ΕΙΧΑ ΠΡΟΣΚΛΗΘΕΙ στὴν πόλη Ὠμέγα
γιὰ νὰ δώσω μιὰ διάλεξη. Ὅταν ξεκίνησε τὸ ταξὶ ποὺ θὰ μὲ μετάφερε
στὸ καθορισμένο μέρος, ἀντιλήφθηκα πὼς δὲν εἶχα πάρει τὰ πρεσβυωπικά
μου γυαλιά. Παρακάλεσα τὸν ὁδηγὸ νὰ γυρίσομε πίσω, πράγμα ποὺ ἔκαμε
μ’ ἀρκετὴ γκρίνια, ἀνέβηκα στὸ δωμάτιό μου, κι ὕστερα ἀπὸ κάποιο
ψάξιμο βρῆκα τὴ θήκη μὲ τὰ γυαλιά μου στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου.
Εἶπα στὸν ταξιτζὴ νὰ τρέξει πιὸ γρήγορα, γιατί εἶχα χάσει ἤδη, ἐντελῶς
ἀνόητα, γύρω στὰ δέκα λεφτά.
Φτάσαμε στὸν προορισμό μας ἀκριβῶς τὴν κανονισμένη ὥρα. Ἀνέβηκα
γρήγορα τὴ σκάλα καὶ συνάντησα τοὺς ὀργανωτὲς τῆς διάλεξης. Τοὺς
χαιρέτησα καὶ συμφωνήσαμε ν’ ἀρχίσομε σὲ πέντε λεφτά. Ἀναζήτησα
τὰ γυαλιά μου γιὰ νὰ δῶ κάτι στὴν πρόσκληση, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διατύπωση
τοῦ θέματος, καὶ δὲν τὰ βρῆκα στὴν τσέπη μου. Θυμήθηκα πὼς σὲ μιὰ
στιγμή, κατὰ τὴ διαδρομή, τὰ φόρεσα γιὰ νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ στὸ χειρόγραφο
καὶ φαίνεται πὼς ξέχασα νὰ τὰ γυρίσω στὴ θέση τους. Γιὰ δεύτερη φορὰ
μὲ χτυποῦσε ἡ ἀτυχία καὶ τώρα τὸ χτύπημα ἤτανε σοβαρότερο. Ἀνακοίνωσα
τὸ πράγμα στοὺς ὀργανωτές. Μὲ ρώτησαν ἂν θυμόμουν τὸν ἀριθμὸ τοῦ
ταξὶ ἢ ἔστω τὴν ἑταιρεία στὴν ὁποία ἀνῆκε. Ὄχι, βέβαια. Μοῦ εἶπαν
πὼς τὰ γυαλιὰ πιθανῶς νὰ τά ’χανα, ὅμως τὸ ζήτημα θὰ ταχτοποιοῦνταν,
σίγουρα, μὲ κάποια ἄλλα, δανεικὰ γυαλιά. Ὅλοι οἱ κύριοι τοῦ Συλλόγου
προθυμοποιήθηκαν νὰ μοῦ προσφέρουν τὰ δικά τους. Πῆρα τὸ πρῶτο
ζευγάρι καὶ τὰ δοκίμασα. Ἔνιωσα μεγάλη ἔκπληξη, γιατί τὰ γράμματα
τῶν χειρογράφων μου τά ’βλεπα γραμμένα σὲ μιὰν ἄγνωστη γλώσσα –
πού, βέβαια, δὲ μποροῦσα νὰ διαβάσω. Τοὺς εἶπα πὼς δὲν ἔβλεπα καλὰ
καὶ δοκίμασα ἕνα δεύτερο ζευγάρι. Αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ γράμματα φαίνονταν
διαφορετικά, πάντα ὅμως σ’ ἀκατανόητη γλώσσα. Τὸ ἴδιο ἔγινε
καὶ μὲ τὸ τρίτο καὶ μὲ τὸ τέταρτο ζευγάρι. Ἀποροῦσα μὲ τὸ παράδοξο
φαινόμενο. Κάποτε, ἐπιτέλους, τὰ γράμματά μου ἔγιναν ἀναγνώσιμα.
Ὄχι πὼς τά ’βλεπα γραμμένα στὴ γλώσσα μας, ἀλλὰ στὰ γαλλικά, σὲ μιὰ
γλώσσα ποὺ στὸ κάτω κάτω ἤξερα νὰ διαβάζω. Τί θὰ γινόταν ὅμως μὲ
τὸ ἀκροατήριο, ποὺ εἶχε γεμίσει τὴν αἴθουσα καὶ φαινόταν ν’ ἀδημονεῖ
γιὰ τὴν καθυστέρηση τῆς ἔναρξης;
Δὲν μοῦ ἔμενε παρὰ νὰ τοὺς μιλήσω στὰ γαλλικά. Σίγουρα θὰ βρίσκονταν
κάμποσοι γαλλομαθεῖς νὰ μὲ καταλάβουν. Οἱ ὑπόλοιποι, σκέφτηκα
—μὲ ὑπερβολικὴ αὐτοπεποίθηση, ὁμολογῶ— θὰ παρακολουθοῦσαν
σιωπηλά, κι ἄς μὴ μ’ ἐννοοῦσαν, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ ἐπιστημονικὸ
κύρος μου ὡς καθηγητοῦ τοῦ μεγαλύτερου Πανεπιστημίου τῆς χώρας.
Τὸ πολύ, μερικοί, οἱ πιὸ θρασεῖς, νὰ σηκώνονταν καὶ νά ’φευγαν***.
Ἀνέβηκα στὸ βῆμα μὲ τὸ συνηθισμένο μου ἀέρα. Ὅταν ἄρχισα νὰ διαβάζω
ἀπὸ τὸ χειρόγραφό μου, εἶδα τὴν ἔκπληξη στὰ πρόσωπα τῶν περισσότερων.
Δὲν ἄργησαν ν’ ἀρχίσουν ν’ ἀλληλοκοιτάζονται ἐρωτηματικά, καὶ
σὲ λίγο νὰ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Ξαφνικὰ κάποιος ἀπὸ τὰ τελευταῖα
καθίσματα σηκώθηκε καὶ φώναξε: «Γιὰ Βουλγάρους μᾶς περάσατε,
κύριε;» Τοῦ ἀπάντησα πὼς μιλῶ γαλλικὰ κι ὄχι βουλγάρικα καὶ δὲν
φταίω ἐγὼ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ μὲ καταλάβει. Μονομιᾶς σηκώθηκε σχεδὸν
ὅλο τὸ ἀκροατήριο καὶ μὲ τὰ πρόσωπα κόκκινα, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν
ὅλοι μαζί, καθένας τὸ δικό του, καὶ νὰ κουνοῦν τὰ χέρια τους πρὸς τὸ
μέρος μου. Δὲν ξεκαθάριζα τί ἔλεγαν, ὅμως ἤτανε φανερὸ πὼς ἦταν
ὀργισμένοι – δὲν ἔδειχναν κανενὸς εἴδους σεβασμό, ὅπως λανθασμένα
εἶχα ὑπολογίσει. Ἅπλωσα τὰ χέρια γιὰ νὰ τοὺς ἠρεμήσω καὶ νὰ δώσω
μιὰν ἐξήγηση, ὅμως οἱ πιὸ θυμωμένοι προχωρούσανε κιόλας πρὸς τὸ
μέρος μου. Κατέβηκα ἐσπευσμένα ἀπὸ τὸ βῆμα καὶ βγῆκα ἔξω ἀπὸ τὴν
αἴθουσα.
****Παρατήρηση Γιάννη Σχίζα : Προσέξτε το σαρκασμό του συγγραφέα προς την ακαδημαϊκή έπαρση.
Πηγή (ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ):
Ἀνέκδοτο διήγημα ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ συγγραφέα.
Γιώργης
Μανουσάκης (Χανιά, 1933-2008). Ποιητής,
πεζογράφος, δοκιμιογράφος. Σπούδασε Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο
Ἀθηνῶν καὶ δίδαξε στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς
συλλογές: Μονόλογοι
(Χανιά, 1967), Τὸ σῶμα
τῆς σιωπῆς (Χανιά, 1970) κ.ἄ. Τελευταῖο μεταθανάτιο
βιβλίο του τὸ μυθιστόρημα Ὁ
Ἐθελοντής
(Κίχλη, 2008).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου