ΠΡΙΝ
ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ξετυλίξω τὸ δῶρο γενεθλίων μου, ἀκούστηκε μέσα ἀπ’ τὸ πακέτο
ἕνα κουδούνισμα: ἦταν ἕνα κινητό. Τὸ σήκωσα καὶ ἄκουσα τὴ γυναίκα
μου νὰ μοῦ εὔχεται γελώντας ἀπὸ τὴ συσκευὴ τοῦ ὑπνοδωματίου. Τὴ νύχτα
ἐκείνη, ζήτησε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ ζωή: γιὰ τὰ χρόνια ποὺ ἤμασταν μαζὶ
κι ὅλα αὐτά. Ἐπέμεινε ὅμως νὰ τὸ κάνουμε ἀπ’ τὸ τηλέφωνο, κι ἔτσι
πῆγε στὸ ὑπνοδωμάτιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μοῦ τηλεφώνησε στὸ σαλόνι, ὅπου
εἶχα ἀπομείνει ἐγὼ μὲ τὸ μαραφέτι στὴν τσέπη. Μόλις τελειώσαμε τὴν
κουβέντα πῆγα στὸ ὑπνοδωμάτιο καὶ τὴ βρῆκα νὰ κάθεται στὸ κρεβάτι,
σκεφτική. Μοῦ εἶπε πὼς εἶχε μόλις μιλήσει στὸ τηλέφωνο μὲ τὸν ἄντρα
της καὶ ἀναρωτιόταν ἂν θὰ ξαναγύριζε σ’ αὐτόν. Ἡ ἱστορία μας τῆς
προκαλοῦσε ἐνοχές. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικός της σύζυγος, κι ἔτσι ὅλο
αὐτὸ τὸ ἐξέλαβα ὡς σεξουαλικὴ πρόκληση. Κάναμε ἔρωτα μὲ τὴν ἀπελπισία
δύο μοιχῶν. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἤμουν στὸ γραφεῖο κι ἔτρωγα ἕνα σάντουιτς
γιὰ κολατσιό, ὅταν χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Ἦταν ἐκείνη, φυσικά. Εἶπε
ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ μοῦ ἐξομολογηθεῖ πὼς εἶχε ἐραστή.
Ἐγὼ πῆγα μὲ
τὰ νερά της γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς ἐκεῖνο τὸ παιχνίδι μᾶς βόλευε καὶ τοὺς
δύο. Τῆς ἀπάντησα λοιπὸν νὰ μὴν ἀνησυχεῖ: εἴχαμε ξεπεράσει κι ἄλλες
κρίσεις, κι ἔτσι θὰ ξεπερνούσαμε κι αὐτήν. Τὸ βράδυ ξαναμιλήσαμε στὸ
τηλέφωνο, ὅπως τὴν προηγούμενη μέρα, καὶ μοῦ εἶπε πὼς σὲ λίγο θὰ συναντιόταν
μὲ τὸν ἐραστή της. Αὐτὸ μὲ διήγειρε πολύ, τὸ ἔκλεισα ἀμέσως, πῆγα
στὴν κρεβατοκάμαρα καὶ κάναμε ἔρωτα μέχρι τὸ ξημέρωμα. Ὅλη ἡ βδομάδα
κύλησε ἔτσι. Τὸ Σάββατο, τελικά, ὅταν συναντηθήκαμε στὴν κρεβατοκάμαρα
μετὰ ἀπὸ τὴ συνηθισμένη τηλεφωνικὴ συνομιλία, μοῦ εἶπε πὼς μ’ ἀγαποῦσε,
ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ μ’ ἀφήσει γιατὶ ὁ ἄντρας της τὴ χρειαζόταν περισσότερο
ἀπ’ ὅ,τι ἐγώ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ δήλωση, τὰ μάζεψε καὶ ἔφυγε· ἀπὸ τότε
τὸ τηλέφωνο δὲν ἔχει ξαναχτυπήσει. Εἶμαι μπερδεμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου