀπόδρασή
της, τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Goethe, ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ καὶ ἰδεολογικὸ
χῶρο ποὺ τὴν ἔθρεψε, ἔχει ἕνα ἀπολύτως διευρυμένο Στὴν ἄκρη τοῦ δάσους: ἡ Sarah Kirsch τὸ Καλοκαίρι τοῦ 1999 στὴ
γενέτειρά της στὸ Limlingerode. Φωτογραφία: Federico Gambarini.πολιτικὸ περιεχόμενο.
Ἐχθρός της δὲν εἶναι ὁ κάθε λογῆς –ισμός,
τόκος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀρθολογισμοῦ, ἀλλά, miserabile dictu, ὁ ἴδιος ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ἀπερίσκεπτος, κουφόνους λήσταρχος τοῦ οἴκου του. Νέο τεῖχος,
ἀπόρθητο, ἀδιάτρητο. Ἀπέναντι στὸ κατὰ συρροὴν φονικὸ ἔχει καὶ ἡ
Kirsch, ἡ ἔλλογη ἀγριοκερασιά, τὰ δικά της ὅπλα, τὴν ὑπέρυθρη γραφὴ
ποὺ τρυπᾶ καὶ καταλύει τὰ σκοτάδια. Τὸ 1993, στὴν ἀπονομὴ λογοτεχνικοῦ
βραβείου στὸ Goethehaus στὴν Βαϊμάρη, εἶπε, ἀντὶ εὐχαριστήριας ὁμιλίας,
ὅτι τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει, εἶναι νὰ γράφει ποιήματα καί, κατὰ
βάση, «kleine Prosa», «μικροαφηγήματα».
Ἡ σύνοψη τῆς πεζογραφίας
της συναριθμεῖ 736 σελίδες, ἰσάριθμη μὲ τοὺς δεκάδες ποιητικοὺς κύκλους.
Ἀλληλοπεριχώρηση ποίησης καὶ πρόζας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἰπώθηκε ἄκρως
συνοπτικά: Der «Sarah-Sound». Ἀπὸ τί συνίσταται αὐτὸς ὁ «ἦχος»; Ἀπὸ
«στίχους καὶ θαύματα»: βορειογερμανικὴ διάλεκτος, ἀρχαϊκὲς ἐκφράσεις,
ἱστορικοὶ καὶ παραμυθητικοὶ ραντισμοί· ἀποστροφές, γλωσσικὰ παιγνίδια
καὶ πίνακες. Λέξεις ὑδάτινες, λέξεις γογγυσμοί, παφλασμοὶ κυμάτων,
τιτιβίσματα καὶ ψιθυρισμοὶ μὲ ἐνεργειακὴ δύναμη ἡφαιστείου ἢ κυκλώνα
ποὺ δὲν θὰ ξεσπάσουν. Οἱ ἐκρήξεις γίνονταν τότε ποὺ πολλοὶ σιωποῦσαν
ἢ μιλοῦσαν ἀλληγορικά, στὸ περίκλειστο Τεῖχος. Τὸ 1974 ἐξέδωσε τὸ Pantherfrau (Γυναίκα πάνθηρας). Ἐκεῖ
παρατηρεῖ τὸ ἐλεύθερο πέταγμα τῶν γλάρων καὶ βρυχᾶται σὰν τίγρη, βέβαιη
ὅτι οἱ γλάροι καταλαβαίνουν τὸν βρυχηθμό. Τότε αἰσθανόταν μόνη, ἀλλὰ
λίγο ἀργότερα ὁ βρυχηθμὸς τῆς ἐξόδου ἔγινε ὁμαδικός: Wolf Biermann,
Reiner Kunze, Günter Kunert, Sarah Kirsch, Jurek Becker, Erich Loest, Thomas
Brasch. Ἡ μεταφύτευση τῆς ἀγριοκερασιᾶς.
Ἡ ἀπόλυτη
συνέπεια στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη. Σπούδασε Βιολογία στὴν Halle κι ἔγραψε
«βιολογικὰ» ποιήματα καὶ μικροαφηγήματα μὲ μελάνι σέπια (σουπιᾶς)
καὶ παλαιομοδίτικη πέννα. Ἀφήγηση κουβεντιαστή, ὅπως ἐπικοινωνεῖ
κανεὶς μὲ τὰ πουλιά, τὰ κατοικίδια καὶ τὰ ζῶα τοῦ δάσους. Ἔτσι συνέθεσε,
ὅπως περιγράφει ὡς θαυμαστὸ ἐπίτευγμα, ὁ Beethoven τὴν «Ποιμενικὴ
Συμφωνία» του: «Δὲν τὴν ἔγραψα ἐγώ, ἀλλὰ τὰ πουλιά.» Περίπου ὅ,τι συμβαίνει
στὸν κύκλο Erdreich
(Βασίλειο τῆς γῆς,
DVA 1982, 80):
Εἶδα στὸν ὕπνο μου ἕνα πουλὶ
δυὸ πόδια ψηλό
Καθόταν στὸν δεξιὸ στῦλο
Τῆς δίφυλλης πόρτας
Στὸ διαλυμένο ἀπὸ καιρὸ
ὑποστατικὸ
Τοῦ μυστακοφόρου σὰν τὴ
φώκια παπποῦ μου.
Βλέπεις! μοῦ εἶπε καθὼς βγῆκα
Καὶ ἤχησε κάπως ἐπιτιμητικά
Ἐνῶ ἐγὼ ἤμουν χαρούμενη
ποὺ εἶδα καὶ κατάλαβα.
(«Ablösung», «Ἀποκοπή», σελ. 80)
Οἱ τίτλοι τῶν κυριότερων
ἔργων της εἶναι ἐνδεικτικοὶ τοῦ φυσικοῦ προσανατολισμοῦ της: Landaufenthalt (Ὑπαίθρια διαμονή,
1967), Rückenwind
(Νωτιαῖος ἄνεμος,
1976), Wintergedichte
(Χειμωνιάτικα ποιήματα,
1978), Schneewärme
(Θέρμη χιονιοῦ,
1989), Das simple Leben (Ἡ ἁπλὴ ζωή, 1994), Schwanenliebe (Κύκνειος ἔρως, 2001).
Ἔδωσε πίσω στὸν κόσμο τὸν χαμένο ρυθμό. Καὶ ἂν αὐτὸ ἀκούγεται ὑπερβολικό,
ἂς πιστωθεῖ στὸν προορισμὸ τοῦ ποιητῆ, στὸν Friedrich Hölderlin, γιὰ παράδειγμα,
στὸν ὁποῖο χρωστοῦν ὅλοι. Συλλέκτρια, γιατί ὄχι, θραυσμάτων τῆς γλώσσας,
ὅπως εἶναι ὁ προορισμὸς ὅλων τῶν ἀληθινῶν ποιητῶν. Κάπως ἔτσι ἐννόησε
ὁ ρομαντικὸς Heinrich von Kleist τὴν Σπασμένη
στάμνα (Der
zerbrochne Krug, 1811). Ἕνα θρυμματισμένο
καὶ ριγμένο σὲ κομμάτια στὰ πέρατα τῆς Γῆς ἀγγεῖο. Ὁ ποιητὴς εἶναι
γέννημα τῆς μετὰ τὴν Βαβὲλ ἐποχῆς, ποὺ δὲν μπόρεσε ὡστόσο νὰ ἐμποδίσει
καμία καταστροφή. Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πλήρη ἀδυναμία του, στὴν περιττολογία
τοῦ φαινομένου ποὺ λέγεται γραφή, κρύβεται παραδόξως ἕνα πολύτιμος
προορισμός. Ἡ Kirsch αὐτοχαρακτηρίζεται «νηφάλια χρονικογράφος
τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας». Οἱ λοιπὲς διακηρύξεις εἶναι «στάχτη στὰ μάτια
τοῦ κόσμου». Ὅμως, αὐτὸ τὸ «τίποτε» εἶναι ὁ πυρήνας τοῦ πολιτικοῦ λόγου.
Ἐκεῖ κατοικεῖ τὸ «politikon zoon», χωρὶς νὰ μοιράζεται σὲ πρόσωπο καὶ ἄτομο,
ἄνθρωπο καὶ πολίτη. Ὁ κόσμος τότε μπορεῖ νὰ φωλιάσει σὲ ἕναν στίχο, ὅπως
χώρεσαν σὲ ἕνα χορικὸ τοῦ Σοφοκλῆ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης πορείας
καὶ τὸ «δεινόν», μετὰ τὰ φυσικά, ἐρώτημα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Τὸ ἐπικὸ
ποίημα ἢ πεζοτράγουδο τοῦ W.G. Sebald Nach
der Natur (Ἐκ τοῦ φυσικοῦ, 1988)
θέτει τοὺς ἴδιους ὅρους εὐθύνης τοῦ πολίτη καὶ δημιουργοῦ. Ἡ Sarah
Kirsch τιμήθηκε, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὰ Friedrich-Hölderlin-Preis (1984) καὶ
Georg-Büchner-Preis (1996), ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα λογοτεχνικὰ βραβεῖα
στὸν γερμανόφωνο χῶρο.
Das simple Leben.
Μικροαφηγήματα μεταξὺ ἡμερολογίου καὶ ἐπιστημονικῆς φαντασίας
Τὸ σύντομο ἀφήγημα ὡς ἐπείγουσα
δημοσιογραφικὴ εἴδηση σὲ μορφὴ ἡμερολογιακή, χρονολογική: «θεωρία
τοῦ Χάους», ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ἡ Kirsch. Στὸ χάος ὁδηγεῖ, λόγου χάρη,
τὸ τρομοκρατικὸ χτύπημα στὴν Χάϊφα, στὶς 4 Ὀκτωβρίου 2003, ὅπου ἔχασαν
τὴ ζωή τους δέκα ἄνθρωποι. Ἡ 4η Ὀκτωβρίου ἑορτάζεται ὡς Ἡμέρα Συμφιλίωσης
(Versöhnungstag). Τὸ 2002, δέκα τρία χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Τείχους,
γράφει σὲ ἕνα ποιητικὸ χρονικό, δομημένο ὡς ταινία ἐπεισοδίων,
γιὰ ἕναν ἐπιδέξιο Νοέμβρη ποὺ φύσηξε καὶ σήκωσε τὸ Τεῖχος, ἀφοῦ οἱ
«Machthaber», οἱ ἔχοντες τὴν ἐξουσία, «ἦταν ἀνίκανοι νὰ διατυπώσουν
κάτι», δηλ. μία ἁπλὴ συντακτικὰ πρόταση παραδοχῆς τοῦ τέλους. Τὸ τεῖχος
«πέταξε» μὲ τοὺς γλάρους, καταργώντας ὅλους τοὺς νόμους τῆς ἰδεολογικῆς
βαρύτητας. Στὸν κύκλο σύντομων ἀφηγημάτων μὲ τίτλο Φληναφήματα κοράκων (Krähengeschwätz, 2010) ἡ
Kirsch διατυπώνει πολιτικὲς παρατηρήσεις ὡς συναίσθηση ποιητική.
Τὰ φληναφήματα τῶν κοράκων δὲν εἶναι κάποια ἀμελητέα πολυλογία·
στοχεύουν, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ κόρακος ὡς ἀρχαίου καὶ χριστιανικοῦ
συμβόλου τῆς φωτιᾶς καὶ τῆς Θείας Πρόνοιας, στὶς καλὲς καὶ ἄσχημες ὄψεις
τῆς φύσης (συμπεριλαμβανομένης τῆς ἀνθρώπινης φύσης). «Οἱ μεγαλοφυΐες»,
λέει ἡ Kirsch, «ἔχουν συχνὰ κακὴ μνήμη» (Michael Braun, «”Alles ist
auffindbar in meinen Spuren” Zum 75. Geburtstag der Dichterin Sarah Kirsch».
Περ. Die politische Meinung, 485, 2010,
69-72). Αὐτὴ ἡ σύντομη γραφή, μὲ τὴν ἐκρηκτικότητα τῆς πυκνῆς γόμωσης,
ὄχι μόνο συντηρεῖ τὴ μνήμη, ἀλλὰ τὴν προοικονομεῖ στὴν ἐπερχόμενη
δείνωση τοῦ κόσμου. Ὅπως τὸ «ἔσσετ’ ἦμαρ…» τοῦ Ὁμήρου.
Das simple Leben. Τίτλος ἁπλός,
καθημερινὸς ὅσο καὶ ἀμετάφραστος, συγγενικὸς πάντως μὲ αὐτὸν τοῦ
Sebald. Χωρὶς εἰδολογικὴ ἔνδειξη: προσωπικὸ ἡμερολόγιο, χρονογράφημα,
κεκαλυμμένη πρόζα ἢ ποίηση. «Ἁπλή», τρόπος τοῦ λέγειν, εἶναι ἡ ζωὴ
τῆς Kirsch μετὰ ἀπὸ τὸν «ἐκπατρισμό» της τὸ 1977. Ἀπὸ τὸ 1983 μέχρι τὸν
θάνατό της ἔζησε στὸ χωριὸ Tielenhemme, στὶς ὄχθες τῶν ποταμῶν Eyder
(Eider) καὶ Tielenau, τοῦ κρατιδίου Schleswig-Holstein στὴν βόρεια Γερμανία.
Μαζί της εἶχε τὸν γιό της Μωϋσή (1969), τὸν φίλο της Ἀμβρόσιο, συνθέτη,
τὴ γάτα Anna Blume, τὸν γαϊδαράκο Bosch, τὸν σκύλο Schumann, τὸν
Jonathan, τὸ πρόβατο, χωρὶς νὰ ἐξαιροῦνται τὰ πουλιά, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Συνεκδοχὴ τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Νῶε. Σὰν βιβλικὴ ἐπανεγγραφὴ καὶ προαναγγελία
ἑνὸς τέλους. Ἐκεῖ, λέει ἡ Kirsch, δὲν θὰ εἶχαν θέση ὁ Günter Grass, ὁ
Peter Handke, ἡ Christa Wolf.
Ἠθελημένη
ἀπομόνωση ἀλλὰ καὶ μάτι ἄγρυπνο ποὺ παρακολουθεῖ ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο
καὶ μέσα ἀπὸ τὸ «γυάλινο μοῦτρο» σχολιάζοντας μὲ πέννα λεπτὴ ὅσο
καὶ εὐαίσθητη, δηλαδὴ ποιητικὴ διάθεση εὐερέθιστη, τὰ γεγονότα
σὲ ὅλον τὸν πλανήτη. Ἀπὸ τὴν εἰδησεογραφία ποὺ τροφοδοτεῖ τὸ βιβλίο,
συμπεραίνουμε ὅτι γράφεται πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ὀγδόντα
καὶ φθάνει περίπου στὸ 1992: Οἱ ταραχὲς στὸ Μὶνσκ τῆς Λευκορωσίας, ὁ
πόλεμος τοῦ Kόλπου, ἡ πυρηνικὴ ἔκρηξη στὸ Τσερνόμπιλ, ἡ ἀναταραχὴ
στὰ Βαλκάνια, ἡ περεστρόϊκα, τὸ πραξικόπημα-ὀπερέττα κατὰ τοῦ
Γκορμπατσὼφ στὴν Ρωσία. Καταλυτικὴ στὴ σκέψη τῆς Kirsch, ἔστω καὶ ἂν
δὲν λέγεται εὐθέως στὸν κύκλο αὐτό, ἡ πτώση τοῦ Τείχους καὶ ἡ ἁλυσιδωτὴ
κατάρρευση τοῦ Ostblock. Ἔχει στὰ χέρια της τὸν φάκελό της ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα
τῆς Stasi. Δὲν τὴν ἀπελπίζει ἡ προδοσία τῶν κοντινῶν φίλων καὶ τῶν ὁμοτέχνων,
ἀλλὰ ὁ μολυσμένος ἄνθρωπος τοῦ πλανήτη, τοῦ ὁποίου ὁ πληροφοριοδότης
τῆς Κρατικῆς Ἀσφάλειας εἶναι ἕνα ἥσσονος σημασίας καὶ διάρκειας περιστατικό.
Ὅταν ἐπισκέπτεται τὸ πρώην ἀνατολικὸ Βερολῖνο, τὸ βρίσκει ἀκόμη
ἄσχημο. Εἶναι ἡ ἀσχήμια τῆς Christa Wolf ποὺ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν παρουσία
της ἐκεῖ. Ὁ Ἔριχ Χόνεκερ, ὁ ἀρχιμηχανικὸς τοῦ Τείχους, περιφέρεται
στὴν Μόσχα καὶ τὸ Βερολῖνο ζητώντας πολιτικὸ ἄσυλο. Πῶς ἐξαργυρώνεται
τώρα ὁ θερμὸς ἀλληλοασπασμός, κυριολεκτικὰ «τὸ φιλί», μὲ τὸν Μπρέζνιεφ;
Ὁ κραταιὸς κάποτε Γκορμπατσὼφ ἀδυνατεῖ νὰ τὸν προστατεύσει. «Ἔχει ὁ
ἴδιος προβλήματα». Γεγονότα-παρωδίες τῆς ἱστορίας, σὰν ἕνα τέλος
ποὺ τείνει νὰ ἀγκαλιάσει ὁλόκληρον τὸν πλανήτη. Καιρὸς μιᾶς Κιβωτοῦ
τῆς μικρῆς πρόζας.
Τὸ
διαμελισμένο σὲ μικρὰ θραύσματα ἡμερολογιακὸ δοκίμιο, σύμφωνο
καὶ μὲ τὴ θεωρία τοῦ Χάους, συμπλέκει, ὅπως εἰπώθηκε κατὰ κόρον, τὴ
μακροϊστορία μὲ τὴ μικροϊστορία, τοὺς ἐκκωφαντικοὺς βομβαρδισμοὺς
καὶ τὸ τιτίβισμα τῶν πουλιῶν, τὴν πολεμικὴ ἀποστολὴ καὶ τὴ βόλτα τοῦ
Μωϋσῆ μὲ τὸ ποδήλατο. Ἡ παράδοξη, προκλητικὴ σύζευξη παρερμηνεύθηκε
ὡς ἄσκοπη αὐτοαναφορικότητα καὶ αὐτοπροβολή (Cora Schenberg,
«Sarah Kirsch: Das simple Leben». GDR
Bulletin, Vol.
21, Iss. 2, 26). Ὅμως, ἄσκοπη καὶ ἄκαιρη εἶναι ἡ κριτικὴ ποὺ διαβάζει
τὴν Kirsch μὲ ὅρους πολιτικοὺς ἢ τουλάχιστον δίνει προτεραιότητα σὲ
αὐτούς. Ἡ θεματικὴ τοῦ βιβλίου ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴ γλώσσα, τὴν εἰκόνα
τῆς γλώσσας, τὴν ἐλλειπτικὴ στίξη, τοὺς ἰδιωματισμούς, τὰ ἠχητικὰ
ξενίσματα. Ἡ ἀνθρωπότητα δὲν περιμένει ἀπὸ τοὺς ποιητὲς νὰ πληροφορηθεῖ
γιὰ τὴν κατάντια τοῦ σοσιαλιστικοῦ ὀνείρου, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ τὴν ἔχουν
προφητέψει. Ἡ πολιτική τους στάση εἶναι κυρίως αἰσθητικῆς τάξεως.
Ἡ
σύντομη ἀφήγηση εἶναι στάση πολιτική. Καὶ ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου, ἄκρως
ὑπεραπλουστευτικός, δηλώνει τὴ νηφάλια ἐξεικόνιση τοῦ Ἐγὼ ὡς ἀνθρώπινου
χαρακτήρα καὶ τύπου, μὲ τὴ γραφή του σημαδεμένη ἀνεξίτηλα ἐπάνω
του. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ ἔργο προϋποθέτει τὴν ἀνάγνωση προηγούμενων
βιβλίων τῆς Kirsch, ὅπως τὰ Schwingrasen
(Φτερωμένο γρασίδι,*
πρόζα), Spreu
(Σκύβαλο, ἡμερολόγιο),
Erlkönigstochter
(Ἡ κόρη τοῦ Erlkönig,
ποιήματα). Μέρος κι αὐτὸ ἑνὸς ἔργου ἐν προόδῳ, ἕνα μικροαφήγημα,
δηλαδή, μέσα στὸ μεγάλο ἀφήγημα, τὸ ὁποῖο ἡ Sarah Kirsch συνοψίζει
στὸ λογοπαίγνιο «Gedichte, Berichte, Gesichte» («Ποιήματα, ἐξιστορήσεις,
πρόσωπα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου