Πίσω ἀπ’ τοὺς θάμνους, δυὸ γάτες μᾶς κοιτοῦσαν μὲ περιέργεια
ἀνθρώπων ποὺ βλέπουν ἄνθρωπο γιὰ πρώτη τους φορά.
Στὸ τελευταῖο σπίτι πρὶν τὸν λόφο· ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἅι
Θανάση, τὰ παντζούρια ἀνοιγοκλείνανε ἀπ’ τὸν ἀέρα· πάντα μὲ τὸν ἴδιο
ρυθμό, λὲς καὶ κάποιο ἀόρατο χέρι τὰ ὁδηγοῦσε.
Ἡ Μ. ἄνοιξε τὴ μαύρη καγκελόπορτα καὶ μπῆκε πρώτη. Λίγα κεριά,
ἔκαιγαν ἀκόμα στὸ μανουάλι. Ἡ Μ. μοῦ ζήτησε τὸν ἀναπτήρα. Πῆρε ἕνα
κερὶ ἀπὸ τὸ σορὸ στὸν πάγκο, τὸ ἄναψε καὶ τὰ κόκκινα χείλη της φωτίστηκαν.
Ἡ ξύλινη πόρτα ἦταν ἀνοιχτή. Τὸ σκουριασμένο πόμολο κρεμόταν
τραυματισμένο ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ τῶν ἀνυποψίαστων ἀνθρώπων.
Σκοτάδι καὶ ὑγρασία σκέπαζαν τρυφερὰ τὶς παμπάλαιες ξεθωριασμένες
εἰκόνες τῶν Ἁγίων. Μιὰ πελώρια μὼβ κουρτίνα κάλυπτε τὰ σκονισμένα
παράθυρα. Ἀπ’ τὸ ταβάνι κρέμονταν ἕνας τεράστιος πολυέλαιος. Τὸ
πάτωμα ἦταν ἀπὸ γεμάτο τσιμέντο.
Πιστεύεις στὸ θεό; Μὲ ρώτησε ἡ Μ., ὅπως θὰ ρωτοῦσε ἕνα μικρὸ
παιδί: «τί εἶναι θεὸς μαμά;»
Πιστεύω σὲ ἐσένα, τῆς ἀπάντησα μὲ τὴν ἴδια φυσικότητα.
Τὴν ἅρπαξα ἀπὸ τὴ μέση κι ἔριξα τὴ γλώσσα μου μὲ λύσσα στὸ στόμα
της.
Βγήκαμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι σὰν νεόνυμφοι.
Ὁ ἥλιος εἶχε χαθεῖ γιὰ τὰ καλά.
Ἀπὸ τὸν πάνω δρόμο φάνηκε ὁ παπάς· μαῦρος σὰν τὸ θάνατο. Κρατοῦσε
μιὰ χάρτινη σακούλα στὸ χέρι. Ἄκληρος· πᾶνε πέντε χρόνια ποὺ ἔχασε
τὴν παπαδιὰ του ἀπ’ τὴν κακιὰ ἀρρώστια. Πάλευε νὰ κρατηθεῖ ἀπ’ τὸ
Θεὸ καὶ τὸ κρασί. Ἔμενε σ’ ἕνα μικρὸ δωμάτιο πίσω ἀπὸ τὸ ἱερό: μὲ
μιὰ κουζινούλα καὶ μιὰ τουαλέτα ἐξωτερικὴ ποὺ ἔζεχνε ἀπ’ τὸ σκατὸ
καὶ τὸ κάτουρο.
Σταμάτησε μπροστά μας. Ἦταν ὁλόκληρος μιὰ σκιά. Ἡ Μ. ἔπιασε
τὸ ρυτιδιασμένο του χέρι. Σήκωσε τὸ βλέμμα του καὶ κοιταχτήκαμε.
Κανεὶς δὲ μίλησε. Ἡ σιωπὴ μπῆκε μέσα μου σὰν βελόνα.
Γυρίσαμε σπίτι.
Ἡ Μ. στεκόταν στὸ παράθυρο καὶ χάζευε τὴ νύχτα ποὺ ἔφτανε. Ἔβαλα
τὸ σουγιὰ στὸ συρτάρι.
Τυλιγμένη μὲ μιὰ κουβέρτα, ἔκατσε ἀνακούρκουδα στὸν καναπέ.
Στὰ χέρια της κρατοῦσε τὶς «Μέρες» τοῦ Σεφέρη.
Κόλλησα πάνω στὸ σῶμα της.Ὅλη τὴ νύχτα διώχναμε τὸν ὕπνο ἀπ’
τὸ κρεβάτι. Δυὸ λευκοὶ καρχαρίες κολυμπούσαμε κάτω ἀπ’ τὴ μάλλινη
θάλασσα… Λίγο φεγγάρι τρύπωσε ἀπ’ τὸ παράθυρο. Κάναμε χῶρο νὰ
βολευτεῖ.
Τὰ παιδιὰ παίζανε ἀκόμα στὸν δρόμο. Ξαφνικὰ ἀκούστηκαν φωνές:
«Φωτιά! Φωτιά! Ὁ Ἅι Θανάσης ἅρπαξε φωτιά!».
Τὰ κλαρίνα σίγησαν στὴ πλατεία.
Ἡ ἐκκλησία ἔγινε μιὰ πύρινη μπάλα. Ἡ νύχτα κοκκίνισε πάνω
ἀπ’ τὰ πεῦκα· οἱ τσίγκινες στέγες ἔλαμπαν σὰν πασχαλιάτικα αὐγά.
Ἡ φωτιά, βρῆκε τὸν παπὰ Ἀνέστη μεθυσμένο στὸ ἱερό, ἀγκαλιὰ
μὲ μιὰ φωτογραφία. Τὸ κοκκινέλι ἔσταζε στὸ τραπέζι· λιωμένο κερὶ
στὸ σῶμα του.
Ἡ Μ. ἔπαιζε μὲ τὸ σουγιὰ στὸ στῆθος μου.
Ξημέρωνε στὴ Βάλια Κάλντα…
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα, 1986). Πεζὰ καὶ ποιήματά του ἔχουν δημοσιευθεῖ:
στὸ Ποιεῖν,
στὴν Bibliotheque,
στὸ ἠλεκτρονικὸ Φρέαρ,
στὸ Φτερὰ Χήνας
καὶ στὸ Ἐξιτήριον-Ψηφιακὲς
ἐκδόσεις ἀνοικτοῦ περιεχομένου. Ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ Κόκκινο σπίτι (Ἐξιτήριον,
2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου