Της Αλίκης Κοσυφολόγου
Περίληψη εισήγησης
στην εκδήλωση της Λέσχης Εκτός Γραμμής: «Πορνογραφία, εμπορευματοποίηση,
εκμετάλλευση και σεξουαλικά πρότυπα» πηγή: rednotebook, left.gr
Αρχικά να ειπωθεί ότι μάλλον δεν υπάρχει κάποιος κοινά αποδεκτός και διαχρονικός
ορισμός για την πορνογραφία. «Η λέξη πορνογράφος απαντάται μία φορά σε κείμενο
της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στο έργο του Αθηναίου Δειπνοσοφισταί (περ.
2ος αι.), όπου φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον Αθηναίο για να περιγράψει
ζωγράφους που αναπαράστησαν γυμνές γυναίκες στα έργα τους. Με τη σημασία που
αποδίδεται σήμερα, ο όρος εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αρχικά
χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν στα
ερείπια της Πομπηίας». Αν όμως
θεωρήσουμε ή συμβατικά αποδεκτούμε ότι πρόκειται για μια αναπαράσταση της
σεξουαλικότητας και του σεξ, τότε προφανώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται
μάλλον για ένα διιστορικό–διαχρονικό φαινόμενο. Υπάρχουν διάφορα είδη
πορνογραφίας, τόσο προερχόμενα από τα μέσα του οπτικού πολιτισμού αλλά βέβαια
και από τη λογοτεχνία.
Η πορνογραφία στον κινηματογράφο εμφανίστηκε πολύ νωρίς, ήδη από την εποχή
του βωβού κινηματογράφου ωστόσο εξαιτίας των πολλαπλών απαγορεύσεων και της
μυστικότητας που περιέβαλλε το καθεστώς της διακίνησης αυτού του υλικού, είναι
πολύ λίγα τα στοιχεία και τα τεκμήρια σε σχέση με αυτήν την παραγωγή.
Σήμερα, βέβαια υπάρχει και η πορνογραφία του διαδικτύου η οποία διευρύνει
ολοένα και περισσότερο την πρόσβαση στην θέαση του σεξ, εξαλείφοντας
αποκλεισμούς φύλου, φυλής σεξουαλικού προσανατολισμού, τάξης και ηλικίας, το
ενδιαφέρον για την συστηματική διερεύνηση των χαρακτηριστικών της οποίας από
έμφυλη και κοινωνική σκοπιά είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερο.
Επίσης, η αποκαλούμενη ελαφριά-ερωτική λογοτεχνία φαίνεται να επανακάμπτει
τελευταία –βλ. τριλογία EL James κα- διανοίγοντας ένα νέο πεδίο επικερδούς
επενδυτικής δραστηριότητας, το οποίο συνυπάρχει παράλληλα με τις υπόλοιπες
«πορνογραφίες». Πρόκειται για μια απόπειρα εκλαΐκευσης μιας νεοσυντηρητικής
εκδοχής για τον αισθησιασμό και την σεξουαλικότητα, η οποία απολήγει στην πλήρη
εναρμόνιση με την ιδεολογία του κανονιστικού φύλου.
Ο «πρώτος πορνογράφος»: Μάρτυρας για την ελευθερία ή αδηφάγος καταπιεστής των γυναικών ως
κατηγορίας;
Ο Μισέλ Φουκώ αντιλαμβάνεται το έργο του Sade ως σήμανση του «συνόρου»
μεταξύ κλασικής και σύγχρονης σκέψης, διακρίνοντας την αλληλεπίδραση του με το
πολιτιστικό και φιλοσοφικό περιβάλλον και τις πολιτικές, οικονομικές και
κοινωνικές ανακατατάξεις των τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα στη Γαλλία. Ο
Μαρκήσιος ντε Σαντ έγραψε ιστορίες σεξουαλικής βίας, αιμομιξίας, βασανιστηρίων
και δολοφονιών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που διέτρεχε το τέλος του παλαιού
καθεστώτος, τη Γαλλική Επανάσταση, και την εποχή του Ναπολέοντα. Από τα πιο
δημοφιλή έργα του είναι μια σειρά από μυθιστορήματα στα οποία πλούσιοι, ισχυροί
"Libertines"(φιλελεύθεροι επαναστάτες) επιδίδονται συστηματικά σε
βιασμούς, βασανιστήρια και δολοφονίες κυρίως γυναικών και εφήβων και των δύο
φύλων. Μέσα από την αφήγηση του η σεξουαλική σκληρότητα ως θέληση για δύναμη
αναπαρίστανται ως φυσικές ανθρώπινες παρορμήσεις, οι οποίες πρέπει να
ενθαρρύνονται και όχι να αποθαρρύνονται. Βασισμένος σε αυτά τα σχήματα ο
ψυχίατρος Richard von Krafft-Ebing δημιούργησε την έννοια του σαδισμού με βάση
το όνομα του συγγραφέα, όπου την περιέγραφε ως την σεξουαλική ικανοποίηση μέσα
από την πρόκληση πόνου σε
άλλους.
Τα γραπτά του Sade δεν διακινήθηκαν στο ευρύ κοινό κατά τη διάρκεια του
δέκατου ενάτου αιώνα, ωστόσο το έργο του υπήρξε βαθύτατα επιδραστικό και
συνδέθηκε έντονα με τις διεργασίες αλλαγής παραδείγματος και κοινωνικού
μετασχηματισμού στην Γαλλία της εποχής του.
Μια άλλη περίπτωση εξίσου επιδραστικής αφήγησης για τα θέματα του σεξ και
της σεξουαλικότητας είναι αυτή του μυθιστορήματος του Ντ. Χ. Λωρενς, Ο
εραστής της Λαίδης Τσατερλυ (1928). -Βεβαίως υπήρξαν και
κινηματογραφικές μεταφορές του βιβλίου-. Η υπόθεση είναι λίγο πολύ γνωστή:
πρόκειται για την ερωτική-σεξουαλική σχέση μίας παντρεμένης αριστοκράτισσας με
έναν εργάτη που απασχολείται στο κτήμα που ανήκει στον ανάπηρο σύζυγο της.
Προφανώς, οι χρήσεις των ταξικών συμβόλων έχουν πολλαπλές πολιτικές και
κοινωνικές προεκτάσεις: και η αφήγηση αναδεικνύει μεταξύ άλλων μια εισβολή της
εργατικής τάξης στην επικράτεια της αριστοκρατίας και όπου η σεξουαλική
διείσδυση ταυτίζεται με ή οδηγεί στην πλήρη κατάκτηση/υποταγή στο επίπεδο τόσο
των έμφυλων και των ταξικών σχέσεων. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, ότι όπως
αναφέρεται από τον Τέρι Ίγκλετον, ο Λώρενς ήταν μάλλον βαθύτατα συντηρητικός–δεξιός
στην πολιτική του τοποθέτηση, άποψη που τεκμηριώνεται και μέσα από την
αλληλογραφία που διατηρούσε με τον Μπέρναρντ Ράσελ, όπου μεταξύ άλλων εκφράζει
τη δυσφορία του απέναντι στην κληρονομιά του διαφωτισμού και του αστικού υλικού
πολιτισμού.
Μιλώντας λοιπόν για αφηγήσεις/αναπαραστάσεις που καθόρισαν την εξέλιξη της
πορνογραφίας θα μπορούσαμε να διακρίνουμε: Από τη μία λοιπόν (de Sade) να
αναδύεται ένα αίτημα ορατότητας του σεξ και της σεξουαλικότητας το οποίο
εμφανίζεται να είναι ταυτισμένο με τον διαφωτισμό και τον πολιτικό
φιλελευθερισμό- όπου όμως έχουν ήδη τεθεί εκ νέου και πιο αυστηρά τα όρια και
οι αποκλεισμοί που απορρέουν από το φύλο και την φυλή και λιγότερο από την
κοινωνική καταγωγή, βλ. παγίωση διάκριση δημόσιας με την ιδιωτική σφαίρα -και
από την άλλη, μια επιδραστική αφήγηση του σεξ (Ντ. Χ. Λωρενς) για τον 20ο
αιώνα, η οποία αφενός καθιερώνει στερεότυπα αναφορικα το σεξ, την
σεξουαλικότητα, την αρρενωπότητα και θηλυκότητα αλλά, η οποία έχει όμως ως
θεμέλιο ένα αντιδραστικής προέλευσης και αντι-ρασιοναλιστικό αίτημα επιστροφής
στη φύση.
Η φεμινιστική κριτική της δεκαετίας του εβδομήντα εν μέρει επιχειρεί να
απαντήσει στο ερώτημα σε σχέση με τις πολιτικές χρήσεις της ορατότητας του σεξ
μέσα από την πορνογραφία και συγκεκριμένα στο ερώτημα: φιλελευθεροποίηση ή μέσω
της αναπαράστασης εκ νέου κανονικοποίηση/αισθησιοποίηση του καταπιεστικού
συστήματος σχέσεων της πατριαρχίας;
«Η κριτική που ασκήθηκε από τις ριζοσπάστριες φεμινίστριες κατά τις
δεκαετίες εβδομήντα και ογδόντα, αναφορικά με την ιδεολογική λειτουργία των
ερωτικών/πορνογραφικών αφηγήσεων στη λογοτεχνία, στα έντυπα και στον
κινηματογράφο, απέρριπτε τον απελευθερωτικό χαρακτήρα αυτών των κειμένων και,
αντίθετα, αναγνώριζε το περιεχόμενό τους ως ιδεολογικό μηχανισμό αναπαραγωγής και
νομιμοποίησης του συστήματος της πατριαρχίας, της υποτέλειας των γυναικών ως
κοινωνικής κατηγορίας και της άσκησης βίας σε βάρος τους. Πρόκειται για μία θεωρητική τάση, η
οποία τροφοδοτήθηκε στο πλαίσιο της ιστορικής απεμπλοκής του φεμινιστικού
κινήματος και του κινήματος της ομοσεξουαλικής απελευθέρωσης από το κίνημα της
σεξουαλικής απελευθέρωσης.
Δεδομένου του ιστορικού πλαισίου της γέννησης της φεμινιστικής κριτικής
στην πορνογραφία στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ –«δεύτερο κύμα» φεμινισμού και
προοδευτική άρθρωση «δικαιωματικών» αιτημάτων που διαμορφώνουν το πεδίο για τη
γέννηση των νέων κοινωνικών κινημάτων– η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να ιδωθεί
ως ένας θεωρητικά συγκροτημένος ριζοσπαστικός φεμινιστικός αντίλογος στην
επικρατούσα φιλελεύθερη αφήγηση, που σκιαγραφούσε την πορνογραφία ως ένα
πολιτισμικό φαινόμενο, εγγενώς προοδευτικό, το οποίο επέφερε «ανεπανόρθωτες»
ρωγμές στον κοινωνικό πουριτανισμό και αντίστοιχα στην, βαθύτατα υποκριτική
–χριστιανικής προέλευσης– οικογενειακή ηθική. Από αυτή τη φιλελεύθερη σκοπιά, η
γέννηση της πορνογραφίας αντιμετωπιζόταν ως ένα επαναστατικό γεγονός, και ο
Marquis de Sade ως ο πρώτος «μάρτυρας» του αγώνα για τη σεξουαλική
απελευθέρωση, εφόσον ο ίδιος είχε την τόλμη να πολεμήσει με σφοδρότητα το
κατεστημένο της καθολικής εξουσίας, υπερασπιζόμενος την «ελεύθερη» έκφραση της
σεξουαλικότητας. Η προβληματική αυτή εναντίον της πορνογραφίας υπήρξε το
διακύβευμα στο φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ πόλεμο για το σεξ («sex wars») όπου η
αντιπορνογραφική αντίληψη των ριζοσπαστριών φεμινιστριών συγκρούστηκε με την
αντίληψη φεμινιστριών, θετικά διακείμενων απέναντι στην ερωτική λογοτεχνία και
στην πορνογραφία (pro-sexfeminists, sex liberal feminists), οι οποίες
στηρίζονταν στην πεποίθηση ότι τα ερωτικά–πορνογραφικά αφηγήματα απελευθερώνουν
και απενοχοποιούν κοινωνικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα και κατά συνέπεια
«προάγουν» τη γυναικεία απόλαυση» [1].
Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τους «sex wars» το φεμινιστικό
ενδιαφέρον για την πορνογραφία ανανεώνεται, επικεντρώνοντας στις μεγάλες
εσωτερικές αντιφάσεις της σύγχρονης παραγωγής. Από την «συμβατική» βιομηχανία
της πορνογραφίας των ΗΠΑ μέχρι τη νέα περιοχή του queer κινηματογράφου τα
ερωτήματα πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται οι αφετηρίες τους. Ιδιαίτερα
σε ό,τι αφορά το queer οι διαφοροποιήσεις θεμελιώνονται και στον πολύπλευρο
χαρακτήρα των τρόπων παραγωγής αυτών των ταινιών ενώ το διακύβευμα που
ανακύπτει συνδέεται με το τελικά αν η αναπαράσταση του σεξ ή της
σεξουαλικότητας εγγράφει ρωγμές στο κυρίαρχο καθεστώς φύλου και στην
κανονιστική σεξουαλικότητα αλληλεπιδρώντας με τους λόγους και τις πρακτικές του
φεμινιστικού και lgbt κινήματος.
Σημείωση
1. Κοσυφολόγου Αλίκη, Η ιδεολογία της γυναικείας σεξουαλικότητας:
Αναπαραστάσεις και συγκρότηση προτύπων στον ελληνικό ερωτικό κινηματογράφο της
δεκαετίας του εξήντα, Τμήμα ΠΕΔΔ, ΕΚΠΑ, Φεβρουάριος 2013
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου