ΑΝΑΣΥΡΩ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ἀπ’ τὶς
τσέπες μου χαρτάκια διαφόρων μεγεθῶν —μέχρι καὶ κομματάκια χαρτοπετσετῶν
ἔχω βρεῖ— μὲ λέξεις ποὺ κάποτε μοῦ κέντρισαν τὸ ἐνδιαφέρον. Πρόκειται
γιὰ λέξεις δυσνόητες, δυσπρόφερτες, τὶς ὁποῖες δὲν ἀκοῦς πλέον πουθενὰ
– κι ὡς ἐκ τούτου ἄχρηστες, μὴ λειτουργικές. Ἐπιλέγω νὰ τὶς μεταχειρίζομαι
(μὲ τὴν ἀπαιτούμενη φειδὼ) στὶς ποικίλες καθημερινές μου συναλλαγὲς
ἀλλὰ καὶ στὶς διάφορες μαζώξεις μὲ φίλους γιὰ νὰ προκαλέσω τὸν θαυμασμὸ
ἤ, κυνικότερα, γιὰ νὰ ξιπάσω. Συνήθως βέβαια δὲν καταφέρνω τίποτα
ἀπ’ τὰ δύο, ἡ συναλλαγὴ ἢ ἡ συζήτηση ἐξελίσσονται κανονικότατα
– χωρίς, δηλαδή, τὸ ἀναμενόμενο χάσκον στόμα ἀπ’ τὴ μεριὰ τοῦ ἀκροατῆ.
Σπανιότερα, κάποιος φίλος, θὰ ξεσπάσει σὲ χάχανα (ἀναίτια) ἢ θὰ μοῦ
ζητήσει κάποιο ἐπικρατέστερο συνώνυμο. Δὲν εἶναι λίγες βέβαια
καὶ οἱ φορές, ποὺ ὁ συνομιλητής μου θὰ μοῦ ἐπιτεθεῖ λεκτικὰ ἢ θὰ μὲ
κατακρίνει γιὰ τὰ ἰδιότροπα ἑλληνικά μου («Ποῦ τὰ ἄκουσες νὰ τὰ μιλᾶνε
αὐτά, ρέ;»). Ὡς καὶ δυσλεξικὸ μ’ ἔχουν ἀποκαλέσει.
Τότε κι ἐγὼ κάπως χολιάζω, μαζεύομαι κι ὀπισθοχωρῶ. Περιορίζομαι
σὲ μονολεκτικὲς ἀποκρίσεις (ναὶ/ ὄχι) ἤ, ἀκόμα χειρότερα, σὲ σφιγμένα
νεύματα. Πολὺ σπάνια μόνο θὰ ἐκφράσω τὸ γριφῶδες «θὰ καπνάσω», γιὰ νὰ
εἰσπράξω καὶ τότε μία καινούρια, ἀγριότερη ἐπίθεση.
Τὸ
δὲ «καπνάζω» συγκαταλέγεται στὰ ἀμετάβατα καὶ σύνθετα ρήματα:
προκύπτει μετὰ τὴν συνένωση τοῦ «μονάζω» μὲ τὸ «καπνίζω». Ἀνήκει στὸν
μπαρμπα-Κοσμᾶ, τὸν λεξιπλάστη τοῦ χωριοῦ. Τὸ πρόφερε, μπουχτισμένος
πάντοτε, ὅταν οἱ ἐλευθεριάζουσες ἀπόψεις ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ ἔβρισκαν
ἰσχυρὸ ἀντίλογο ἀνάμεσα στοὺς χωριανούς, ὅταν ἕνας καινούριος λογαριασμὸς
ρεύματος ἢ νεροῦ τὸν περίμενε στὸ πλατύσκαλο τοῦ σπιτιοῦ του, ὅταν ὁποιοδήποτε
μικρὸ —ἐλάχιστο— κακὸ τὸν ἔβρισκε.
Οἱ συζητήσεις γλωσσολογικοῦ ἐνδιαφέροντος
ἀναζωπυρώνονταν κάθε φορὰ ἐκ νέου ἀνάμεσα στοὺς συμπότες του, καθένας
προσέφερε τὸν λίθο τῆς δικῆς του ἀνερμάτιστης ἑρμηνείας· ὁ ἴδιος
βέβαια ποτέ του δὲν ἀπεφάνθη. Ἐρχόταν, ἄλλωστε, πολὺ γρήγορα μία ἄλλη
αὐτοσχέδια κουβέντα νὰ ἀποπροσανατολίσει τὴν ἀντιπαράθεση. Σηκωνόταν,
ἔπειτα, στὸ τέλος τῆς νύχτας, περίφροντις τάχα μου κι αἰνιγματικός,
πλήρωνε τὸ ἀντίτιμο τῆς κραιπάλης του, ἄναβε τσιγάρο γιὰ τὸ δρόμο
κι ἔφευγε. Χρόνια μετὰ κατάφερα νὰ ἀποκωδικοποιήσω τὴ ρήση του.
Ὁ
μπαρμπα-Κοσμᾶς εἶχε καὶ μιὰ γυναίκα, τὴ Βούλα. Τὸ σπίτι τους ἀκουμποῦσε
στὸ δικό μας, οἱ δοσοληψίες της μὲ τὴν μάνα μου ἦταν σὲ καθημερινὴ
βάση – κανένα αὐγό, κανένα κουνουπίδι, τέτοια. Ἦταν ἄτεκνοι καὶ
(παρὰ τὶς ὄχι καὶ πολὺ ἀραιὲς λογομαχίες τους) μονιασμένοι – πρὸς ἐπίρρωση
τοῦ ποιητῆ ποὺ κάπου λέει: Τελικὰ τὰ μόνα πραγματικὰ ἀγαπημένα, τὰ
μόνα βαθιά, ὣς τὰ γεράματα, ὣς τὸ τέλος, ἐρωτευμένα ζευγάρια ποὺ ἔχω
γνωρίσει ἦταν τὰ ἄκληρα. Ὁ πατέρας μου μὲ πληροφόρησε κάποτε ὅτι
δὲν περνοῦσε μέρα, τότε τουλάχιστον ποὺ ὁ μπαρμπα-Κοσμᾶς κατέβαινε
καθημερινὰ στὸν κάμπο γιὰ τ’ ἀμπέλια, ποὺ νὰ μὴν τὴν κεράσει, κατὰ τὴν
ἀνάβαση, λουλούδι.
Ἔπειτα,
κάποια ἀσθένεια νευρολογικῆς φύσεως ἐμφάνισε ἡ Βούλα καί, προτοῦ
καλὰ-καλὰ ἡ εἴδηση διαδοθεῖ σ’ ὁλόκληρό το χωριό, τὰ πόδια της πιὰ
δὲν τὴν πήγαιναν καί, κάνα τρίμηνο ἀφότου τῆς τά ‘κοψαν, πέθανε.
Ὁ
μπαρμπα-Κοσμᾶς δέχθηκε βουβὸς τὰ συλλυπητήρια. Κλείστηκε ἕνα καιρὸ
σπίτι του, τὸν βοηθοῦσε ἕνα μικρανίψι του μὲ τὰ ψώνια. Φούντωσε ἕνα
διάστημα ἡ ἀναρριχητικὴ κληματαριὰ στὴν αὐλή, θηλύκωσε περβάζια
καὶ δοκούς, ὕστερα τὴν ἔκαψε ἡ ἐγκατάλειψη. Ἔβγαινε ἀργότερα δειλὰ
ὁ μπαρμπα-Κοσμᾶς κατὰ τὸ σούρουπο, μιὰ δυὸ ὧρες, μέχρι νὰ πέσει γιὰ τὰ
καλά τὸ βράδυ. Τοῦ εἶχε ἐπιστήσει ὁ γιατρὸς τὴν προσοχή, νὰ διάγει βίο
πιὸ ἐγκρατή, τοῦ ‘δωσε κάποιος ἀπ’ τὸ χωριὸ ἕνα μπεγλέρι, νὰ ἐλαττώσει
τὸ τσιγάρο. Ἔπιανε κι ἐκεῖνος τὴν καθιερωμένη του θέση στὸν καφενέ,
ἀπ’ τὴ μία τὸ κομπολόι, ἀπ’ τὴν ἄλλη ὁ ἀρειμάνιος καπνός. Ἔπαψε βέβαια
καὶ μὲ τοὺς νεολογισμούς.
Ἀνέβηκα
μάλιστα κι ἐγὼ τὶς προάλλες στὸ χωριὸ γιὰ τὶς γιορτές. Περνώντας τὸ
κατώφλι τοῦ πατρικοῦ μου, πῆρε τ’ αὐτί μου δίπλα τὴν τηλεόραση νὰ λέει.
Κοντοστάθηκα· ἦταν ἐκεῖνος ὁ περιώνυμος παρουσιαστὴς τοῦ δελτίου
τῶν ὀκτώ, ὄρθιο τὸν φαντάστηκα κι εὐθυτενῆ στὸ πλατό, νὰ σχολιάζει τὴν
ἐπικαιρότητα μὲ κάτι Ἑλληνικὰ πολὺ σωστὰ κι ἄρτια, δίχως νοηματικὰ
κενὰ ἢ ἄλλου τύπου ἀσάφειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου