Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Η καθολική σημασία του νερού


του Γιάννη Σχίζα

Ο Κυριάκος Σιμόπουλος  αναφέρεται στη μαρτυρία  ξένου περιηγητή, που βεβαιώνει ότι  τον 18ο αιώνα συνάντησε έναν «γευσιγνώστη νερού», που ήξερε να ξεχωρίζει περίπου 50 ποιότητες νερού…

Μέχρι και τη βιομηχανική περίοδο η ανθρωπότητα γνώριζε διαφορετικές ποιότητες νερού, ανάλογα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Η ποιότητα «πόσιμο νερό»  ήταν πάντοτε επιθυμητή, αν και η αύξηση των υδρευτικών αναγκών προκάλεσε πολύ συχνά επικίνδυνες καταστάσεις συγκοινωνούντων δοχείων- αξιοποιήσιμων και μη υδατικών πόρων. Καταθέτω  πάντως δυο μαρτυρίες από περιοχές σχετικής

σπάνιος νερού και διακριτής διαχείρισης του πόσιμου νερού καλής ποιότητας : Είναι στην Κύθνο (2011) όπου υπήρχε μηχάνημα πώλησης  πόσιμου  νερού από το Δήμο – νερό που προερχόταν από ελεγμένη πηγή. Είναι στη Λευκωσία (2007), όπου το νερό των ξενοδοχείων δηλωνόταν ως μη πόσιμο ενώ ταυτόχρονα σε δημόσιο χώρο υπήρχε μηχάνημα πώλησης πόσιμου νερού…

Η ανάκτηση του νερού από τα διάφορα συστήματα ανακύκλωσης κλπ. αποτελεί οπωσδήποτε μια μεγάλη πρόκληση για τη σημερινή εποχή, όπου όλες οι υδατικές ανάγκες – βιομηχανία, γεωργία, αστικές χρήσεις – αυξάνονται. Στην Ελλάδα η περίπτωση της Ψυττάλειας  των 700.000 περίπου κμ που απορρίπτονταν στην θάλασσα μετά τον δευτεροβάθμιο καθαρισμό τους έδωσε τροφή στην πολιτική υποσχεσιολογία  τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.  Το αίτημα εμφιλοχωρούσε σε όλα σχεδόν τα πολιτικά προγράμματα, ενώ ιδιαίτερη εύνοια είχε στο πρόγραμμα των Οικολόγων Εναλλακτικών. Το 2011 επί Υπουργίας Τίνας Μπιρμπίλη είχε τεθεί το ζήτημα της ανάκτησης 14.000 κμ από τα «υγρά» της Ψυτάλειας ημερησίως για αγροτικές χρήσεις, ενώ αναγνωριζόταν η εκκρεμότητα της διαχείρισης των κυρίων όγκων των υγρών αποβλήτων…Επί πλέον όμως,  εκτός από τους χώρους της πολιτικής και του ευκαιριακού εντυπωσιασμού, το  επιστημονικό προσωπικό της ΕΥΔΑΠ διέβλεπε τη δυνατότητα ανάκτησης μέχρι και 80.000 κμ ημερησίως νερού αρδεύσιμης ποιότητας, γενικά για το πρασίνισμα του λεκανοπεδίου και  νησιωτικών περιοχών.

 

Το ζήτημα του νερού επανέρχεται στην επιφάνεια, όχι τόσο από την άποψη της άμεσης στενότητας, της εποχής 1989-1991, όταν η λειψυδρία είχε πλήξει τη χώρα, όσο από την άποψη της πιθανής ιδιωτικοποίησής του. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ορισμένα επιχειρήματα κατά της ιδιωτικοποίησης  εκπέμπουν ένα είδος «Λεγκαλισμού», θεωρώντας δηλαδή ότι το ζήτημα θα λυθεί άλλοτε με δικαστικές διαδικασίες και άλλοτε  με την επίκληση γενικών αρχών Δικαίου και ανθρωπισμού. Το γνωμικό «Το νερό δεν είναι εμπόρευμα» προβιβάζεται σε αξίωμα, όταν είναι  απολύτως κατανοητό ότι το νερό όπως το ηλεκτρικό ή η συγκοινωνία ή το ο,τιδήποτε μπορούν να είναι κοινόχρηστα ή εμπορεύσιμα αγαθά, μπορούν να υπηρετούν τον άνθρωπο ή το κέρδος,αναλόγως των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών δύναμης…

Με βάση αυτό το σκεπτικό , και χωρίς διάθεση να πριμοδοτήσουμε έναν «προοδευτικό σοφολογιοτατισμό»  δεν είναι άστοχο και άτοπο το να τονίζουμε την ανάγκη μιας νέας ιδεολογίας για το νερό : Δηλαδή μιας  άλλης αντίληψης για τη διαχείρισή του όχι απλά στους χώρους των ειδικών αλλά στην ευρύτερη κοινωνία, μακριά από τις άκριτες γενικεύσεις μιας άλλης εποχής, όπου  το νερό  αντιμετωπιζόταν με στενά και κοντόφθαλμα ωφελιμιστικά κριτήρια.

Λόγου χάρη : Υπήρχαν πολλοί που θεωρούσαν την εκβολή των νερών των ποταμών στη θάλασσα ως «καθαρή απώλεια» - γιατί δεν έπαιρναν υπόψη τις περιβαλλοντικές ισορροπίες  που στηρίζονταν στη συγκεκριμένη κίνηση του νερού. Πολλοί που θεωρούσαν απολύτως λογική τη διαχείριση των νερών στην Κίνα, όπου γιγαντιαίοι ποταμοί κατέληγαν στη θάλασσα χωρίς νερό, το οποίο είχε  ενδιαμέσως παρακρατηθεί  για γεωργικές και άλλες χρήσεις. Από την άλλη πλευρά το Παγκόσμιο Ταμείο Φύσης (WWF) έλεγε  «Το νερό πρέπει να χάνεται» (!!!), ακριβώς για να δείξει με αυτό τον προκλητικό τρόπο την ανάγκη μιας συνετής – ποιοτικά αλλά και ποσοτικά- διαχείρισης των υδάτινων πόρων του συστήματος ποταμών και λιμνών …

Το νερό σε μεγάλο βαθμό, που ξεπερνάει συχνά και το 85%, υπηρετεί τις γεωργικές χρήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση η κατανόηση και εμπέδωση της αρχής της υπεύθυνης κατανάλωσης έχει μεγάλη αξία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πόρισμα της αρχής της περιβαλλοντικής ευθύνης «ο ρυπαίνων πληρώνει»    πράγμα το οποίο θα μπορούσε  να μεταφραστεί στην καθομιλουμένη «ο καταναλίσκων πληρώνει» .   Αν η Γεωργία πλήρωνε  τα κόστη που προκαλεί όσον αφορά τη συλλογή, μεταφορά, διαχείριση επιφανειακών ή υπογείων υδάτων, αυτό προφανώς  θα προστίθοταν  στα κόστη  των αγροτικών προϊόντων, αλλά θα αφαιρείτο από τα κόστη των δημοσίων έργων .  Το καθαρό εξαγόμενο μιας τέτοιας διαδικασίας μπορεί να φαίνεται  μηδενικό – με την έννοια ότι ο καταναλωτής αντί να πληρώνει φορολογία για την πραγματοποίηση των έργων   πληρώνει απευθείας στον αγρότη – όμως εμμέσως πλην σαφώς, δημιουργείται ένα ισχυρό κίνητρο στον αγρότη να κάνει εξοικονόμηση, να επιλέξει είδη συμβατά με τα τοπικά χαρακτηριστικά, να προσφύγει σε μορφές ύδρευσης που δεν σπαταλούν τους υδάτινους πόρους.

Προφανώς, η τιμολόγηση του νερού στον αγροτικό τομέα απαιτεί ειδικές πολιτικές και πρέπει να πειθαρχεί σε ποσοτικούς περιορισμούς – αντί να εξαντλείται στην αρχή «μικρότερη τιμολόγηση προϊούσας της κατανάλωσής του». Η τιμολογιακή πολιτική πρέπει να προσαρμόζεται στις γενικότερες, γεωργικές και περιβαλλοντικές ανάγκες, να επιβραβεύει χρήσεις και να τιμωρεί άλλες, να ανταποκρίνεται στις μετεωρολογικές δυσχέρειες, να ανοίγει το δρόμο για νέες  καλλιέργειες Αντίστοιχα στον αστικό χώρο, παρά τη μικρή σχετικά συμμετοχή του στην κατανάλωση νερού, μπορεί να εφαρμόζεται η αντιστρόφως ανάλογη τιμολόγηση του νερού, έτσι ώστε  να περιορίζονται οι τυχόν «πολυτελείς χρήσεις» (γκαζόν κλπ) προς όφελος της λαϊκής κατανάλωσης.

Η οικονομία του νερού – δεν εννοώ την «εξοικονόμηση» - αντιμετωπίζει σήμερα δυο μεγάλες προκλήσεις : Από τη μια πλευρά είναι η περιβαλλοντικά καταστρεπτική άντληση με γεωτρήσεις σε μεγάλα βάθη, με αποτέλεσμα την πρόσληψη προβληματικών για τις καλλιέργειες ποιοτήτων νερού. Από την άλλη πλευρά είναι το ζήτημα των αφαλατώσεων σε περιοχές υψηλής σπάνιος του νερού - όπως  ο νησιωτικός χώρος. Στη δεύτερη περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική η χρήση μεταφερόμενων ανεμογεννητριών μικρού μεγέθους, που έχουν εξαιρετικές επιδόσεις στην παραγωγή νερού υψηλής ποιότητας ενώ  ταυτόχρονα δείχνουν την αξία  αιολικών κατασκευών προσαρμοσμένων στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Τα τελευταία χρόνια είχαμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις στο χώρο των μικρών αιολικών και ειδικά αυτών που συνέβαλαν στις αφαλατώσεις.

Το νερό είναι σημαντικό για τη ζωή, ως ποιότητα αλλά και ως ποσότητα. Μπορεί συχνότατα να λείπει, αλλά όχι σπανίως πλεονάζει, ιδιαίτερα στον αστικό χώρο. Η εξομάλυνση της ροής της κυκλοφορίας του νερού είναι σημαντική ανάγκη. Η αντιπλημμυρική προστασία των αστικών περιοχών εξαρτάται σε μεγάλο  βαθμό από την ανάσχεση των υδάτινων μαζών που κατευθύνονται προς την πόλη, πράγμα που μπορεί να συντελεσθεί με μικρά φράγματα . Στην περίπτωση του αθηναϊκού χώρου των 428 τετρ. Χιλ , που περιβάλλεται από ένα χώρο 570τετρ.χιλ οριζόμενο από τις κορυφογραμμές των ορεινών όγκων της Πάρνηθας, του Υμηττού, της Πεντέλης και του Ποικίλου, τα μικρά φράγματα μπορούν να μειώσουν την απορροή κάτω  από την κρίσιμη μάζα που δημιουργεί τα πλημμυρικά φαινόμενα. Παράλληλα μπορούν να συμβάλουν στην ανάκαμψη των υδροφόρων οριζόντων, που έχουν ταπεινωθεί από τις υδροληψίες και τη διακοπή της επικοινωνίας τους με την επιφάνεια του εδάφους.

Το νερό είναι είδος που μεταφέρεται και προσλαμβάνει αξία ακριβώς χάρη σ’ αυτή τη μεταφορά του. Αλλά και αυτή η «ιδιότητα» πρέπει να πειθαρχεί στο μέτρο. Πρακτικές ή σχεδιασμοί  όπως αυτή της Ισπανίας, όπου προτάθηκε η μεταφορά των υδάτων του ποταμού Έβρου σε απόσταση 1000 χιλιομέτρων, πρέπει να θεωρούνται ως παράδειγμα προς αποφυγή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου