Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Ο Γουάλας που πέθανε και το Γουέστερν που πέθανε επίσης…..

[Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ της 23.7.14]
Ο  Ιλάϊ Γουάλας, δεν έγινε πρωτοκλασάτο  κινηματογραφικό όνομα στη διάρκεια της 98χρονης ζωής του που έληξε πρόσφατα, όμως υπήρξε αδιαμφισβήτητα «τύπος».Έπαιξε σε πολλά φιλμ , μέχρι και στον «Αόρατο συγγραφέα» του Πολάνσκυ – έργο  που έμεινε αξέχαστο στους πολιτικοποιημένους σινεφίλ γιατί έκανε «φύλλο και φτερό» τη προσωπικότητα του Τόνυ Μπλαιρ, πρώην πρωθυπουργού της Αγγλίας.
Έχω τη γνώμη ότι  ο Γουάλας έμεινε αξέχαστος για τη συμμετοχή του στο έργο του    Σέρτζιο Λεόνε «ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», όπου έπαιζε προφανώς τον άσχημο, σκατόφατσα ων…  Κι ακόμη  έχω τη πεποίθηση ότι κάποιοι παλιοί σινεφίλ  ξεκαρδίζονται ακόμη από την ιστορική σκηνή, όπου ο Γουάλας,  καλυμμένος από τους αφρούς του μπάνιου σε κάποιο  μοτέλ της άγριας Δύσης , δέχεται τη εκδικητική  εισβολή ενός παλιού θύματός του : Το θύμα οπλοφορεί και  τον περιλούει με κατηγορίες και ύβρεις, μέχρι που ο Γουάλας τον πυροβολεί από το βάθος των αφρών με το πιστόλι του, που δεν αποχωρίζεται  ούτε και στη μπανιέρα ! Και εν είδει φιλοσοφικού στοχασμού εκφωνεί με τα μεξικανοπρεπή αγγλικά του – προφανώς κατά τις υποδείξεις του σκηνοθέτη – ένα αξιοπρόσεκτο γνωμικό :  When you are about to shoot, shoot, do not talk….(Όταν είναι να πυροβολήσεις πυροβόλησε, μη μιλάς)


Μέχρι και εξιταλισμένο Γουέστερν…
Το Γουέστερν στη τελευταία περίοδό του χρησιμοποίησε πολλά τρικ, πέρα από τη μεξικανοποίηση ενός Ισραηλίτη  γενημένου   στο Μπρούκλιν,  όπως ο Γουάλας. Υπήρξαν πιστολίδια και τουφεκίδια με ακρίβεια που θα την ζήλευε ακόμη και το τελευταίο διαστημικό εγχείρημα στον Κρόνο, υπήρξε μέχρι και κάποιος «εξιταλισμός» (σπαγγέτι γουέστερν), υπήρξαν πολεοδομικά  στερεότυπα όπως το σαλούν, η τράπεζα, το γραφείο κηδειών, το πρόχειρο κρατητήριο του σερίφη, ο «ανθρωπιστικός» απαγχονισμός  κακοποιών σε δημόσια θέα, που πήραν απίθανες φόρμες. Υπήρξε μια παρέλαση  διαφορετικών τύπων και υποθέσεων, που ιστορικά εδραζόταν  σε  κάτι παραπάνω από μισό αιώνα : Από τα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ου  , από  ξετρελαμένους Ινδιάνους που εν απουσία μνημονίων έπαιρναν το σκαλπ των λευκών  έως τις  εισβολές μεγαλοκαπιταλιστών σε αγροτική γη για την εξόρυξη μετάλλων,  από την εισβολή του σιδηροδρόμου μέχρι την εισβολή του ΙΧ,  από την αυτοδικία και αυτοάμυνα με το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της ατομικής οπλοφορίας  έως το τελικό  κρατικό μονοπώλιο της βίας .
Το γουέστερν παίχθηκε κατά κόρον στην ελληνική κοινωνία, κι αυτό δεν οφειλόταν σε μια απλή περιπετειώδη  ιδιαιτερότητα που μαγνήτιζε τα βλέμματα της  εποχής, αλλά στην αίγλη που απέπνεε ο Νέος Κόσμος, στην περίσσεια πόρων, χώρων, ευκαιριών και σκηνικών , που έρχονταν σε αντίθεση με τις ελλείψεις  του Παλαιού.  Στα πλαίσια μιας ετεροχρονισμένης εξέλιξης, πολύ μετά τους αδελφούς Μαρξ που σάρκαζαν την Άγρια Δύση, η ελληνική νεολαία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών εντρυφούσε σε ένα μη-καθωσπρέπει  έντυπο όπως «Η Μάσκα», ενώ  σε ημιλούμπεν κινηματογράφους της Αθήνας όπως η «Αλάσκα», το «Αθηναϊκόν», το «Νέο Ροζικλαίρ» και άλλα, υπήρχαν θεατές που, σαν παιδάκια-αναγνώστες παραμυθιών,  παρακολουθούσαν 3 και 4 φορές το ίδιο «καμπόϊκο» - κατά τα κουτσοenglish της εποχής…
Διάλογος με τον Μπαρτ
Χαρακτηριστική ήταν η αφήγηση ενός «θαμώνα», που περιέλαβα σε κείμενό  μου υπό τον τίτλο «Κινηματογράφος και Πόλη» *:  Η αφήγηση αφορούσε τη προβολή  φιλμ,  στη τελευταία σκηνή του οποίου ο Μπαρτ Λάνκαστερ «καθάριζε» τον κακό, στιφογυρνούσε τα  κολτ  στα χέρια του, τα τοποθετούσε στη θήκη τους, έστρεφε τα νώτα στους θεατές και βάδιζε προς το βάθος  – ενώ η  μουσική έπαιρνε  επικούς τόνους και στην οθόνη κυριαρχούσαν οι ανταύγιες του ηλιοβασιλέματος.  Ένας «σινεφίλ» του Αθηναϊκού, που  είχε δει το έργο  δυοτρειςτέσσερειςπέντε  φορές,  φώναξε  μέσα στη κινηματογραφική αίθουσα  «Ε, Μπαρτ, δε θα πεις ένα γειά;» - και ο Μπαρτ πραγματικά γύρισε και χαιρέτισε τους θεατές ! Φυσικά όχι γιατί συμμορφώθηκε με το αίτημα του συγκεκριμένου ατόμου, αλλά  γιατί έτσι ήταν στο σενάριο …
Με το Γουέστερν πάντως  δεν γελάσαμε και πολύ , αν εξαιρέσει κανείς τη «Λησταρχίνα» και το τσέχικο φιλμ  «Τζο ο Λεμονάδας» - που είχε πολλαπλές και  αντισυμβατικές  στοχεύσεις, χωρίς να φείδεται ενός  Δυτικού συμβόλου όπως η  κόκα κόλα. Ήταν ένα  έξοχο προϊόν της Άνοιξης της Πράγας -   μια καθάρια και σαρκαστική ματιά στην ενότητα φιλμογραφίας και κοινωνίας……
Το Γουέστερν είχε σαν επίκεντρο την ανθρώπινη περιπέτεια, όμως διέθετε κι ένα μεγαλειώδες σκηνικό που συχνά έκανε  σκηνοθετικές και υποκριτικές αδεξιότητες να είναι συγχωρητέες. Ήταν το σκηνικό για το οποίο μιλούσε εκστασιασμένος ο Sir Francis Head, Ύπατος Αρμοστής της Αγγλίας στον Καναδά, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα  :  «Ο ουρανός στην Αμερική φαίνεται απείρως υψηλότερος, ο αέρας είναι δροσερότερος, το κρύο δριμύτερο, η σελήνη φαίνεται μεγαλύτερη, τα άστρα φωτεινότερα, η βροντή ηχεί δυνατότερα, ο κεραυνός είναι ισχυρότερος, ο άνεμος ορμητικότερος, η βροχή πιο δυνατή, τα βουνά είναι υψηλότερα, τα δάση μεγαλύτερα, οι πεδιάδες πιο εκτεταμένες…»
* Γιάννη Σχίζα «Αττική», εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα 1996


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου