Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

Χρίστος Δάλκος: Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης πόρνη

 


Ἡ λέξη πόρνη (= γυναίκα ἐλευθερίων ἠθῶν) συνάπτεται κατὰ παράδοσιν μὲ τὸ ρῆμα πέρνημι (= πωλῶ), ἀναγόμενο ἀπὸ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη σὲ ἰνδοευρωπαϊκὴ ρίζα *perh2- (= πωλεῖν), μ᾿ ὅλο ποὺ ὁμολογεῖται πὼς ἐκτὸς ἑλληνικῆς δὲν ὑπάρχουν βέβαια ἰνδοευρωπαϊκὰ παράλληλα.

Ἀντιθέτως, ἡ «νέα» ἑλληνικὴ διαθέτει πάμπολλες μαρτυρίες ποὺ ἡ ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ ἀξιοποιήσῃ, καὶ πού –τὸ σημαντικώτερο- θέτουν τὸ ζήτημα τῆς ἐτυμολόγησης τοῦ «πόρνη» ἐπὶ ὁλότελα διαφορετικῆς βάσεως.

Ὁ Κύπριος Ξενοφῶν Φαρμακίδης,[1] σ.λ. πορνάριν, τό (= ἡ τίκτουσα προβατῖνα εἰς ἡλικίαν ἑνὸς ἔτους), παρατηρεῖ: «Μοὶ φαίνεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ πόρνος, διότι τὰ ἑνὸς ἔτους πρόβατα δὲν εἶναι φυσικὸν νὰ γεννῶσιν. Εἶναι τρόπον τινὰ πορνικόν, γέννημα πόρνης μητρός. Ρ. παράγ. πορναρίζω. Ἐπορναρίσαν μου πέντε κουέλλες

Καὶ ναί μὲν ἡ σχέση τῶν πορνάριν, πορναρίζω πρὸς τὰ πόρνος, πόρνη δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθῇ, ἡ χρήση ὅμως τοῦ πορναρίζω  γιὰ ζῶα ποὺ βατεύονται καὶ γίνονται ἔγκυα προτοῦ συμπληρώσουν τὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἡλικίας τους ὑποβάλλει ἔντονα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ λέξη γιὰ τὴν πόρνη ἐπήγασε ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς πρώιμης γέννησης, πρβλ. πρωμάριν (= τὸ πρώιμα γεννώμενο ζῶο) Κύπρ., πρωμί(ν) (= τὸ προγαμιαῖο παιδί) Ρόδ., πρῶμος (= πρώιμος, τὸ ἐνωρὶς γενόμενο, φροῦτο ἢ ζῶο ἢ καιρός) Κύπρ. πρώιμος (= ὁ ἐνωρὶς γεννώμενος: Πρώιμον ἀρνίν || πρῶτος) Πόντ. πρῶμος[2](= ὁ πρὸ τῆς ὥρας γεννηθείς, εἶτα καὶ ὁ νόθος) Θράκ. κ.λπ.

Ἡ σύναψη τοῦ πρῶμος μὲ τὸ πόρνος, καὶ ἑπομένως ἡ παραγωγὴ τοῦ πόρνη ἐκ τοῦ *πρώμη / *πρόμη (= οἱονεὶ ἡ πρωίμως τίκτουσα, ἡ μητέρα ἐξώγαμου, νόθου), μὲ ταυτοσυλλαβικὴ μετάθεση τοῦ ὑγροῦ καὶ τροπὴ μ > ν, ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ ποικίλες λέξεις καὶ σημασίες τῆς νέας ἑλληνικῆς:

● πρω(ι)μάδα (= ἀνύπαντρη μητέρα) Σκῦρ. πρω(ι)μάδι (= πρώιμος καρπός || πρώιμα γεννημένο ζῶο || τὸ πρὸ τοῦ γάμου συλληφθὲν βρέφος, ποὺ γεννιέται πρὶν συμπληρωθοῦν ἐννέα μῆνες γάμου || νόθο, μπάσταρδο παιδί, ποὺ οἱ γονεῖς του δὲν εἶναι παντρεμένοι) πολλαχ., πρωίμαδος(= μπάσταρδος) Θράκ. πρω(ι)μαδοῦ(= γυναίκα ποὺ γεννᾷ ἐκτὸς γάμου || γυναίκα ποὺ γεννᾷ πρὶν περάσουν ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὸν γάμο) Θράκ. Σάμ.πρωιμάκι(= παιδὶ ποὺ συλλαμβάνεται πρὶν τὸν γάμο) Κρήτ. πρωιμέλα (= γυναίκα ποὺ γεννάει πρὶν συμπληρωθοῦν ἐννέα μῆνες γάμου) Λῆμν. πρωιμέλι (= τὸ παιδὶ ποὺ συλλαμβάνεται πρὶν τὸν γάμο) Λῆμν. πρωιμίζω (= ὡριμάζω πρώιμα || κάνω κάτι ἐνωρίτερα ἀπὸ τὸ κανονικὸ ἢ συνηθισμένο || γεννιέμαι πρόωρα) πολλαχ. πρωμαριά (= κατσίκα ποὺ γεννάει πρώιμα) Χίος πρωμιοκαθισμένη (= κόττα ποὺ κλωσσάει νωρίς) Νάξ. πρωμογεννημένος, πρωμογέννητος (= αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε πρώιμα) Νάξ. μπρωμογγαστρωμένη (= αὐτὴ ποὺ ἔχει μείνει ἔγκυος πρὶν τὸν γάμο) Κῶς πρωμοσπόρι (= παιδὶ ποὺ συλλαμβάνεται πρὶν τὸν γάμο) Χίος πρωμοῦ (= ἡ νόθον γεννήσασα, ἑπομένως γυνὴ ἐλευθερίων ἠθῶν) Θράκ. πρωμούλι (= παιδὶ ποὺ συλλαμβάνεται πρὸ τοῦ γάμου) Λέσβ. | πορνικό (=τὸ νόθο παιδί) Κάλυμν. Ρόδ. πόρνιο (= τὸ πρόβατο ποὺ ἔχει ἀρνί) Ρόδ. πορνογέννητη / πορνογένισσα (= φακῆ ποὺ φύτρωσε χωρὶς νὰ σπαρῇ) Ἀν. Θράκ. πουρνέλι (= τὸ ἐρίφιον ποὺ γεννᾷ περὶ τὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους τῆς ἡλικίας του) Κεφαλλ. πουρνελίζω (= ἐπὶ αἰγοπροβάτων, γεννῶ περὶ τὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους τῆς ἡλικίας μου) Κεφαλλ.

Ἡ τροπὴ μ > ν, καθὼς καὶ ἡ ταυτοσυλλαβικὴ μετάθεση τοῦ ὑγροῦ,ἐντοπίζονται καὶ στὶς ἀκόλουθες συγγενεῖς ἐτυμολογικὰ λέξεις:

● Πρώμα συκιά (= αὐτὴ ποὺ βγάζει πρώιμα σῦκα) Σύμ. Πρώμα σῦκα (= πρώιμα) Λέσβ. (Ἁγιάσ.) Πρώμια σῦκα (= πρώιμα) Πόντ. πρωμιογυάλιστη (= συκιὰ ποὺ βγάζει γρήγορα καρπούς) Νάξ. πρωμόσυκο (= σῦκο ποὺ ὡριμάζει νωρίς) Χίος| πορνικιά (= εἶδος συκιᾶς) Ἰων. (Κρήν.) πορνοσυκιά (= ἀγριοσυκιά) Ἤπ. πωρνικό (< *πρωιμικό) (= ποικιλία σύκου) Σίκιν.

πρώμια πρώμια (= πολὺ νωρίς) Μῆλ. πωρνὸ πωρνό (= πολὺ πρωί) πολλαχ. πουρνὸ πουρνό (= πολὺ πρωί) πολλαχ., πρβλ. καὶ προυνό, πρωνό (= πρωινό, πρωί) κ.λπ.

● πόρμη, πούρμι  (= πρίν, προτοῦ) Καππ., προμὶ Προπ., προμιοῦ, προυνιοῦ Ἤπ., προυμί, πριμή, προυνά, πρινὰ Λέσβ., πρίμη, πριμὴ Μακεδ., πρίμου Πελοπν. πρὶν κοιν. κ.λπ.

Ὅμως, ἡ πανηγυρικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπόθεσης ὅτι ἡ πόρνη προέκυψε ἐκ τοῦ *πρώμη / *πρόμη (= αὐτὴ ποὺ γεννάει πρώιμα) μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὴν συσχέτιση τῶν πορνικαλ(λ)οῦ (= ἡ πόρνη) Μεγίστη (= Καστελλόρριζο), πουρνικαλ(λ)οῦ (= πόρνη, μοιχαλίδα) Λυκ. (Λιβύσσι),  πορνικαλ(λ)άτσι (= τὸ νόθο παιδί, τὸ ἐξώγαμο) Καστελλόρριζο, πορνικάλ(λ)ι (= παιδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ πορνεία ἢ μοιχεία, νόθο παιδί) Κάλυμν. πορνόγαλος (= ὁ ἐρωτευμένος γέρος) Πελοπν. μὲ τὴν συμιακὴ λέξη πρωμάκαλος [= (χλευαστικά) ὁ πρώμος, τὸ παράνομα γεννημένο παιδί (χωρὶς γάμο)]. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ τὰ κυπριακὰ πρωμάριν (= τὸ πρώιμα γεννώμενο ζῶο) / πορνάριν (= ἡ τίκτουσα προβατῖνα εἰς ἡλικίαν ἑνὸς ἔτους) ἀποτελοῦν κατ᾿ οὐσίαν ἐναλλακτικοὺς τύπους τῆς ἴδιας λέξης.

Ἀγνοῶ τὴν ἀκριβῆ προέλευση τοῦ β΄ συνθετικοῦ τῶν λέξεων πρωμάκαλος / πορνικάλ(λ)ι, ἂν δηλ. ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὸ καλός, τὸ κάλλος, τὸ γάλα ἢ ὅ,τι ἄλλο, μπορῶ ὅμως μετὰ βεβαιότητος νὰ ὑποστηρίξω ὅτι ἡ φωνητικὴ ἐξέλιξη πρωμ- > πορν-,  τὴν ὁποία ὑπεμφαίνουν τὰ α΄ συνθετικὰ τῶν πρωμάκαλος / πορνικάλ(λ)ι κ.τ.τ., καθὼς καὶ τὰ κυπριακὰ πρωμάριν / πορνάριν, φαίνεται, ὡς ἐκ τοῦ ἐντοπισμοῦ της στὶς γειτνιάζουσες περιοχὲς τοῦ Καστελλορρίζου, τοῦ Λιβυσσίου, τῆς Καλύμνου, τῆς Σύμης καὶ τῆς Κύπρου, νὰ ἔλαβε χώραν στὸ πλαίσιο ἑνὸς πανάρχαιου πρωτοελληνικοῦ γλωσσικοῦ ὑποστρώματος ποὺ ἐντοπίζεται στὴν περιοχὴ τοῦ νοτιανατολικοῦ Αἰγαίου.

Δὲν εἶμαι γλωσσολόγος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἰδιαίτερα ἐξοικειωμένος μὲ τὴν ἐξεζητημένη ὁρολογία καὶ μεθοδολογία τῆς δυτικῆς ἱστορικογλωσσολογικῆς ἐπιστήμης, μπορῶ ὅμως, ὑπὸ τὸ φῶς τῶν διαφωτιστικῶν «νεο»ελληνικῶν μαρτυριῶν, νὰ ἀποδοκιμάσω ὡς ὁλότελα ἄστοχες ἀπόψεις ποὺ ἐτυμολογοῦν τὸ πόρνη ἀπὸ ρίζα *porh2-neh2- καὶ κάνουν λόγο γιὰ «πτώση τοῦ λαρυγγικοῦ», σύμφωνα μὲ «τὸν νόμο τοῦ Σωσσύρ (πτώση τοῦ λαρυγγικοῦ μετὰ ἀπὸ ο-βαθμίδα)» κ.λπ.

Νομίζω ὅτι ἔχει ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅποιος φιλοδοξῇ νὰ προσεγγίσῃ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐρήμην τῆς «νέας» ἑλληνικῆς ἢ ἀπατᾶται ἢ ἀπατᾷ.

 



[1] Βλ. Γλωσσάριον Ξενοφῶντος Π. Φαρμακίδου, ἐκδιδόμενον ὑπὸ Θεοφανοῦς Δ. Κυπρῆ, Λευκωσία 1983

[2]Γιὰ τὴν ἐξέλιξη πρώϊμος > πρῶμος πρβλ. καὶ Πολυδ. Ζ΄ 152 «καὶ ὁ μὲν πρὸ ὥρας πεπαινόμενος καρπὸς πρῷμος ἐν Λημνίαις Ἀριστοφάνους», ἑλληνιστ. πρόϊμος ἤ, ἐνδεχομένως, καὶ ὁμηρ. πρόμος (= πρόμαχος).

3 σχόλια:

  1. Πραγματικά εντυπωσιακή και πειστική η ετυμολογική αυτή πρόταση! Και όντως οι νεοελληνικές διάλεκτοι και ιδιώματα έχουν να προσφέρουν πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε, ειδικά όταν αξιοποιούνται από τόσο ικανούς φιλολόγους όσο ο Χρίστος Δάλκος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βάλε και το πρωϊνό-πρωϊνό / πουρνό-πουρνό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εὐχαριστῶ τὴν Μαρία Βραχιονίδου, ποὺ ὡς ἐκ τῆς ἀναστροφῆς της μὲ τὸν πλοῦτο τῆς "νεο"ελληνικῆς γλώσσας, τὸν ταμιευμένο στὸ πολύτιμο Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῶν Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καὶ Ἰδιωμάτων, εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζῃ ἀπὸ πρῶτο χέρι πόσο ἐπιπόλαια ἔχουμε βάλει κυριολεκτικὰ "στὸ μούσκιο" -πρωτίστως οἱ νεοέλληνες γλωσσολόγοι- τοὺς ἀνεκμετάλλευτους πνευματικούς μας θησαυρούς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή