Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο της Σαρλόττε Μπέραντ,
που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της έκθεσης στο Ινστιτούτο Γκαίτε,
για τις δίκες της Νυρεμβέργης και το θέμα της διερμηνείας
που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της έκθεσης στο Ινστιτούτο Γκαίτε,
για τις δίκες της Νυρεμβέργης και το θέμα της διερμηνείας
Βίκυ Ιακώβου
Το βιβλίο Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, που εκδόθηκε το 1966, βασίζεται στα όνειρα που συγκέντρωσε η Σαρλόττε Μπέραντ στη Γερμανία σχεδόν τρεις δεκαετίες νωρίτερα, από το 1933 μέχρι το 1939, οπότε και διέφυγε στις ΗΠΑ. Η πρωτοτυπία και η σημασία του έχουν υπογραμμιστεί από πολλές πλευρές, αν και με αρκετή χρονική καθυστέρηση. Στο επίμετρο της γερμανικής έκδοσης του 1981 που περιλαμβάνεται και στην ελληνική (Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Άγρα), ο ιστορικός Ράινχαρτ Κόζελλεκ αναγνωρίζει ότι το κείμενο της Μπέραντ «μας επιτρέπει να διευρύνουμε το οπτικό μας πεδίο, να ανακαλύψουμε άγνωστες πτυχές» του Τρίτου Ράιχ· επιπλέον, το βιβλίο χρησιμεύει στον Κόζελλεκ ως έναυσμα για να θεμελιώσει την αξία των ονείρων γενικά ως ιστορικών πηγών. Στο οπισθόφυλλο της γαλλικής μετάφρασης, που εκδόθηκε το 2002 σε μια σειρά με τον δηλωτικό τίτλο «Κριτική της πολιτικής», διαβάζουμε ότι πρόκειται για κείμενο που αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα και τη δυναμική του φαινομένου της εθελοδουλείας στο ολοκληρωτικό καθεστώς, ενώ η Μαρτίν Λεμποβισί, στον πρόλογό της, που επίσης περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση, αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την επιρροή της αρεντιανής ανάλυσης του ολοκληρωτισμού στην προσέγγιση της Μπέραντ αλλά και τη συμβολή της δεύτερης στον εμπλουτισμό της πρώτης. Τέλος, μολονότι η συγγραφέας αποκλείει εξαρχής και κατηγορηματικά τη χρήση φροϋδικών εννοιολογικών εργαλείων, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι ψυχαναλυτές, τουλάχιστον στη Γαλλία, που έχουν εκτιμήσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των ονείρων που έχει συγκεντρώσει η Μπέραντ – το μεταφρασμένο στα ελληνικά επίμετρο του Μπρούνο Μπέττελχαιμ στην αμερικανική έκδοση πιστοποιεί αυτή την εκτίμηση.
Ανεξάρτητα, όμως, από το πώς μπορεί να τροφοδοτήσει την έρευνα και το στοχασμό σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, το βιβλίο της Μπέραντ, που η ίδια ούτε ιστορικός ούτε φιλόσοφος ή πολιτική επιστήμονας, ούτε ψυχαναλύτρια ήταν, έχει αξία από μόνο του. Η αξία αυτή σχετίζεται, μεταξύ άλλων, τόσο με την αρχική χειρονομία της Μπέραντ, δηλαδή τη συλλογή και την καταγραφή των ονείρων, όσο και με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το υλικό της – εννοώ τα όνειρα κι εκείνους που τα είδαν. Θα έλεγα ότι το κοινό τους χαρακτηριστικό συνίσταται στο ότι δεν εκκινούν από μια αποστασιοποιημένη, εξωτερική θέση αμερόληπτου παρατηρητή, την έρευνα και τη γραφή του οποίου τις κινητοποιεί και τις καθοδηγεί μόνο ένα αποψιλωμένο από πρακτικούς σκοπούς γνωστικό ενδιαφέρον. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όταν η Μπέραντ, Εβραία και αριστερή, είχε και η ίδια βιώσει αυτό που γράφει το 1962 στον εκδότη της για το συμπέρασμα που προέκυπτε από το υλικό της, δηλαδή ότι «Ο Χίτλερ σκότωσε τον ύπνο»;
Εκείνο που ώθησε την Μπέραντ να αρχίσει να συλλέγει όνειρα, είτε ρωτώντας –με άμεσο ή έμμεσο τρόπο– οικείους και γνωστούς της είτε χάρη στη βοήθεια φίλων στους οποίους είχε εμπιστευθεί το σχέδιό της, ήταν τα δικά της όνειρα. Σε ένα πεντασέλιδο άρθρο που δημοσίευσε στις ΗΠΑ το 1943 με τίτλο Dreams under dictatorship γράφει: «Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα, τα δόντια μου χτυπούσαν. Για άλλη μια φορά, όπως τόσες και τόσες νύχτες, είδα στ’ όνειρό μου να με κυνηγούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – να με πυροβολούν, να με βασανίζουν, να μου αφαιρούν το τριχωτό της κεφαλής. Όμως, σε αντίθεση με τις άλλες, εκείνη τη νύχτα μου ήρθε η σκέψη πως μπορεί να μην ήμουν μόνο εγώ, μεταξύ χιλιάδων ανθρώπων, καταδικασμένη από τη δικτατορία να βλέπω τέτοια όνειρα. Αυτά που γέμιζαν τα όνειρά μου θα έπρεπε να γεμίζουν και τα δικά τους – να ξεφεύγω με κομμένη την ανάσα μέσα από χωράφια, να κρύβομαι στην κορυφή πύργων ιλιγγιώδους ύψους, να κουλουριάζομαι μέσα σε τάφους, με τα Τάγματα Εφόδου στο κατόπι μου». Η σκέψη της αυτή, που εκφράζει μια επιθυμία εξόδου από τη μοναξιά στην οποία την βύθιζε ο τρόμος των ονείρων της, αφήνει επίσης να εννοηθεί, όπως επισημαίνει η Λεμποβισί, ότι η συλλογή ήταν για την Μπέραντ ένας τρόπος για να αντιμετωπίσει τα δικά της όνειρα. Αντί να συνεχίσει να υφίσταται απλώς τον τρόμο που της προκαλούσαν, αποφάσισε να πάρει απέναντί τους τη θέση του ενεργητικού υποκειμένου που συλλέγει και καταγράφει. Αποφάσισε, με άλλα λόγια, να μετακινηθεί, κι έτσι να αντισταθεί – ανάλογη κίνηση έκανε, νομίζω, ο γερμανοεβραίος φιλόλογος Β. Κλέμπερερ απέναντι στη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ.
Η αντίσταση στον τρόμο των ονείρων ήταν επίσης, όπως η ίδια η Μπέραντ υποστηρίζει, μια πράξη πολιτικής αντίστασης στο ναζιστικό καθεστώς. Πράξη αντίστασης, εφόσον η συνομιλία με τους άλλους και η έστω και προσωρινή εμπιστοσύνη που χρειάζεται για να αφηγηθούν ό,τι πιο μύχιο έχουμε εμείς οι άνθρωποι αντιβαίνουν στους στόχους ενός ουσιωδώς τρομοκρατικού καθεστώτος, που επιδίωξε, και σε μεγάλο βαθμό επέτυχε, να εγκαθιδρύσει μια συνθήκη ερημίας, πλήρους εγκατάλειψης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Ακόμη περισσότερο, πρόκειται για πράξη αντίστασης εφόσον, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε πλέον, ο ναζισμός επίσης επιδίωξε, και εν μέρει κατάφερε, να επιβάλει τη λήθη, να σβήσει τα ίχνη, να εξαλείψει την ίδια τη δυνατότητα μαρτυρίας. Στο πρώτο κεφάλαιο των Ονείρων, σε μια φράση που φέρνει στο νου μια καταχώρηση του Β. Κλέμπερερ στο ημερολόγιό του, το 1944 –όπου γράφει: το σημαντικό «δεν είναι τα μεγάλα πράγματα, αλλά η καθημερινή τυραννία που πρόκειται να λησμονηθεί. Χίλια τσιμπήματα από κουνούπια είναι χειρότερα από ένα κτύπημα στο κεφάλι. Παρατηρώ, σημειώνω τα τσιμπήματα των κουνουπιών»–, λέει η Μπέραντ: «δεν θα άφηνα όλα αυτά τα όνειρα να πάνε χαμένα. Όταν κάποτε το καθεστώς θα περνούσε από δίκη ως φαινόμενο μιας εποχής, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό υλικό, διότι έμοιαζαν να βρίθουν από διαφωτιστικά στοιχεία για τα συναισθήματα και τα κίνητρα των ανθρώπων που χρησιμοποιήθηκαν σαν γρανάζια στον μηχανισμό του ολοκληρωτισμού». Το βιβλίο εκδόθηκε βέβαια πολύ αργότερα, αλλά σαν να απαντά στα ερωτήματα που είχαν αρχίσει να θέτουν οι νέοι κατά τη δεκαετία του 1960: «“Μα πώς ήταν δυνατόν να μη δουν οι γονείς μας ότι έμοιαζε με κλόουν;”, αναρωτιούνται ξανά και ξανά οι μεταπολεμικές γενιές».
Η συλλογή και η καταγραφή των ονείρων ενείχε βεβαίως και καθ’ όλα πραγματικούς κινδύνους για την Μπέραντ – αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν στράφηκε σε ανθρώπους που υποστήριζαν ενεργά το καθεστώς. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως, για το ενδεχόμενο να ανακαλυφθούν οι σημειώσεις της, παραποίησε τα όνειρα, τα μετέφρασε, θα λέγαμε, σε «παράξενες οικογενειακές ιστορίες» (και έχει ενδιαφέρον αυτή της η επιλογή), χρησιμοποιώντας «κωδικοποιημένες λέξεις». Έτσι, το «κόμμα» έγινε «οικογένεια», ο Χίτλερ έγινε «θείος Χανς», ο Γκαίρινγκ «Γκούσταβ» και ο Γκαίμπελς «Γκέρχαρντ», ενώ η σύλληψη μεταμφιέστηκε σε «γρίπη». Την πρώτη αυτή κίνηση μετάφρασης την ακολούθησε, στην αμερικανική εξορία πλέον, η δεύτερη κίνηση, της αποκατάστασης της αρχικής αφήγησης των ονείρων.
Τα τριακόσια περίπου όνειρα που συγκέντρωσε η Μπέραντ επιβεβαίωσαν τη σκέψη που έκανε ξυπνώντας από τον εφιάλτη της. Υπήρχαν πράγματι γύρω της πολλές γυναίκες και πολλοί άνδρες, όλων των ηλικιών και από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, των οποίων ο ύπνος είχε μετατραπεί σε πεδίο αγωνιώδους διαπάλης με την πραγματικότητα του ναζισμού. Τα όνειρά τους, κάποια από τα οποία συμπυκνώνονται σε μία ή ελάχιστες φράσεις ενώ άλλα εκτείνονται σε ολόκληρες σελίδες και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από μικρά θεατρικά έργα με πολλές πράξεις, είναι συγκλονιστικά στην καθαρότητα και την παραστατικότητα με τις οποίες αποτυπώνουν την καταδυνάστευση του ψυχισμού και τις σκοτεινές οδούς της υποταγής. Ένας γιατρός στον οποίο απαγγέλλεται κατηγορία επειδή καταγράφει τα όνειρά του, μια γραμματέας γύρω στα τριάντα, «προϊόν επιμειξίας» σύμφωνα με τους Νόμους της Νυρεμβέργης, που θέλει να σώσει την εβραία μητέρα της την οποία μισεί και κάνει παιδί με έναν Άριο, ένας οικοδόμος που σιωπά όταν δεν του πουλούν γραμματόσημα αλλά θαυμάζει έναν Άγγλο που διαμαρτύρεται αντί γι’ αυτόν, μια εικοσιδυάχρονη με γαμψή μύτη που νιώθει ευτυχισμένη κάτω από ένα σωρό πτωμάτων αγκαλιά με τα έγγραφα τα οποία πιστοποιούν την αριοσύνη της, ένας εβραίος νομικός που, όταν κατορθώνει να φτάσει με την οικογένειά του στη χώρα με το ανοίκειο στην πεζότητά του όνομα «τελευταία χώρα του κόσμου όπου οι Εβραίοι είναι ακόμα ανεκτοί», βρίσκεται αντιμέτωπος με «τον ροδαλό σαν ζαχαρωτό γουρουνάκι συνοριοφύλακα» που του φωνάζει «Είσαι Εβραίος!», μια πιλοποιός που μιλά μόνο ρωσικά, έτσι ώστε ούτε η ίδια να καταλαβαίνει τον εαυτό της ούτε οι άλλοι να την καταλαβαίνουν σε περίπτωση που καταφερθεί εναντίον του καθεστώτος, ένας τριαντάρης που αποφεύγει να συμμετάσχει σε έναν έρανο για τους ναζί αλλά εντέλει σαγηνεύεται από έναν Χίτλερ με στολή που θυμίζει κλόουν και θηριοδαμαστή, μια πενηντάρα καθηγήτρια μαθηματικών που καταφεύγει σε ένα καμπαρέ για να γράψει με αόρατο μελάνι μερικές απαγορευμένες επί ποινή θανάτου μαθηματικές πράξεις, μια πανέμορφη δεκαεννιάχρονη μελαχρινή στην οποία ένα ξανθό γαλανομάτικο μωρό λέει «Άνθρωποι σαν του λόγου σου δεν έχουν καμία θέση ανάμεσά μας», μια τριαντάρα Εβραία η οποία έχει φτάσει στη Νέα Υόρκη και δεν τολμά να μαζέψει κάποιο από τα πολύτιμα κοσμήματα που βρίσκει στο δρόμο γιατί είναι σίγουρη πως «τα έριξαν εκειδά επίτηδες οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ελέγχου Εντιμότητας των Αλλοδαπών», μια μεσοαστή νοικοκυρά που σαν άλλη Πηνελόπη πασχίζει κάθε βράδυ να ξηλώσει τη σβάστικα από τη ναζιστική σημαία, ένας μεσόκοπος που γελά βλέποντας στα επίκαιρα τον Γκαίρινγκ με αλλοπρόσαλλη στολή και βαλλίστρα στο χέρι, όμως εκείνος τον προάγει σε «προσωπικό του τοξότη», μια τριαντάχρονη οικιακή βοηθός που ο Χίτλερ την φλερτάρει στον κινηματογράφο, μολονότι αυτή δεν είναι μέλος του κόμματος, ένας εβραίος δικηγόρος που κάθεται σε έναν σκουπιδοτενεκέ, ανάμεσα σε δύο παγκάκια, και βάζει στο λαιμό του μια πινακίδα η οποία γράφει «αν χρειαστεί θα παραχωρήσω τη θέση μου στα παλιόχαρτα». Αυτές είναι κάποιες από τις φιγούρες του σύμπαντος στο οποίο μας μεταφέρει το βιβλίο της Μπέραντ, σύμπαντος όπου δεσπόζουν απρόσωποι μηχανισμοί κατεξουσιασμού: όχι μόνο τα διαβόητα τάγματα εφόδου ή η χιτλερική νεολαία αλλά και μαυροπίνακες στους δρόμους όπου ανακοινώνονται οι απαγορευμένες λέξεις (μεταξύ των οποίων και η πρωτοπρόσωπη αντωνυμία Εγώ), σόμπες, πορτατίφ, μαξιλάρια και άλλα οικιακά αντικείμενα που «με τραχιά και διαπεραστική φωνή» καταδίδουν οτιδήποτε έχουν πει, σκεφτεί ή ονειρευτεί οι ιδιοκτήτες τους, τηλεφωνικές συσκευές που εκπέμπουν απειλητικά μηνύματα, διατάγματα που προβλέπουν την κατάργηση των τοίχων των σπιτιών, έγγραφα που αξίζουν περισσότερο από την ίδια τη ζωή, καθώς μόνον αυτά μπορούν να την εγγυηθούν – και πρέπει εδώ να πω ότι αρκετά από τα όνειρα προκαλούν συνειρμούς σχετικά με το παρόν των προσφύγων, και όχι μόνο.
Η Μπέραντ θεωρεί τα όνειρα δηλωτικά της παρείσφρησης του ναζισμού στην πλέον ενδόμυχη σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως γράφει στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, «Ο ναζιστής ηγέτης που είπε ότι μονάχα στον ύπνο του έχει κανείς ιδιωτική ζωή στη Γερμανία υποτίμησε το δίχως άλλο τις δυνατότητες του Τρίτου Ράιχ». Παράλληλα, υποθέτει και δείχνει με την ερμηνεία της πως τα όνειρα εμπεριέχουν μια βαθιά κατανόηση του ολοκληρωτικού φαινομένου, και μάλιστα ότι ρίχνουν φως σε πτυχές και όψεις του ναζισμού που δεν είχαν καταστεί εντελώς φανερές, είτε λόγω του ότι το καθεστώς βρισκόταν ακόμη στα πρώιμα στάδιά του είτε εξαιτίας των αντιστάσεων της συνείδησης στην αναγνώριση μιας πραγματικότητας που εδραζόταν στη μεθοδική διάλυση κάθε δυνατότητας συγκρότησης νοήματος και διαμόρφωσης ενός κόσμου. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι περιπτώσεις όπου, σχολιάζοντας κάποιο όνειρο, η συγγραφέας το συσχετίζει με μεταγενέστερα συμβάντα.
Η Μπέραντ ταξινομεί τα όνειρα που έχει επιλέξει σε κεφάλαια, μέσα από τα οποία έρχονται στην επιφάνεια συστατικές πλευρές του ναζιστικού καθεστώτος: η κατάλυση τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής σφαίρας, η γραφειοκρατία, η αποπροσωποποίηση και η θέληση του ανήκειν σε μια συμπαγή κοινότητα, ο ρατσιστικός αντισημιτισμός, η σχέση σαγήνης με τον Φύρερ. Σε αυτή την ταξινόμηση δεν προβαίνει με αφετηρία ένα εξωτερικό προς τα όνειρα κριτήριο, αλλά με βάση κάποια κοινά στα όνειρα μοτίβα, που σαν να τα έλκουν τα μεν προς τα δε. Τα μοτίβα αυτά εκφράζονται μέσω μιας ποικιλίας εικόνων και γλωσσικών επινοημάτων, την ποιητική αξία των οποίων η συγγραφέας υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία. Η κατασκευή του βιβλίου δεν απαλείφει εξάλλου «τα πρόσωπα πίσω από τα όνειρα», για να παραφράσω τον τίτλο της έκθεσης που γίνεται εδώ στο Γκαίτε. Όπως φάνηκε, ελπίζω, από τα παραδείγματα που ανέφερα προηγουμένως, η Μπέραντ λέει ποιος ή ποια ήταν εκείνος ή εκείνη που είδε το κάθε όνειρο. Η αίσθησή μου είναι πως αυτό δεν το κάνει μόνο ώστε να ικανοποιήσει το αίτημα για μια όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπλαση του συγκειμένου αλλά και προκειμένου να διατηρήσει τη μνήμη της ταυτότητας αυτών των ανθρώπων, έστω κι αν οι ίδιοι, ή πολλοί από αυτούς, είχαν ήδη πάρει, εκούσια ή ακούσια, το δρόμο της αποπροσωποποίησης και της απώλειας του εαυτού που οδηγούσε στον διαβόητο συγχρονισμό με το καθεστώς. Όσο τυπικά κι αν είναι τα όνειρα, όσο κι αν μας επιτρέπουν «να αντλήσουμε συμπεράσματα για τη λειτουργία» του πρώιμου Τρίτου Ράιχ, σύμφωνα με τη διατύπωση της Μπέραντ, δεν παύουν να είναι τα όνειρα συγκεκριμένων ανθρώπων. Και τούτο η συγγραφέας δεν το λησμονεί, ούτε μας αφήνει να το λησμονήσουμε. Γι’ αυτό, δίνει και με άλλους τρόπους το λόγο στους ονειρευόμενους, είτε αφήνοντας κάποια όνειρα ασχολίαστα ή σχεδόν ασχολίαστα είτε παραθέτοντας την ερμηνεία που οι ίδιοι έδωσαν, για να πουν τι ήταν εκείνο που πυροδότησε το όνειρό τους ή τι δείχνει για τους ίδιους και για το ναζιστικό καθεστώς, ή μάλλον για τη σχέση τους με το ναζιστικό καθεστώς.
Διαβάζω το όνειρο που είδε το 1934 ένας οφθαλμίατρος και μέρος του σχολιασμού της Μπέραντ, όπου κάποια από τα προαναφερθέντα φαίνονται αρκετά καλά:
«“Τα Τάγματα Εφόδου φράζουν τα παράθυρα των νοσοκομείων με συρματόπλεγμα. Έχω ορκιστεί να μην τους επιτρέψω να τοποθετήσουν συρματόπλεγμα στη μονάδα μου. Και όμως δεν κάνω τίποτε για να το αποτρέψω! Στέκομαι παράμερα, σαν την καρικατούρα ενός γιατρού, και τους κοιτάζω ν’ αφαιρούν τα τζάμια απ’ τα παράθυρα και να μετατρέπουν το θάλαμο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, περιφραγμένο με συρματόπλεγμα – και, παρ’ όλα αυτά, απολύομαι. Ωστόσο, σύντομα επαναπροσλαμβάνομαι, για να φροντίσω τον ίδιο τον Χίτλερ, μιας και είμαι ο μόνος άξιος στον κόσμο να τον θεραπεύσει. Και μολονότι καμαρώνω, βάζω τα κλάματα από την ντροπή μου.” [...] Ο γιατρός χρησιμοποιεί από μόνος του για τον εαυτό του τη λέξη “καρικατούρα”. Και, πράγματι, τι άλλο είναι, αν όχι μια καρικατούρα σχεδιασμένη με ανελέητη ακρίβεια από τη γραφίδα του ασυνείδητου Εγώ, στην προσπάθεια να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα; [στο όνειρό του] διακρίνει τον κίνδυνο που ελλοχεύει στη σιωπηλή συνεργία ανάμεσα στην απραξία και στο έγκλημα. [...] Αναφερόμενος στη λέξη “συρματόπλεγμα” (Staheldraht), [...] ο γιατρός είπε ότι [...] είχε παλέψει απεγνωσμένα μαζί της [στο όνειρο]. Ωστόσο το μόνο που κατάφερε ήταν να την αναγραμματίσει, σχηματίζοντας διαδοχικά τις ασυνάρτητες λέξεις Krachelstaat και Drachelstaat […]. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια για να φτάσουμε στο 1938 και να γίνει πραγματικότητα η ιστορία με τα Τάγματα Εφόδου και τα σπασμένα τζάμια, κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων. Σε μια περίπτωση, οι λεπτομέρειες μοιάζουν σχεδόν δανεισμένες από το όνειρο του οφθαλμίατρου. Όταν τα Τάγματα Εφόδου έκαναν θρύψαλα όλες τις βιτρίνες των εβραϊκών καταστημάτων, έσπασαν και την τζαμαρία στο μικρομάγαζο ενός τυφλού, σε κάποια δυτική συνοικία του Βερολίνου. Όσο για τον ιδιοκτήτη, τον έσυραν σηκωτό από το κρεβάτι και τον ανάγκασαν να περπατήσει ξυπόλητος στα σπασμένα γυαλιά. Εδώ βλέπουμε και πάλι ότι πολλά από τα όνειρα εκείνης της εποχής κινούνταν στη σφαίρα του δυνατού, ή μάλλον του αδύνατου, που σύντομα έμελλε να γίνει πραγματικότητα.»
Η μέριμνα της Μπέραντ να δώσει το λόγο στα όνειρα και στα υποκείμενα που τα είδαν, να αφήσει το υλικό της να την καθοδηγήσει και έτσι να μιλήσει, στην ίδια και στους αναγνώστες της, μέριμνα την οποία θα χαρακτήριζα μια ηθική της ερμηνείας και της συγγραφής, διαφαίνεται κατά τη γνώμη μου και από τη θέση που καταλαμβάνει στο βιβλίο η αρεντιανή ανάλυση του ολοκληρωτισμού (η Μπέραντ ήταν φίλη της Άρεντ, μετέφρασε μάλιστα την Ανθρώπινη κατάσταση στα γερμανικά· εικάζω εξάλλου ότι και η ίδια η χρήση της έννοιας του ολοκληρωτισμού συνιστά αρεντιανή επιρροή, δεδομένου ότι στο προαναφερθέν άρθρο του 1943 η Μπέραντ δεν την χρησιμοποιεί ακόμα). Την αρεντιανή ανάλυση η Μπέραντ δεν την χειρίζεται σαν ένα άκαμπτο ερμηνευτικό πλαίσιο, ένα καλούπι με το οποίο θα περιόριζε τον πλούτο των ονείρων, χαράζοντας έτσι και για τον αναγνώστη μία και μοναδική ερμηνευτική οδό· υιοθετώντας τη δική της παρομοίωση για τα όνειρα, θα έλεγα ότι χειρίζεται την αρεντιανή ανάλυση σαν «σεισμογράφο», η ευαισθησία του οποίου της επιτρέπει να πιάσει ορισμένα στοιχεία των ονείρων. Για παράδειγμα, είναι χάρη στην Άρεντ που η Μπέραντ ανιχνεύει με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία την υπονόμευση των διανθρώπινων σχέσεων, την αμοιβαία καχυποψία και τη συναρτημένη με αυτές καχυποψία απέναντι στον ίδιο τον εαυτό που απαντά σε πολλά όνειρα. Την ίδια οικονομία της ερμηνείας θα έτεινα να δω και στον τρόπο με τον οποίο η Μπέραντ καθοδηγείται από τη λογοτεχνία κατά την έκθεση του υλικού της.
Τις λογοτεχνικές αναφορές της Μπέραντ τις συζητά αρκετά διεξοδικά η Λεμποβισί. Από τη μεριά μου, θα ήθελα να σταθώ σε κάτι το οποίο πολύ πρόσφατα τράβηξε την προσοχή μου: τους τίτλους και τις προμετωπίδες των κεφαλαίων. Οι τίτλοι έχουν την εξής μορφή: μια πρόταση που δίνει το στίγμα των ονείρων του κεφαλαίου ακολουθείται από τον σύνδεσμο «ή» και μια φράση από κάποιο όνειρο. Όσο για τις προμετωπίδες, απαρτίζονται από σπαράγματα –δύο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων– αντλημένα από μυθιστορήματα, ποιήματα, θεωρητικά και άλλα κείμενα, η ακριβής πηγή των οποίων παραμένει ωστόσο κρυφή, μιας και δεν δίνεται παρά μόνο το όνομα των συγγραφέων – ο Κάφκα, ο Μπρεχτ, ο Γκαίτε και ο Όργουελ, αλλά και ο Χίμμλερ ή ο Φρανκ είναι κάποιοι από αυτούς. Στις σελίδες των τίτλων, οι αναγνώστες βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον ενός σχεδόν μπενγιαμινικού μοντάζ, προϊόν των συνειρμών της Μπέραντ, μοντάζ που οξύνει το βλέμμα μας ώστε να την ακολουθήσουμε, με τους δικούς μας συνειρμούς, στο ζοφερό σύμπαν των Ονείρων στο Τρίτου Ράιχ. Ένα παράδειγμα, από το τρίτο κεφάλαιο: «Γραφειοκρατικές τερατολογίες ή “Τίποτε δεν μου δίνει πια χαρά” –“Μέχρι τώρα χρειαζόταν να κάνω τη δουλειά με τα χέρια, μα από δω και μπρος η μηχανή θα δουλεύει από μόνη της” (Κάφκα). –“Σε τι καιρούς ζούμε, όπου είναι σχεδόν έγκλημα να μιλάς για δέντρα” (Μπρεχτ)».
Κλείνοντας, θα ήθελα να προτείνω ένα συσχετισμό που ελπίζω ότι δεν θα ακουστεί ως υπερερμηνεία ή ερμηνευτική βία (και που μου φαίνεται ότι υποβαστάζει και τον πρόλογο της Λεμποβισί): αν για τον Φρόυντ τα όνειρα είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο, για την Μπέραντ είναι μια οδός τόσο προς την αποκάλυψη της παρείσφρησης του ναζισμού στον ψυχισμό όσο και προς τον εντοπισμό πλευρών του ναζισμού τις οποίες πιθανότατα καμία θεωρία δεν θα ήταν σε θέση να φέρει στο φως. Χρησιμοποιώντας τον τίτλο του magnum opus του Φρόυντ, θα πρόσθετα ότι τα Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ (που μετέφρασε εξαιρετικά ο Καλιφατίδης)είναι μια «πολιτική ερμηνεία των ονείρων», που διαβάζεται ως γενική αντικειμενική, καθώς και ως γενική υποκειμενική: τα όνειρα προσφέρονται για πολιτική ερμηνεία και γνώση, αλλά και προσφέρουν ερμηνεία και γνώση της πολιτικής – ή της καταστροφής της, αν δεχθούμε την αρεντιανή προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ο ολοκληρωτισμός δεν συνιστά εκδήλωση υπερπολιτικοποίησης, αλλά καταστροφή των ίδιων των συνθηκών δυνατότητας της πολιτικής. Κατ’ αυτή την έννοια, προϋπόθεση της εργασίας της Μπέραντ (της συλλογής και της καταγραφής των ονείρων και της συγγραφής του βιβλίου) είναι η κοντινή στο φροϋδικό πνεύμα αναγνώριση του ασυνειδήτου και του βασικού του μορφώματος ως φορέων γνώσης. Όπως άλλωστε ανέφερα στην αρχή, ήταν κατά τη στιγμή της αφύπνισης έπειτα από ένα τρομακτικό όνειρο, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όπως λέμε, που η Μπέραντ δέχθηκε εκείνη την αιφνίδια επίσκεψη της σκέψης να συλλέξει τα όνειρα. Και αναρωτιέμαι αν αυτή η πρωτότυπη σκέψη, που οδήγησε έπειτα από μερικές δεκαετίες σε αυτό το πρωτότυπο βιβλίο, θα μπορούσε να έρχεται από κάπου αλλού αν όχι από το ασυνείδητο.
ΠΗΓΗ : ΧΡΟΝΟΣonline magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου