Από την πόλη που κάθε μέρα εξελίσσεται ένα θέατρο σκιών, την Αθήνα,
έπρεπε να αποδράσω, να αφήσω πίσω μου τους ανθρώπους σκιές και να κινήσω
για την πατρίδα μου τη Χαλκίδα…
Μπαίνω στο τρένο, σημάδια από κραγιόν στα τζάμια, φιλιά του
αποχωρισμού και ξεκινώ. Στο βάθος ένας καραγκιόζ μπερντέ σπασμένος
σηματοδοτεί τη φυγή μου.
Φθάνω στη λατρεμένη πόλη όπου φορές στέκομαι στη γέφυρα του Ευρίπου
και αφουγκράζομαι τον κόσμο ολάκερο. Ένα υπαρξιακό ψαλίδι κόβει το
πατρόν του κουστουμιού που θα φορέσω στο τελευταίο μου ταξίδι…
Η μελωδία των ουρανών, η μελωδία των θαλασσών τρυπούν τα αυτιά των
αλαφροΐσκιωτων. Έξι ώρες ο ουρανός, έξι ώρες η θάλασσα. Μετρονόμοι για
χιλιάδες χρόνια χωρίς να χάσουν το ρυθμό ποτέ. Πάντα ακούραστοι, πάντα
συνεπείς και πιστοί. Πότε θυμωμένοι, πότε ήρεμοι και ερωτευμένοι. Νότες
περίεργες, τρελλές, τηρούν σιγή ιχθύος στην ενορχήστρωση που έπλασε ο
Κύριος. Ψαράδες κλέβουν λίγο από τη χάρη της μελωδίας και σκαρώνουν
τραγούδια θεϊκά που θα ακούγονται όσο τα νερά είναι τρελλά. Η μπάντα του
Ευρίπου θα ζει αιώνια…
Φώτα από νέον καθρεφτίζονται στη θάλασσα και από μακριά στις φλέβες
του Καράμπαμπα σκουριασμένες λαμαρίνες, σαν μυρμήγκια φωσφορίζοντα,
κινούνται τα αυτοκίνητα. Σ’ ένα μπαλκόνι κάνω χάζι τους γλάρους,
αγναντεύω τις τράτες, την ιχθυόσκαλα. Ο φάρος κρυμμένος εραστής της
μνήμης, στέλνει το φως του που σαν ανάμνηση τρυπά τη μνήμη μου… Οι
τζίτζικες, πέτρες στα ποτάμια της σιωπής που χυνόντουσαν στη σιγαλιά της
νύχτας.
Μια γυναίκα σε σώμα Ανατολής και με καρδιά Σαχάρας βγαίνει από το
σπίτι της, κατευθύνεται προς την παραλία με μάτια γυμνά και υγρά, με τα
μαλλιά της φύκια μυρωμένα. Χίλια κάτοπτρα να πολλαπλασιάζουν τις
σκέψεις. Ενθουσιασμός και πτώση σε έναν ζυγό που ορίζονται από ένα κόκκο
άλατος πότε στη μια και πότε στην άλλη μεριά.
Από την Ορεστιάδα μέσα από έναν κάμπο στρωμένο πάχνη και ομίχλη θα
βγαίνουνε γκάιντες και νταούλια, βιολιού λυγμοί. Επιβλητικά από το
Διδυμότειχο θα ορθώνεται το τέμενος και κάργιες σε ένα ροζ ουρανό
πετώντας σε απόλυτη συμμετρία θα κινούν για τον Νότο…
Στην Καβάλα, στο Ιμαρέτ, τον δρόμο χάσανε και έναν προφήτη ρωτάν
«Για τη Χαλκίδα που τραβάν;» τότε αυτός τους απαντά «Όταν ο ήλιος γίνει
αχινός, στη γη κατέβει ο Χριστός και ανάψουνε του κόσμου όλα τα φώτα
τότε εσύ θα με ρωτάς για τη Χαλκίδα που τραβάς και εγώ από μια πόλη του
βορρά θα σου απαντώ. Στα πρώτα που θα βρεις νερά ρώτα ξανά του κοσμικού
αβγού το τσόφλι που θε σπα.»
Απ’ τη Θεσσαλονίκη θα κινούν μάγειρες ξακουστοί με ένα σωρό
μπαχαρικά ζωσμένοι. Μελαχρινοί με περσικά σαντούρια θα αφήνουν το φαννό
που έχουν για κονάκι για να έρθουν, μα οι νότες σπασμένες θα είναι και
οι μελωδίες κούφιες…
Φιγούρες απ’ τις τράπουλες το έσκασαν από τα καφενεία και οι
κουκίδες απ’ τα ζάρια θα πηγαίνουν να βάλουν στην ιστορία τις τελευταίες
τελείες …
Ένα σπασμένο καράβι και πάνω του η Υλαγυαλί θα βολοδέρνουν, ο
λιμενάρχης του Ευρίπου με την ωραία του άσπρη στολή σαν άγγελος με το
χέρι στον κρόταφο θα χαιρετά. Πιο πέρα μια γοργόνα θα ρωτά «Ζει ο
αδερφός μου ο Αλέξανδρος;»
Όλοι θα είναι εκεί να με καλωσορίσουν ή να με αποχαιρετίσουν. Τι
είναι αυτό που θρυμματίζει το εκράν της κούφιας πραγματικότητας και τη
Χαλκίδα από σχέδιο σε κάλπικη λίρα την κάνει λάβαρο ζωής; Το τριήμερο
του Αγίου Πνεύματος τελείωσε και πίσω πάλι στην Αθήνα φιγούρα σκαλιστή
στο σεντόνι ενός θεάτρου σκιών…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου