ΠΟΥΘΕΝΑ
ὅμως δὲ βολευόταν γιὰ νὰ βγάλει τὴ νύχτα. Μοναδικό του φορτίο μιὰ σακούλα
φαρδιὰ πλαστική. Μιὰ ἀλλαξιὰ καὶ μιὰ κουβέρτα ὅλη του ἡ περιουσία.
Τὸ βῆμα του ἀργό, νωχελικό, παράφωνο στὴν βουερὴ κίνηση τοῦ Σαββατόβραδου
στὸ κέντρο τῆς πόλης.
Τὸ
βράδυ τὸν βρῆκε στὴν πλατεία Κολοκοτρώνη, στὴν παλιὰ Βουλή. Συχνὰ
τοῦ πρόσφερε διαμονὴ στὸ γρασίδι τοὺς μῆνες τοῦ Καλοκαιριοῦ. Τώρα ὅμως
ἀκόμα κι αὐτὴ τὴν ἔβρισκε ἀφιλόξενη. Συνεχίζοντας τὴν ἀναζήτηση
κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Σταδίου. Περιμένοντας τὸ φανάρι, ἡ ματιά του
στάθηκε στὴν ἐσοχὴ τοῦ ἀπέναντι πεζοδρομίου. Κομμάτια ἀπὸ μεγάλες
χάρτινες κοῦτες, ὄρθια στημένα, ἔκλειναν σχεδὸν ὅλη τὴ γωνία τοῦ πεζοδρομίου.
Πέρασε ἀπέναντι θέλοντας νὰ τὸ δεῖ ἀπὸ κοντά.
Εν όψει : Κάρτα, της Ηρώς Νικοπούλου
Βρῆκε προστασία ἀπὸ τὸ κρύο τῆς νύχτας στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς ἐμπορικῆς
στοᾶς. Τὰ μαγαζιὰ ὅλα κλειστά. Ποῦ καὶ ποῦ περνοῦσε κανεὶς βιαστικὰ
ἀπὸ μπροστά του, ρίχνοντάς του μιὰ κλεφτὴ ματιὰ ἀναμικτου φόβου καὶ
οἴκτου. Τυλίχτηκε μὲ τὴν κουβέρτα καὶ ξάπλωσε κουλουριασμένος στὸ
φαρδὺ πεζούλι ἑνὸς καταστήματος. Ἔκλεισε τὰ μάτια σφιχτὰ σὲ μιὰ προσπάθεια
νὰ ἀποκοπεῖ ἀπ’ ὅσα τὸν περιέβαλλαν. Ὁ ὕπνος ὅμως δὲν ἐρχόταν. Περασμένα
μεσάνυχτα πιά, σηκώθηκε κι ἄφησε τὰ πράγματά του ἐκεῖ, κατοχυρώνοντας
τὸ χῶρο.
Περπάτησε ξανὰ πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἡ ἀνάγκη του τὸν τραβοῦσε. Σὲ
λίγα λεπτὰ ἦταν ἐκεῖ. Πλησίασε. Τὸ χάρτινο τεῖχος ἦταν τώρα περίκλειστο.
Τὸ ἄνοιγμα ποὺ πρὶν ἐπέτρεπε στοὺς ἔξω νὰ δοῦν τὸ ἐσωτερικό του, εἶχε
κλείσει μ’ ἕνα ἀκόμα χαρτόνι. Κοντοστάθηκε γιὰ δευτερόλεπτα. Ἔπειτα
ἔσπρωξε προσεκτικὰ τὸ χαρτόνι καὶ ἔριξε μιὰ λαθραία ματιά. Ἡ θέα
τοῦ ἀγκαλιασμένου ζευγαριοῦ ποὺ βρισκόταν ξαπλωμένο στὸ διπλὸ στρῶμα
τὸν ἔκανε νὰ πισωπατήσει. Θέλησε νὰ ξανακοιτάξει. Δὲν πρόλαβε ὅμως
νὰ δεῖ πολλά. Μιὰ ἀδέξια κίνηση ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ κάνει τὸν ξαπλωμένο
ἄντρα νὰ σηκωθεῖ ὄρθιος στὸ λεπτὸ καὶ νὰ τὸν ἀπειλήσει μ’ ἕνα σουγιά:
«Φύγε ἀπὸ δῶ ρὲ ἀνώμαλε, γιατὶ σοῦ τὴν ἄναψα!». Ταραγμένος ἀπὸ τὸ
θέαμα καὶ τὴν ἀπειλὴ τό ‘βάλε στὰ πόδια.
Ἔφτασε
ξέπνοος στὸ κατάλυμα τῆς στοᾶς καὶ κάθισε στὸ πεζούλι. Ἄκουγε τὴν
καρδιά του νὰ χτυπᾶ δυνατὰ κι ἕνα πόνο στὸ στομάχι σὰν ἀπὸ γροθιά.
Σκυμμένος μὲ τὸ κεφάλι στὰ γόνατα συνειδητοποίησε πὼς ὁ πόνος διαχέονταν
σ’ ὅλο του σῶμα. Τὸν διαπερνοῦσαν ρίγη.
Ἡ
ὥρα περνοῦσε καὶ ὁ πόνος ἔδινε σιγὰ σιγὰ τὴ θέση του στὸ θυμὸ καὶ τὴ
ζήλεια ποὺ θέριευαν μέσα του.
Ξημερώματα
Κυριακῆς. Οἱ δρόμοι ἄδειοι. Ἡ ἀγρύπνια τῆς νύχτας τὸν ἔχει καταβάλει.
Ἀνάβει τσιγάρο καὶ βγαίνει στὸ δρόμο νὰ περπατήσει. Τὰ βήματά του
τὸν ὁδηγοῦν πάλι ἐκεῖ. Ἀπὸ μακριὰ βλέπει τὰ χαρτόνια ριγμένα πάνω
στὸ στρῶμα. Πλησιάζει . Ἡ ἐρημιὰ τῆς πόλης εἶναι σύμμαχός του. Κοιτάζει
γύρω του δῆθεν ἀδιάφορα καὶ ἐντελῶς φυσικὰ ἀφήνει τὸ ἀναμμένο
τσιγάρο νὰ πέσει πάνω στὰ χαρτόνια. Συνεχίζει τὸ δρόμο του μὲ βῆμα
γοργό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου