Του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги
Господинов)
(Божури и незабравки)
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΝ μόλις μερικὲς ὧρες. Αὐτὸς – λίγο πάνω ἀπὸ τὰ τριάντα, αὐτὴ λίγο πιὸ κάτω. Αὐτὸς ἔπρεπε νὰ παραδώσει μέσῳ αὐτῆς ἕνα πακέτο γιὰ κάποιον γνωστό
του στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ ὠκεανοῦ. Αὐτὴ ἁπλῶς μεσολαβοῦσε. Δουλειὰ πέντε λεπτῶν, ὅμως πιά, δύο ἀπὸ τὶς συνολικὰ τρεῖς ὧρες ποὺ ἀπέμεναν ἕως τὸ ἀεροπλάνο, δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν καμμία εὔλογη αἰτία γιὰ νὰ χωριστοῦν. Τώρα, ἀκριβῶς ἑξήντα λεπτὰ πρὶν ἀπὸ τὴν πτήση, κάθονταν
στὴν ἄκρη τῆς καφετέριας στὴν αἴθουσα τῶν ἀναχωρήσεων, ἔπιναν τὸν τρίτο καφὲ καὶ σιωποῦσαν. Εἶχαν ἐξαντλήσει ὅλα τα θέματα,
ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ συντηρήσουν τὴ συζήτηση ἀνάμεσα σὲ δύο ἀγνώστους. Καὶ ἡ σιωπὴ πλέον ἄρχιζε νὰ μὴν ἔχει ὅμοιό της. Τὸ μικρὸ τραπέζι ἀνάμεσά τους ἦταν γεμισμένο
μὲ ἄδεια πλαστικὰ κυπελλάκια, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀποκτήσει τὰ πιὸ ἀπρόσμενα σχήματα
ἀπὸ τὸ πολὺ στρίψιμο στὰ χέρια τους. Οἱ ἀναδευτῆρες τοῦ καφέ, ἦταν ἐδῶ καὶ ὥρα σπασμένοι στὰ μικρότερα πιθανὰ κομματάκια, τὰ ἄδεια φακελάκια
ζάχαρης μαστορεμένα σὲ χωνάκια καὶ μικροσκοπικὰ καραβάκια.
Τοῦ ἦρθε ἰδέα, ὅτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραπέζι γίνεται
καλὸ ready-made object
ἤ, νὰ τὸ ποῦμε, ἐγκατάσταση, ἡ ὁποία θὰ βαπτιζόταν «Ἀπολογία τῆς ἀνησυχίας» (πλαστικὰ κυπελλάκια τοῦ καφέ, ἀναδευτῆρες, ἄδεια φακελάκια
ζάχαρης, ἄσπρο τραπεζάκι).
Μετὰ τοῦ φάνηκε χαζὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ σιωπήσει. «Αὐτὸ ποὺ ἀποσιωπᾶται, μεταμορφώνεται
σὲ σπασμένους ἀναδευτῆρες καὶ τσαλακωμένα
κυπελλάκια», εἶπε ξαφνικὰ αὐτή. Αὐτός, σκέφτηκε ὅτι ποτὲ πιὰ δὲν θὰ συναντοῦσε ἄλλη τέτοια γυναίκα, ποὺ νὰ διαβάζει τὶς σκέψεις του καὶ μὲ τὴν ὁποία θὰ ἤθελε νὰ μείνει, ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, σὲ τούτη τὴν καφετέρια. Ξαφνιάστηκε,
ποὺ μεταχειρίστηκε,
ἔστω καὶ νοερά, φράση ὅπως «ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του».
— Ἄντε, νὰ μιλήσουμε – εἶπε αὐτή, ἂν καὶ δύο ὧρες τώρα δὲν τὸ εἶχαν βουλώσει.
Ἡ μία ὥρα ποὺ ἀπέμενε ἦταν ὑπερβολικὰ λίγος χρόνος, γιὰ νὰ σπαταληθεῖ σὲ περιστροφὲς καὶ καραβάκια. Ὅμως, ἔτσι ὅπως αὐτὸς δὲν ξεκινοῦσε, αὐτὴ ἁπλὰ εἶπε:
— Πρέπει
νὰ δεχτοῦμε, ὅτι μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι κυριολεκτικὰ προσπερνοῦνται.
— Ἡ εἰρωνεία εἶναι, ὅτι τὸ καταλαβαίνουν
μόνο ὅταν συναντηθοῦν – εἶπε αὐτός.
— Σίγουρα
ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἰδωθοῦμε καὶ πιὸ πρίν. Ζούσαμε
τόσο καιρὸ στὴν ἴδια πόλη. Δὲν γίνεται νὰ μὴν εἴχαμε προσπεραστεῖ σὲ κάποιο φανάρι.
— Θὰ σὲ εἶχα προσέξει – εἶπε αὐτός.
— Τὴν ἀγαπᾶς; – ρώτησε αὐτή.
— Τὸν ἀγαπᾶς; – ρώτησε αὐτός.
Γρήγορα συμφώνησαν ὅτι δὲν ἔχει καμμία σημασία
καὶ ὅτι κανένας δὲν τοὺς φταίει.
Ἀργότερα αὐτὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ τίνος ἦρθε πρώτου ἐτούτη ἡ σωτήρια (ὅπως νόμιζε τότε)
ἰδέα νὰ ἐφεύρουν κοινὲς ἀναμνήσεις, νὰ συνθέσουν ὁλόκληρη τὴ ζωή τους προτοῦ νὰ γνωριστοῦν καὶ μετά. Ἄτολμη προσπάθεια
νὰ ἐκδικηθοῦν τὴν περίσταση ποὺ ἔτσι ἀνελέητα τοὺς ἔφερε κοντὰ γιὰ λίγο, μόνο γιὰ νὰ τοὺς προσπεράσει.
Εἶχαν διαθέσιμα
50 λεπτά.
— Θυμᾶσαι —ἄρχισε αὐτός— ὅταν ἤμασταν συμμαθητές,
ζούσαμε ἀκριβῶς στὸν ἴδιο δρόμο. Σοῦ ἔριχνα κρυφὰ στὸ γραμματοκιβώτιο
κάθε ἑβδομάδα κι ἀπὸ ἕνα δαχτυλίδι
φτιαγμένο ἀπὸ τὸ ἀλουμινόχαρτο ποὺ εἶχαν τὰ σοκολατάκια «Λάκτα».
— Ἀχὰ —εἶπε αὐτὴ— ὥστε ἐσὺ ἤσουν. Ὁ πατέρας μου πάντοτε
τὰ ἔβρισκε πρῶτος καὶ ὑποψιαζόταν ὅτι κάποιος τρελαμένος
θαυμαστὴς ἀπὸ τὴ γειτονιὰ στέλνει δαχτυλίδια
ἀρρεβώνων στὴ μητέρα μου. Ἀποδεικνύεται ὅτι ἦταν γιὰ μένα.
— Γιὰ σένα ἦταν – εἶπε αὐτός.
— Ἄ, ἐσὺ θυμᾶσαι —ξεκίνησε
αὐτὴ— ὅταν στὸ τελευταῖο μάθημα τοῦ πανεπιστημίου
φύγαμε μόνο οἱ δυό μας γιὰ ’κεῖνο τὸ μοναστήρι. Γιὰ πρώτη φορὰ πήγαμε κάπου μόνοι. Στὸ ξενοδοχεῖο δὲν εἶχε ἐλεύθερα δωμάτια
καὶ μᾶς ἔβαλαν νὰ κοιμηθοῦμε σὲ ἕνα ἀπ’ τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν. Ἤτανε πολὺ κρύο καὶ τὸ κρεβάτι – σκληρό.
Μὲ ἔπιασε λίγο φόβος.
Μετὰ ἀπὸ κάθε φορὰ σταυροκοπιόμουν
κρυφὰ ἀπὸ σένα. Πέντε φορὲς ἔκανα τὸν σταυρό μου ἐκείνη τὴ νύχτα.
— Ἕξι, εἶπε αὐτός. Καὶ μένα μὲ ἔπιασε φόβος. Ἄ, θυμᾶσαι, ὅταν ἀργότερα ἦρθες νὰ μένεις μαζί
μου. Ἡ μητέρα σου, εἶπε, ὅτι θὰ σὲ ἀποκηρύξει ἐπισήμως ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔχει ἐξώγαμα ἐγγόνια.
— Θυμᾶμαι – εἶπε αὐτή. — Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ δὲν γινόταν νὰ κάνω παιδιά.
Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο σώπασε. Αὐτὸς ἔπιασε τὸ χέρι της γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ γνωρίστηκαν. Ἐντελῶς ἐλαφρά, παρηγορητικά.
— Μὴν ἀνησυχεῖς – εἶπε αὐτός. — Ἄ, θυμᾶσαι, τότε ποὺ ἔσπασα τὸ πόδι; Ἤμουν ἤδη στὰ 48, δούλευα σὰν τρελὸς καὶ ’κεῖνος ὁ μήνας στὸ σπίτι μοῦ φάνηκε ἀληθινὸς παράδεισος. Πῆρες κι ἐσὺ ἄδεια, σχεδὸν τοὺς ἀπείλησες ὅτι θὰ σπάσεις τὸ χέρι σου, ἐὰν δὲ σὲ ἀφήσουν. Καὶ ὁλόκληρο μήνα δὲν ξεμυτίσαμε ἀπὸ μέσα.
— Ἄ, ὅταν τὴν ἑπόμενη χρονιὰ μοῦ βρῆκαν ἐκεῖνο τὸν ὄγκο... Ἐσὺ διάβασες κάπου,
ὅτι ἡ γελωτοθεραπεία
γιατρεύει ἀπὸ τὸν καρκίνο καὶ δύο ἑβδομάδες ἀσταμάτητα μοῦ ἔλεγες ἀνέκδοτα, γιὰ νὰ γελάω. Ἀκόμα καὶ τώρα ἀπορῶ ποὺ τὰ ἔβρισκες. Ἤσουν τόσο φοβισμένος καὶ τρυφερός. Μᾶλλον τότε ἀσπρίσαν ἐντελῶς τὰ μαλλιά σου. Καὶ κάθε μέρα μου ἔφερνες παιώνιες
καὶ μὴ μὲ λησμόνει.
— Δόξα
τῷ Θεῶ, ποὺ ἔγινες καλά. Τί
θὰ γινόμουν χωρὶς ἐσένα.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κάλεσαν ὅλους τους ἐπιβάτες γιὰ Νέα Ὑόρκη νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὸν τερματικὸ σταθμὸ ἀναχώρησης. Σώπασαν
ὄχι παραπάνω ἀπὸ λεπτό. Μετὰ αὐτὴ σηκώθηκε καὶ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ φύγει. Αὐτὸς πῆρε τὴ βαλίτσα της καὶ ἔφυγαν μαζί. Πρὶν νὰ περάσει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο διαβατηρίων,
αὐτὴ γύρισε καὶ τὸν φίλησε γιὰ πολλὴ ὥρα. Ὡσὰν τελευταία φορά,
σκέφτηκε αὐτός, ἂν καὶ ποτὲ πρὶν ἀπὸ τοῦτο δὲν ὑπῆρξε πρώτη φορά.
Μισὴ ὥρα ἀργότερα αὐτὸς γύρισε τὴν πλάτη κι ἔφυγε. Ἔνιωθε τρομερὰ γερασμένος, μὲ κόπο κινοῦσε τὰ πόδια του. Ἐπίτηδες ἔκλεισε τὰ μάτια, καθὼς περνοῦσε ἀπὸ τὴν πόρτα μὲ τὸ καθρεφτένιο
τζάμι στὴν εἴσοδο, γιὰ νὰ μὴ δεῖ στὴν ἀντανάκλαση τὰ μαλλιά του ποὺ ἄσπρισαν ξαφνικὰ καὶ τοὺς σκυφτούς, γεροντικούς
του ὤμους. Μὲ κάθε βῆμα καταλάβαινε
ὁλοένα καὶ πιὸ καθαρά, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι καὶ στὴν ἀπρόσιτα νεαρὴ γυναίκα του. Καὶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ἐξηγήσει, τί ἔκανε ὅλα αὐτὰ τὰ πενῆντα χρόνια ποὺ ἔλειπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου