Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Αναπτύσσοντας πολιτισμό


του Άντη Ροδίτη



Μια φορά ήταν ένα κράτος, που δεν ένιωθε και τόσο καλά με τον εαυτό του. Οι συγγραφείς του, οι ποιητές του, οι καλλιτέχνες του, που θα μπορούσαν να εντοπίσουν το «λάθος», την ασθένεια τέλος πάντων που ταλαιπωρούσε τους πολίτες του ώστε να αναζητηθεί το κατάλληλο φάρμακο, ήταν άφαντοι. Δεν βρίσκονταν πουθενά, λες κι άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Βέβαια υπήρχαν, αλλά έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, περνούσαν πολύ καιρό σε υπόγεια με μυστικές εισόδους, σε κρησφύγετα, φύτευαν πυκνούς καλλωπιστικούς θάμνους και τροπικά δένδρα με αγκάθια στις αυλές τους για να μην φτάνει εύκολα ο εχθρός στην πόρτα τους.

Η μόνη παρηγοριά των πολιτών ήταν να δείχνουν στους τουρίστες κάτι κατάλοιπα ενός παλιού πολιτισμού τους, έργα των «ένδοξων προγόνων» τους, έλεγαν, και κόρδωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια! 

Οι ιθύνοντες του κράτους έσπαζαν το κεφάλι τους να βρουν τρόπο ν’ ανεβάσουν το πολιτιστικό επίπεδο και το πολιτισμικό προϊόν της χώρας. Δυστυχώς, όμως, λόγω της κατάστασής τους, δεν μπορούσαν να σκεφθούν πολλά πράγματα, δηλαδή τίποτε το αληθινά αποτελεσματικό. Δεν τους έλειπε, όμως, η αυτοπεποίθηση ένεκα των πολλών έξυπνων που διέθεταν στα ανώτερα κλιμάκια διοίκησης του κράτους. Οι έξυπνοι είναι κάτι σαν τα αγριόχορτα, που φυτρώνουν πληθωρικά στους ακαλλιέργητους αγρούς. Ένας τέτοιος έξυπνος κατέβασε σε μια στιγμή μια φαεινή ιδέα, που αμέσως οι άλλοι την βρήκαν brilliant!  Όλα κι όλα, ήταν αγγλομαθείς οι πολίτες του κράτους που δεν ένιωθε πολύ καλά με τον εαυτό του!

Η ιδέα είχε ως εξής: Αφού οι συγγραφείς του τόπου, οι ποιητές, οι εν γένει καλλιτέχνες ήταν όλοι ψεύτες, υποκριτές, ατάλαντοι, που απλώς παρίσταναν τους συγγραφείς, τους ποιητές και τους εν γένει καλλιτέχνες και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο φοβούνταν μην αποκαλυφθούν και κρύβονταν, έπρεπε να δελεαστούν, να τραβηχτούν έξω από τις τρύπες τους και να εξολοθρευτούν, ώστε να πάρουν τη θέση τους αληθινοί συγγραφείς, αληθινοί ποιητές και αληθινοί καλλιτέχνες για να μπορέσει επιτέλους να δει ο τόπος προκοπή!

Η ιδέα κατενθουσίασε τους πάντες αλλά επειδή δεν θα έκανε καλή εντύπωση (τι θα έλεγαν οι ξένοι;) να παν απροκάλυπτα και να ανατινάξουν διαμιάς τους κρυμμένους λογοτέχνες όπου διαβιούσαν (ήξεραν όλων τις διευθύνσεις), έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά να βρουν τρόπο «πολιτισμένης» εφαρμογής της ιδέας τους. Έτσι, μια δεύτερη φαεινή ιδέα που ρίχτηκε από άλλον έξυπνο ήταν να καθιερωθούν βραβεία λογοτεχνίας ώστε να  προσελκυσθούν όλοι αυτοί οι απατεώνες, ν’ αρχίσουν να βγαίνουν άφοβα στο φως, ν’ απομονώνονται σε αίθουσες τελετών απονομής, τάχα, βραβείων κι εκεί να εξολοθρεύονται κατά ομάδα μακριά από τα μάτια του πλήθους. Η εξαφάνισή τους πιθανόν ν’ απασχολούσε μόνο τους στενούς συγγενείς τους, οι οποίοι θ’ αποζημιώνονταν γενναία και θα έβγαζαν τον σκασμό. Εξάλλου, ποιος ήθελε να συζεί με τέτοιους απατεώνες, που μετέτρεπαν τα σπίτια τους σε κρησφύγετα, έφτιαχναν απρόσιτα υπόγεια, καλλιεργούσαν αδιαπέραστες ζούγκλες με τροπικά δένδρα και θάμνους γεμάτους αγκάθια;

Μια ακόμα πιο σπουδαία ιδέα -είπαμε ήταν πολλοί οι έξυπνοι στο κράτος που δεν ένιωθε και τόσο καλά με τον εαυτό του- ήταν να δίνεται σε όλους ανεξαιρέτως (το ίδιο) βραβείο, να μη μένει κανένας παραπονεμένος, να παρουσιάζονται στην απονομή όλοι οι απατεώνες, να εξολοθρεύεται διαμιάς, μ’ ένα κτύπημα η κάθε ομάδα, ν’ απαλλαγεί τελικά το κράτος από όλους αυτούς. Εξάλλου, πόσοι ήταν;  

Για την εφαρμογή του σχεδίου χρειαζόταν πρώτα-πρώτα να στηθεί μια Κριτική Επιτροπή. Ξανάρχισαν τότε να σπάζουν τα κεφάλια τους πού να βρουν στην έρημη χώρα… κριτικούς της τέχνης και δη της λογοτεχνίας!

Ένας από τους ιθύνοντες, είπε: «Είναι απλό, θα βγούμε στον δρόμο, νά εδώ έξω από το Υπουργείο και θα ρωτούμε τους περαστικούς. Δεν είναι δυνατόν να μη βρούμε τους κατάλληλους ανθρώπους»! «Και why not», είπαν όλοι με μια φωνή και βγήκαν αμέσως έξω στον δρόμο, στη λιακάδα και στον καθαρό αέρα, που τον είχαν και πολλή ανάγκη εδώ που τα λέμε. Εκείνη την ώρα περνούσε ένας μασκαρεμένος σε παπά. Ήταν συνήθειο των πολιτών, πέρα από το ετήσιο τους καρναβάλι, που διαρκούσε τρεις ολόκληρες βδομάδες και ήταν γνωστό στα πέρατα του κόσμου κατά τη φαντασίωσή τους, να κυκλοφορούν σχεδόν όλοι μασκαρεμένοι σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν ολοχρονίς, βρέξει-χιονίσει. Κανένας λιμός, λοιμός, πόλεμος ή καταποντισμός δεν τους πτοούσε. Μόλις είδαν τον «παπά» κάποιοι έπιασαν τα σκέλια τους. Πρώτος μίλησε ο «παπάς», που φαίνεται κάτι άκουσε ή επιτηδείως πληροφορήθηκε και δεν βγήκε τυχαία εκείνη τη μέρα στον δρόμο.     

          – Καλημέρα, παιδιά, είπε.

Του είπαν ένα μισό «καλημέρα» κι άρχισαν να κοιτάζουν αλλού.

          – Κάτι ψάχνετε, είπε ο «παπάς».

          – Δεν μας κάνετε πάτερ, του είπαν μ’ ένα στόμα. Αν ήσαστε φιλόλογος, ίσως…

– Πώς δεν είμαι, είπε. Είναι η πρώτη μου σπουδή!

Οι ιθύνοντες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

          – Δηλαδή, του είπε ένας, είστε και φιλόλογος και θεολόγος;

          – Ακόμα καλύτερα, είπε ο «πάτερ», είμαι στην ουσία ένας θεολογίζων φιλόλογος.

          – Fuck, είπε ο Αρχι-ιθύνων, δεν το πιστεύω… Τόση τύχη από την πρώτη!

          – Ένα κελεπούρι, είπε ένας άλλος.

– Πάρτε τον αμέσως μέσα και γράψτε τον, είπε ο Αρχι-ιθύνων…         

– Μα σε τι; έκανε τάχα απορημένος ο «πάτερ».

– Θα δεις, του είπαν, έχει και καλό μισθό!

Ο «παπάς» κοίταξε το ρολόι του. Μπορούσε, τους είπε, να πάει αργότερα στην εκκλησία να προσευχηθεί και τράβηξε κορδωτός μέσα στο Υπουργείο. Πίσω του έτρεξε ένας των ιθυνόντων τρίβοντας τα χέρια από ενθουσιασμό.

           Σε λίγο δεν άργησε να φανεί μια ευθυτενής κυρία με κατσαρό, μακρύ μαλλί, ποδήρη φουστάνια κι ευγενέστατη φυσιογνωμία ως καρυάτις, η οποία σταμάτησε, έβγαλε μια μίνι φωτογραφική μηχανή κι άρχισε να πατάει το κουμπάκι προς το μέρος τους. Της καλάρεσαν έτσι που ήταν μεταμφιεσμένοι σε «ιθύνοντες». Αυτοί ξαφνιάστηκαν αρχικά, αλλά μετά άρχισαν να παίρνουν πόζες.

          – Ξένη είστε; την ρώτησε ο Ιθύνων νους.

– Όχι και τόσο, είπε εκείνη, ψάχνω μάλιστα μην μετοικήσω εδώ για τα καλά.

– Μπα, είπε ο Ιθύνων νους, τι μας βρίσκετε;

– Το κλίμα, απάντησε εκείνη αμέσως.

– Τον καιρό εννοείτε.

– Κάθε άλλο, εννοώ το οικονομικό κλίμα αλλά και το πνευματικό, που δεν κρύβεται με τίποτε. Θα μπορούσα να σταδιοδρομήσω εδώ.

Ο Ιθύνων δεν έπιασε ακριβώς το νόημα.

          – Ομιλείτε καλά την ελληνική, είπε.

          – Πώς, πώς, είπε εκείνη, είμαι Ελληνίδα.

          – Και επαγγέλλεσθε;

          – Καθηγήτρια πανεπιστημίου, είπε, όταν με θέλουν…

          – Ειδικότης;

          – Φιλόλογος.

– Φτου, είπε ένας των ιθυνόντων. Τι γίνεται σήμερα; Μήπως πρέπει να πάμε αμέσως απέναντι να γεμίσουμε κάνα δελτίο λόττο;

– Ένα λεπτό, είπε ο Αρχι-ιθύνων, μήπως είστε και θεολόγος;

– Κάπως, είπε εκείνη.

– Τι κάπως;

– Να έγραψα κάτι ποιήματα κι έβαλα προμετωπίδα λογάκια κάπως  ιερά, ενός Ιωάννη, της κλίμακος νομίζω…

– Άλλα χόμπυ; ρώτησε ο Ιθύνων.

– Μ’ αρέσει, είπε εκείνη, και ο σινεμάς.

– Φτού, είπε ο Ιθύνων, να με πάρει και να με σηκώσει, είστε, ας πούμε, μια καλλιτεχνίζουσα και σινεμάζουσα φιλόλογος;

– Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι, είπε εκείνη.

– Φτου, φτου, φτου είπε ένας από τους ιθύνοντες, εγώ πάω απέναντι να γεμίσω ένα δελτίο τζόκερ.

– Προσλαμβάνεστε, είπε ο Ιθύνων.

Από εκείνο το σημείο και μετά προσλήφθηκαν πολύ εύκολα ένας δάσκαλος και μία δασκάλα. Το προσόν του δασκάλου ήταν ότι είχε επισημάνει, καταμετρήσει και  καταγράψει επακριβώς (απ’ ό,τι είπε, κανείς δεν είχε πρόθεση να το ελέγξει) όλες τις περιπτώσεις λέξεων που είχαν μέσα λάμδα ή δέλτα ή και τα δυο μαζί στην ποίηση ενός Ιταλού ποιητή, εντελώς αγνώστου στον τόπο, ονόματι Monti. Το προσόν της δασκάλας ήταν ότι δεν είχε κανένα προσόν, χόμπυ ή πάθος και, επιπρόσθετα, είχε πρόσφατα και πολύ βολικά χάσει τη φωνή της, είχε βουβαθεί. Θεωρήθηκε ιδανική περίπτωση. Ήταν φανερό πως δεν επρόκειτο να διαφωνήσει ποτέ σε τίποτε ή να μιλήσει ποτέ σε κανέναν για τίποτε.

Επειδή, όμως, έπρεπε να είναι πέντε τα άτομα της Επιτροπής κρίθηκε «σωστό» να διορισθεί κι ένας εντελώς τυχαίος άνθρωπος, του λαού ας πούμε, ακόμα και του δρόμου, ώστε να εκπροσωπούνται στην Επιτροπή όλες οι… τάσεις των πολιτών του κράτους. Ο πρώτος που μπήκε στο περισκόπιό τους ήταν ένας εύθυμος χασικλής, ένας πρεζάκιας ονόματι Φάνος, άλλως Οκτώ ή Κοκτώ, δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ το αληθινό του όνομα. Διορίστηκε αμέσως με τη λογική που περιγράψαμε πιο πάνω.

Δυστυχώς, όμως, το κόλπο των ιθυνόντων του κράτους που δεν ένιωθε και τόσο καλά με τον εαυτό του και ήθελε ν’ αναπτύξει πολιτισμό και να προοδεύσει, τελικά δεν έπιασε. Τη μέρα των πρώτων-πρώτων βραβεύσεων δεν παρουσιάστηκε ουδείς των βραβευθέντων να παραλάβει το βραβείο του, προτίμησαν όλοι να μείνουν κρυμμένοι, εκτός ενός, που έφτασε με ένα ΑΚ 47 (Καλάσνικωφ) κι άδειασε μια ολόκληρη σφαιροθήκη πάνω στα πέντε μέλη της Επιτροπής, που εξέπνευσαν αμέσως επί τόπου. Η αστυνομία εξαπέλυσε χωρίς χρονοτριβή το γνωστό «ανθρωποκυνηγητό», χωρίς βέβαια κανένα αποτέλεσμα.

Αγανακτισμένο το βαθύ κράτος από τη συμπεριφορά των απατεώνων συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών διέταξε τον στρατό να επιτεθεί σε όλα τα καμουφλαρισμένα σπίτια, μυστικά υπόγεια, κρησφύγετα, αυλές-ζούγκλες και να εξολοθρεύσει την απάτη asap.

Επιτέλους θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει χωρίς προφάσεις το τοπίο για να μπορέσει να τραβήξει η χώρα τον δρόμο της προόδου και του πολιτισμού, με αληθινούς πνευματικούς ανθρώπους για ηγέτες, που οπωσδήποτε τώρα που θα εξαφανίζονταν οι απατεώνες θα έβγαιναν μπροστά-μπροστά.

Fuck.



ΑΡ

22 Φεβρουαρίου 2019             




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου