Ἔτσι μοῦ ‘λεγε ἡ μάνα, μὲ
κρυφὴ περηφάνια. Μὲ ξεπροβόδιζε ἀπὸ τὸ χάραμα, ὅταν πήγαινα νὰ
ντυθῶ παπαδάκι στὴν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μας. Δὲν τῆς ἔκανα τελικὰ
τὸ χατίρι, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς της. Ἂν καὶ σεβόμουν
τοὺς παπάδες καὶ τὸ λειτούργημά τους, δὲν ἄντεχα τὰ πολλὰ «Κύριε ἐλέησον»,
τὶς νηστεῖες, τὶς γονυκλισίες, τὰ σταυροκοπήματα καὶ τὶς ὑποκρισίες.
Ποτὲ δὲν μείναμε γιὰ πολὺ σ’ ἕνα τόπο. Μὲ τὶς μεταθέσεις, λόγῳ
τῆς δουλειᾶς τοῦ πατέρα, φιλόλογος στὸ Γυμνάσιο, ἀλλάζαμε συχνὰ σπίτι,
σχολεῖο καὶ φίλους. Κάθε μετακόμιση καὶ μιὰ ἐπώδυνη ἐμπειρία. Ἕνας
ξεριζωμὸς ποὺ μὲ γέμιζε θλίψη καὶ νοσταλγία, γιὰ τὰ παλιὰ λημέρια,
τοὺς χαμένους συμμαθητὲς καὶ πρὸ παντὸς γιὰ κάποιες κρυφὰ πολυαγαπημένες
συμμαθήτριες. Ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ ἔζησα παιδί, ἕνα ἔρχεται ἔντονα
στὸ νοῦ. Εἰδικά τὰ βράδια μετὰ ἀπὸ μιὰ κουραστική, στενάχωρη μέρα. Ἀναδύεται
μέσα ἀπὸ τὴ θολούρα τοῦ μυαλοῦ. Τὴ διαπερνᾶ καὶ τὴ διαλύει. Ξαναζωντανεύουν
μέσα μου ἄνθρωποι καὶ γεγονότα.
Ἐκεῖ μέναμε στὸ σπίτι τοῦ Μήτσου τοῦ μουγκοῦ. Δικό του ἦταν τὸ παλιὸ
διώροφο. Ὁ ἴδιος ὁ μουγκὸς μὲ τὴ φαμίλια του ἔμεναν σὲ μονοκατοικία
λίγο πιὸ πέρα. Ὁ Μῆτσος δὲν ἦταν μόνο μουγκός. Ἦταν καμπούρης καὶ ἄσχημος.
Ἔμοιαζε νὰ τὸν εἶχε φτύσει ἡ μήτρα τῆς μάνας του. Ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καλόψυχος κι ἐργατικός. Σὰν τὸν Κουασιμόδο τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων.
Δὲν καταλάβαινα ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πῶς ἕνας ἄσχημος καὶ μουγκὸς ἄνθρωπος
μποροῦσε νὰ ἔχει τόσο ὄμορφες κι ἔξυπνες κόρες.
Στὸ ἰσόγειο τοῦ παλιοῦ διώροφου ἔμενε μιὰ οἰκογένεια Κρητικῶν
μὲ δυὸ μικρὰ παιδιά, περίπου συνομήλικά μου. Ἐμεῖς κατοικούσαμε
στὸν πρῶτο ὄροφο. Ἀπὸ τοὺς κάτω μᾶς χώριζαν οἱ φαγωμένες ἀπὸ τὸν καιρὸ
τάβλες καὶ τὰ μαδέρια τοῦ πατώματος. Μᾶς ἕνωναν ὅμως τὰ τριξίματα,
οἱ θόρυβοι ἀπὸ τὰ πατήματα, τὰ κρεβάτια καὶ οἱ ὁμιλίες. Μέσα ἀπὸ τὶς
τρύπες καὶ τὶς σχισμὲς τοῦ σανιδώματος, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἤχους, ἄνετα
περνοῦσαν καὶ τὰ παιδικά μας δάχτυλα ἢ κάποιο μαχαιράκι. Τρόμαζε
τότε τὸ μικρότερο ἀγόρι τῶν συγκάτοικων, ὁ Μιχάλης, ποὺ ἦταν ἀλαφροΐσκιωτος
κι ὅλο ἔπαιζε μὲ τὰ χώματα. Μακάβρια παιχνίδια, μὲ κηδεῖες καὶ ταφές.
Ἔλεγε ὅ,τι ἔπιανε τὸ ἀφτί του στὴν ἐκκλησία, «ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου
Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα πρόσχωμεν» μὲ κρητικὴ προφορά. Ἔψαλε νεκρώσιμες
ἀκολουθίες στὰ στρατιωτάκια του. Τὰ ἔθαβε μαζὶ μὲ διάφορα μυρμήγκια,
σκαθάρια, πασχαλίτσες, τζιτζίκια καὶ μικρὲς σαῦρες. Τὰ θανάτωνε καὶ
τὰ κήδευε κατευχαριστημένος. Ἀργότερα ἀκολούθησε αὐτὴ τὴν περίεργη
κλίση καὶ ἀφοῦ πέρασε κι ἐκεῖνος ἀπὸ παπαδάκι, κατέληξε νὰ γίνει ἐργολάβος
κηδειῶν.
Δὲν εἶχε περάσει μήνας ἀπὸ τὴ μετακόμισή μας σ’ αὐτὸ τὸ διαμέρισμα,
ὅταν ἕνα φθινοπωρινὸ δειλινό, ἄγριες ἄναρθρες κραυγὲς κομμάτιασαν
τὴν ἠρεμία τῆς γειτονιᾶς. Ἡ μάνα μου, ποὺ ἦταν ἔγκυος, κόντεψε ν’ ἀποβάλει
ἀπὸ τὴν τρομάρα. Ἀκουγόταν κάτι σὰν ἄλογο ἀγριεμένο ποὺ χλιμιντρίζει,
σὰν σκυλὶ ποὺ τὸ σκοτώνουν. Ὄχι σὰν ἄνθρωπος. Ὅλα τα παιδιὰ πετάχτηκαν
στὸ δρόμο. «Τί ἔγινε, ρέ;» Ἀπὸ μισόλογα ποὺ ἄκουσαν νὰ ψιθυρίζουν
γειτόνισσες, κατάλαβαν. Ὁ μουγκὸς οὔρλιαζε γιατί ἔμαθε ὅτι τὸν ἄφησε
ἡ γυναίκα του. Τὴν εἶχαν παντρέψει μὲ τὸ ζόρι οἱ δικοί της, φτωχὴ καὶ ὀμορφούλα,
μὲ τὸν εὐκατάστατο, καλόψυχο ἀλλὰ δύσμορφο μουγκό. Αὐτὸς τὴ λάτρευε.
Ἔκανε δυὸ κόρες μαζί της. Κουκλίτσες σὰν τὴ μάνα τους. Ἔξυπνες καὶ καλόψυχες
σὰν τὸν πατέρα τους. Πρῶτες μαθήτριες στὴν τάξη τους. Οἱ κόρες τοῦ μουγκοῦ
μὲ τ’ ὄνομα. Οἱ ψίθυροι, σὰν ἐρινύες γύρω τους, δὲν τὶς ἄγγιζαν. Σὲ
λίγους μῆνες φόρεσαν μαῦρα. Ὁ πατέρας τους εἶχε κρεμαστεῖ. Ἡ κηδεία
ἦταν βουβὴ χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη. Σκεφτόμουν πὼς οὔτε κι ὁ θεὸς τὸν ἤθελε.
Μόνο ὁ Μιχαλάκης τοῦ ἰσογείου ἔδωσε ρεσιτὰλ νεκρώσιμης ἀκολουθίας,
στὴν παρέα τῶν ἀγοριῶν, παράμερα κι ἔξω ἀπὸ τὴν κύρια πομπή. Ἀπὸ τὸ
στόμα του ἄκουσα γιὰ πρώτη φορά τὸ «Καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα
καὶ εἶπον, ἄρα τίς ἔστι; Βασιλεὺς ἢ στρατιώτης; Πλούσιος ἢ πένης; Δίκαιος
ἢ ἁμαρτωλός;»
Ἔτσι, θέλοντας καὶ μή, γνώρισα τὸ νεκροταφεῖο. Ἐκεῖ κατέληγαν
ἀργότερα κάποιες ἀπὸ τὶς μακρινές μας ἐξορμήσεις. Στὴν ἀρχή μοῦ φαινόταν
ἕνας ὡραῖος κῆπος, μὲ δέντρα, λουλούδια, δρομάκια καὶ ἄσπρα μάρμαρα.
Ἴσως ἕνα κομμάτι τοῦ Παραδείσου, ὅπου ἀφήναμε τὶς ψυχὲς ἐλεύθερες
νὰ χαροῦν τὴ δροσιὰ τοῦ ξημερώματος, τὰ κελαηδίσματα τῶν πουλιῶν,
τὸ τραγούδι τοῦ γρύλου ποὺ συνοδεύει τὸ χορὸ τῶν ἀστεριῶν τὴ νύχτα.
Τίποτε φριχτό, τίποτε μακάβριο. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς βόλτες μας ἐκεῖ, εἶδα
τὶς νεκροκεφαλὲς καὶ κάτι ψυλλιάστικα. Μέχρι τότε ἤθελα νὰ αἰσθάνομαι
ἀθάνατος καὶ ἄτρωτος σὰν τὸν Ἀχιλλέα ποὺ διάβαζα στὴν Ἰλιάδα γιὰ
παιδιά. Τὴν εἶχε φέρει ἡ μάνα, δῶρο στὴ γιορτή μου. Ὅταν ἔμαθα ὅτι
καὶ ὁ ἀγαπημένος μου ἥρωας, ὁ ἡμίθεος, σκοτώθηκε, ἔκλαψα πικρά.
Οὔτε αὐτὸς δὲν γλύτωσε. Ἦταν ἀβάσταχτο. Κατέβαινα στὸ νεκροταφεῖο
τὸ δειλινό, νὰ ἀντιμετωπίσω κατάματα αὐτὸ ποὺ φοβόμουν, ὅτι δηλαδὴ
κι ἐγὼ θὰ πέθαινα. Σκαρφάλωνα πάνω στὴ μάντρα καὶ κοίταζα μὲ ἔνταση
τοὺς τάφους. Ἔβαζα μὲ τὴ φαντασία μου τὸν ἑαυτό μου στὴ θέση τῶν νεκρῶν,
χωμένο μὲς στὸν τάφο. Χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπω, ἀφτιὰ γιὰ νὰ ἀκούω. Μιὰ
χαραμάδα φῶς, μακρινὸς ἦχος καὶ ὑπάρχεις, οὔτε σταγόνα φῶς, κανένας
ἦχος, δὲν ὑπάρχεις. Σκεφτόμουν. Φρίκη μὲ πλημμύριζε. Πηδοῦσα τότε ἀπὸ
τὴ μάντρα κι ἔτρεχα μακριὰ μὲ ὅση δύναμη εἶχα στὰ πόδια μου, πρὸς τὸ φῶς
τοῦ ἥλιου ποὺ ἔδυε, νὰ μὴ μὲ προλάβει κανένας πεθαμένος, κανένας θάνατος,
κανένας θεὸς ἢ δαίμονας, κανένα σκοτάδι. Προσπαθοῦσα νὰ ἐξορκίσω
τὸ ὑπέρτατο κακὸ ποὺ ἀποκαλύφθηκε τόσο πρόωρα μέσα μου.
Στὸ σχολεῖο, περισσότερο ἀπὸ τοὺς φίλους, τὰ μαθήματα καὶ τὸν
δάσκαλο, μὲ παρηγορούσαν καὶ μὲ ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὶς ζοφερὲς σκέψεις
τὰ ὄμορφα πρόσωπα τῶν ἀγαπημένων συμμαθητριῶν. Τὶς κοιτοῦσα μαγεμένος.
Μέχρι ποὺ διασταύρωνα τὸ βλέμμα μαζί τους καὶ δὲν τὸ ἄντεχα. Κατέβαζα
τὰ μάτια ἀμήχανος, δειλὸς καὶ ντροπιασμένος. Πῆρε καιρὸ νὰ μάθω νὰ
τὶς κοιτάζω κατάματα. Εἶχα τὸ κουράγιο νὰ ἀτενίζω κατευθείαν τοὺς
τάφους καὶ τὸν θάνατο. Ἦταν ὅμως πιὸ δυνατὸ καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο, μέσα
στὴν ψυχή, τὸ γλυκό, ἐρευνητικὸ βλέμμα τῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔκανε νὰ
χαμηλώνω τὴ ματιά μου.
Κοντὰ στὸ σχολεῖο βρισκόταν ὁ ἀρχαιολογικὸς χῶρος ποὺ μπαινοβγαίναμε
ὅταν ἤμασταν παιδιά. Δὲν ὑπῆρχε γωνιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχουμε ἐξερευνήσει.
Κρυβόμασταν πίσω ἀπὸ τὰ μάρμαρα μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα θεούς. Παίζαμε
κοντά τους. Συγκρίναμε τὰ τσουτσούνια μας ποὺ ἔθαλλαν μ’ ἐκεῖνα τῶν
σπασμένων ἀγαλμάτων· τὰ κομμένα.
Ἕνα βράδυ τοῦ Δεκέμβρη, παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ξύπνησα
ἀπὸ δυνατὲς ὁμιλίες καὶ ἀγωνιώδεις ἀνάσες τῆς γκαστρωμένης μάνας
μας, στὸ διπλανὸ δωμάτιο. Γεννοῦσε. Πετάχτηκα καὶ προσπαθοῦσα νὰ δῶ
ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα, χωρὶς νὰ τὰ καταφέρνω. Ἡ ἀγωνία καὶ ἡ περιέργεια
μεγάλωναν. Ξύπνησε καὶ ὁ Νάσος, ὁ μικρότερος ἀδελφός. Εἴχαμε στηθεῖ
ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μὲ τεντωμένα ἀφτιὰ καὶ γουρλωμένα μάτια. Ἀκούστηκε
ἕνα δυνατὸ οὐρλιαχτὸ τῆς μάνας ποὺ ξέσχισε τὴ νύχτα καὶ ἀμέσως μετὰ
τὸ κλάμα τοῦ μωροῦ.
«Ἄντε νὰ σοῦ ζήσει! Βγῆκε κι αὐτὸς στὸν ψεύτικο τοῦτο κόσμο», φώναξε
ἡ μαμὴ στὴ λεχώνα. Κατάλαβα. Δὲν εἶχε ἐκπληρωθεῖ ἡ ἐπιθυμία τῆς
μάνας ποὺ ἤθελε τὸ τρίτο παιδὶ της κορίτσι. Ἔμεῖς ὅμως ἐνθουσιαστήκαμε
ποὺ ἔμπαινε καὶ ἄλλος στὴν παρέα.
Ἔτσι γεννήθηκε ὁ μικρός μας ἀδελφός, ὁ Λευτεράκης. Εἶχα κάνει
πολλὰ ὄνειρα γι’ αὐτὸν στὸ παιδικὸ μυαλό μου. Πῶς θὰ παίζαμε μαζί. Θὰ
τὸν βγάζαμε βόλτα στὴν πλατεία Ἡρώων μὲ τὸ λιοντάρι. Θὰ μεγαλώναμε
καὶ οἱ τρεῖς. Θὰ φοράγαμε μακριὰ παντελόνια. Πάντα νὰ τὸν ἔχω κάτω ἀπὸ
τὴν προστασία μου. Θὰ γινόταν ὁ καλύτερος ἀπὸ ὅλους. Ὁ μικρούλης καὶ
χαϊδεμένος μας. Ὁ Λευτεράκης ὅσο μεγάλωνε χαιρόταν καὶ ξεκαρδιζόταν.
Ἦταν ὅλο φιλιὰ καὶ χάχανα. Εἶχε κάτι δυνατὰ χεράκια ποὺ ἅρπαζαν τοὺς
μεγαλύτερους καὶ δὲν τοὺς ἄφηναν μὲ τίποτα. Ἐμεῖς πάλι δὲν ξέραμε
ποιός νὰ τὸν πρωτοπιάσει. Ὅταν τὸν ἔγδυνε ἡ μάνα γιὰ νὰ τὸν ἀλλάξει, ἀπ’
τὴ χαρὰ του τὴν πολλὴ τεντωνόταν καὶ ὅπως ἦταν σηκωμένο τὸ πουλὶ του
κατουροῦσε τὰ μοῦτρα του. Φαινόταν ὁ πιὸ βαρβάτος ἀπ’ ὅλους. Στὸ σχολεῖο
τὸ μυαλό μας ὅλο στὸ μωρό. Πότε θὰ σχολάσουμε, νὰ πᾶμε νὰ παλέψουμε,
νὰ τὸν χοροπηδήσουμε, νὰ τὸν χαϊδέψουμε. Νὰ μεγαλώσει γρήγορα. Νὰ
τὸν φέρει ἡ μάνα μιὰ μέρα στὸ σχολεῖο, ποὺ θὰ ἔχουμε γιορτή. Νὰ τὸν δοῦνε
τὰ κορίτσια τῆς τάξης, νὰ λιώσει ἡ καρδιά τους ποὺ ἔχουμε ἕνα τόσο μικρὸ
καὶ ὄμορφο ἀδέλφι.
Σὰν νὰ εἶχε ἔλθει ἕνας μικρὸς Μεσσίας στὴν οἰκογένεια. Ζούσαμε
τὶς πιὸ εὐτυχισμένες μέρες τῆς ζωῆς τότε, ἡ μάνα μᾶς ἀγάπαγε ὅλους,
ὁ πατέρας πάνω στὴν ἀκμή του κι ἐμεῖς ἀνέμελα παιδιά.
Κάπου κάπου ἐρχόταν περαστικὸς τὰ μεσημέρια ὁ δάσκαλος, ὁ κύριος
Λιγκώνης. Ψηλὸς μὲ μεγάλα μαῦρα μάτια καὶ κάτι ἀγαθά, δασκαλίστικα
καλαμπούρια. Ἤθελε νὰ δεῖ, λέει, πόσο γρήγορα θὰ μεγάλωνε ὁ μικρός,
γιατί εἶχε καὶ αὐτὸς γιὸ στὴν ἡλικία του. Μόνο ποὺ ἔβρισκε τὸν δικό
του νὰ ὑστερεῖ στὴν ἀνάπτυξη. Ὅλο ρώταγε τί τὸν τάιζε ἡ μάνα τὸν Λευτεράκη,
νὰ ταΐσουν κι αὐτοὶ τὸν δικό τους, μήπως καὶ παχύνει. Ἔτσι κολακεύονταν
ὅλοι καὶ γινόμασταν ἀκόμα πιὸ περήφανοι γιὰ τὸ μωρό μας.
Δίπλα ἔμενε ἡ οἰκογένεια τοῦ παπᾶ Καλόμαλου. Στὴν αὐλὴ του ὑπῆρχε
ἕνας τεράστιος φίκος. Τὰ κλαδιὰ του ἀγκάλιαζαν καὶ σκέπαζαν τὸ σπίτι
μας. Τὰ βράδια ποὺ φύσαγε, ἄκουγα τὸ δέντρο νὰ ξύνει τὸν τοῖχο δίπλα
στὸ μαξιλάρι μου. Ζοῦσα μὲ τὴν ἀγωνία μήπως τὸ γκρεμίσει καὶ τὸ ξεθεμελιώσει
μὲ τὶς ρίζες του.
Τὰ καλοκαίρια χαιρόμασταν τὸν ἥλιο, τὴ θάλασσα, τὴ νύχτα μὲ τὰ ἀστέρια
καὶ κάθε εὐκαιρία ποὺ παρουσιαζόταν γιὰ παιχνίδι. Εἴχαμε συνηἊς
γκρίνιαζαν οἱ γονεῖς καμιὰ φορά, ἐκφράζοντας τὸ παράπονο καὶ τὴ μοναξιὰ
τῶν ξένων. Τὴν αἴσθηση τοῦ αὐτόχθονος, ἐκτός τῶν ἄλλων, τὴν ἐνίσχυε ὁ
Λευτεράκης ποὺ ἦταν γεννημένος σ’ αὐτὸν τὸν τόπο.
Οἱ μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ ἦταν μεγάλες καὶ ζεστές. Τὸ χάραμα ἔσκαγε
ἀπὸ τὶς πέντε τὸ πρωί. Μὲ ξύπναγε ἡ μάνα, βαθιὰ θρησκευόμενη, νὰ πάρω
τοῦ ἥλιου τὸ δρόμο, νὰ ντυθῶ παπαδάκι πρῶτος-πρῶτος στὸν Προφήτη Ἠλία.
Γιόρταζε ἐκεῖνες τὶς μέρες. Ἀπὸ τὴ βιασύνη νὰ φτάσω πρῶτος, φόρεσα
τὸ φανελάκι ἀνάποδα. Τί γρουσουζιὰ κι αὐτή! Μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι
δὲν ξαναφόρεσα τὰ ἄμφια.
Τὸ βράδυ, τὸ φῶς χανόταν μετὰ τὶς ὀχτώ, μὲ τὸν Ἀποσπερίτη. Αὐτὴ
τὴν ὥρα γυρίζαμε στὸ σπίτι, κατάκοποι ἀπὸ τὴ θάλασσα. Τσαλαβουτούσαμε
ὧρες κολυμπώντας σὰν τοὺς σκύλους. Κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς.
Ἐκείνη τὴ μέρα εἶχα κάνει δυὸ μπάνια, κρυφά, ἕνα τὸ πρωὶ κι ἕνα
το ἀπόγευμα. Γύριζα ψόφιος καὶ λυσσασμένος ἀπὸ τὴν πείνα. Μπῆκα στὸ
σπίτι σιγὰ σιγά, νὰ μὴν ξυπνήσω τὸ μωρό. Ὅμως στὴν κούνια ὁ Λευτεράκης
σπαρταροῦσε. Σπαρταροῦσε σὰν ψάρι ἔξω ἀπὸ τὸ νερό. Ἄκουσα τὴ μάνα
νὰ φωνάζει:
«Ἄχ, Παναγιά μου, σπασμοὺς κάνει τὸ μωρό μου, βοήθησέ μας! Νίκο,
παιδί μου, τρέξε γρήγορα στὸ γιατρό, γρήγορα νὰ ἔρθει, νὰ τὸ προλάβουμε!»
Βρέθηκα ἀστραπιαῖα στὴ γωνία τοῦ φούρνου. Ἕνα αὐτοκίνητο φρενάρισε
ἀπότομα μπροστά μου. Μετὰ στὴν Ἠλεκτρικὴ Ἑταιρεία. Στὸ δημόσιο δρόμο.
Ἔφτασα στὸ σπίτι τοῦ γιατροῦ ὅσο μποροῦσα ταχύτερα, λαχανιασμένος.
«Σᾶς παρακαλῶ, θέλουμε τὸν κύριο Σωτηρίου, γρήγορα στὸ σπίτι
μας. Τὸν γιατρό. Τώρα ἀμέσως. Εἶναι ἄρρωστος ὁ Λευτεράκης μας. Κάνει
σπασμούς.»
Γυρίσαμε πίσω στὸ σπίτι μὲ τὸ αὐτοκίνητο τοῦ γιατροῦ. Περίμενα
σὲ μιὰ γωνιά, πελιδνὸς ἀπὸ τὴν ἀγωνία. Μετὰ μὲ μιὰ συνταγὴ στὸ χέρι ἔφυγα
τρεχάλα γιὰ τὸ φαρμακεῖο. Στὸ δρόμο μονολογοῦσα πλημμυρισμένος στὸ
ἄγχος. Προσευχόμουν:
«Κράτα ἀδελφάκι μου καλό. Θεούλη μου, φύλαξέ το μας.»
Τὸ φαρμακεῖο ἦταν κλειστό. Γαντζώθηκα στὴν πόρτα. Χτύπησα μὲ
δύναμη. Ἐπιτέλους ἄκουσαν. Τρέχοντας στὴν ἐπιστροφὴ πάλι ψιθύριζα.
Ἔδινα κουράγιο στὸν ἑαυτό μου, νὰ τὰ καταφέρει: «γρήγορα τὶς ἐνέσεις
στὸ σπίτι, γρήγορα, Νίκο, νὰ γλυτώσεις τὸ ἀδελφάκι σου, ἀπὸ σένα κρέμεται
ὁ Λευτεράκης, πρόσεχε τὸ δρόμο, πρέπει νὰ γλιτώσει τὸ μωρό μας...».
Μετά, τὰ δυὸ μεγαλύτερα παιδιά, τὸν Νάσο καὶ μένα, μᾶς πῆρε νὰ
κοιμηθοῦμε στὸ σπίτι της ἡ γειτόνισσα, ἡ παπαδιά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα
μὲ τὸ μικρὸ στὴν ἀγκαλιὰ χάθηκαν στὸ σκοτάδι μὲ τὸ αὐτοκίνητο τοῦ
γιατροῦ.
Τὸ σπίτι ἔμεινε γιὰ μιὰ νύχτα ἔρημο μὲ τὸ φίκο. Κοιμηθήκαμε βαθιά,
χωρὶς νὰ βγάλουμε τὰ ροῦχα μας. Σηκώθηκα νωρὶς τὸ πρωί. Ρόδινος ὁ καλοκαιρινὸς
οὐρανός, σὲ γέμιζε αἰσιοδοξία. Ἁπλωνόταν μιὰ γαλήνη, ὅπως μετὰ
τὸν κατακλυσμό. Μόνο ἡ παπαδιὰ ἦταν ὄρθια κι ἑτοίμαζε τὸ γάλα. Δὲν
τολμοῦσα νὰ τῆς μιλήσω. Ξεπερνώντας τοὺς δισταγμούς μου μπόρεσα νὰ
ψελλίσω: «Τί ἔγινε;»
«Πιὲς τὸ γάλα σου. Γύρισαν», ἀκούστηκε σιγανὴ ἡ φωνὴ τῆς παπαδιᾶς
καὶ κατέβηκε στὸν κῆπο.
Ξύπνησε καὶ ὁ Νάσος. Πλύναμε τὰ πρόσωπά μας μὲ δροσερὸ νερό. Μέσα
στὸ φῶς τῆς αὐγῆς φάνηκε ὁ πατέρας, χλωμός, κουρασμένος. Μᾶς πῆρε ἀπὸ
τὸ χέρι. Στὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι, ἀκούστηκε ἥσυχη ἡ φωνή του, θαμπή,
πρωινή.
«Ὁ Λευτεράκης μας πέθανε.»
«Τί;... Πέθανε;...»
Ἡ καρδιὰ χτύπαγε ὅλο καὶ πιὸ ἀργά. Τὸ σπίτι μας ἥσυχο. Ἡ πόρτα ἀνοιχτή.
Χλωμὸ φῶς καὶ σιωπή.
Στὴ μέση τοῦ δωματίου ποὺ γεννήθηκε, ξαπλωμένο μὲς στὴν κούνια
του, ἀντίκρισα τὸ ἀδελφάκι μας. Ἀκίνητο, ἤρεμο, κάτασπρο, σὰν νὰ
κοιμόταν. Ἔκανε συντροφιὰ στὴ μάνα μας ποὺ ἔκλαιγε ἥσυχα ἥσυχα. Σὰν
νὰ μὴν ἤθελε, σὰν νὰ φοβόταν νὰ τὸ ξυπνήσει.
Τὸ κρατήσαμε κοντά μας, κοιτάζοντάς το, βουβά, ἴσα μὲ τὸ μεσημέρι.
Στὴν ἐκκλησία τὸ φιλήσαμε γιὰ τελευταία φορά. Εἶχε δροσίσει τὸ μέτωπό
του. Ἑφτὰ-ὀχτὼ ἄνθρωποι ἀκολουθήσανε στὸν τόπο ὅπου εἶχαν φέρει τὸν
Μῆτσο τὸν μουγκὸ πρὶν ἀπὸ καιρό.
Περάσαμε πίσω ἀπὸ τὰ σχολεῖα, μὲ τὸ μωρὸ τυλιγμένο σὲ ἄσπρο
σεντόνι, στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας. Δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀποχωριστεῖ. Διαβήκαμε
μπροστὰ ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ μαζευόμασταν νὰ πετάξουμε χαρταετοὺς τὴν
Καθαρὰ Δευτέρα. Πήραμε τὸν ἔρημο δρόμο μὲ τὶς πικροδάφνες κι ἀπὸ
κεῖ τὸ σκοτεινὸ μονοπάτι μὲ τὰ κυπαρίσσια ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ κοιμητήριο.
Ὁ βιβλιοπώλης, φίλος τοῦ πατέρα, εἶχε συνεννοηθεῖ ν’ ἀνοίξουν ἕνα
παιδικὸ τάφο.
Ὅταν γυρίσαμε, ἡ παπαδιὰ εἶχε ἑτοιμάσει ψάρι. Δὲν μπορέσαμε
νὰ φᾶμε. Δὲν κατέβαινε τίποτα.
Μείναμε μόνοι.
Τὰ δάκρυα τελείωσαν.
Χτύπησε ἡ πόρτα. Ἦταν ὁ δάσκαλος, ὁ κύριος Λυγκώνης, περαστικὸς
ὅπως πάντα ἀπροειδοποίητα, μ’ ἕνα πλατὺ χαμόγελο, χωρὶς νὰ ξέρει.
«Γειά σας, τί μοῦ κάνετε; Ὁ Λευτεράκης; Ποῦ...»
Τότε ὁ πατέρας, ἀντὶ γιὰ ἀπάντηση ἄρχισε νὰ κλαίει μ’ ἕνα ἀναφιλλητὸ
παράξενο, σὰν τοῦ Λιγνοῦ στὸν κινηματογράφο. Χωρὶς δάκρυα.
Δὲν τὸν εἴχαμε
ξαναδεῖ νὰ κλαίει. Ὅλοι ἤμασταν ἀξιοθρήνητοι. Ἐκμηδενισμένοι.
Καὶ ὁ θρῆνος μας μαζί.
Ὁ δάσκαλος, πάγωσε τὸ χαμόγελό του, ἔμεινε ψηλός, μετέωρος, ἀποσβολωμένος,
μετὰ διπλώθηκε σ’ ἕνα λυγμὸ κι αὐτὸς τόσο ἀστεῖο μέσα στὴν ἄφατη
θλίψη, τόσο ὑπερβολικό, ποὺ ἀντὶ νὰ μᾶς παρηγορήσει μεγάλωσε τὴν ὀδύνη.
Ἤθελα τότε νὰ φτιάξω ἕνα λυπημένο τραγούδι νὰ θρηνεῖ μὲ σπαραγμὸ
τὰ χαμένα μικρὰ παιδιὰ καὶ τὸν μικρούλη μας τὸν Λευτεράκη, ποὺ χθὲς ἦταν
καὶ σήμερα δὲν εἶναι πιά. Νὰ κλαίει γι’ αὐτὸν τὸν θάνατο μέχρι τὸ τέλος
καὶ τῆς δικῆς μου ζωῆς.
Τὸ βραδάκι, τὰ δυὸ ἀδέλφια κατεβήκαμε, πιασμένα ἀπὸ τὸ χέρι,
μέχρι τὴ γωνία καὶ γυρίσαμε. Δὲν εἴχαμε κουράγιο νὰ δοῦμε τ’ ἄλλα
παιδιά. Εἴπαμε μόνο: «Πάει ὁ Λευτεράκης μας».
Πηγαίναμε συχνά το καλοκαίρι στὰ μνήματα. Δὲν μπορούσαμε νὰ μὴν
κλάψουμε.
Τὸν ἄλλο χρόνο φύγαμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόλη.
Ὁ Λευτεράκης ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ πάντα.
Δὲν τοῦ χαρίστηκε οὔτε ὁ τόπος οὔτε ὁ χρόνος.
Κανένας θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου