Του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου
Διευθύνoντος Συμβούλου ΓΕΩΕΛΛΑΣ ΑΜΜΑΕ
Β’ Αντιπρόεδρος ΣΜΕ
Πέρασαν σχεδόν 4 δεκαετίες από την πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης «παγκοσμιοποίηση» από τον Levitt. Αν και αρχικά η ιδέα περιοριζόταν στην δημιουργία «παγκοσμίων αγαθών», η πτώση του τείχους το 1989 και η ίδρυση του ΠΟΕ το 1995 έδωσαν τεράστια ώθηση στις διασυνοριακές ανταλλαγές. Η δραματική μείωση των δασμών δημιούργησε συγκριτικό πλεονέκτημα για τις περιοχές με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ενώ πολιτικές που αυξάνουν το κόστος, υιοθετήθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη από τις δυτικές κυβερνήσεις, κυρίως δε από την ΕΕ. Το χάσμα του κόστους μεταξύ Ανατολής και Δύσης είχε σαν με αποτέλεσμα να αυξηθεί η παγκόσμια διακίνηση αγαθών από 210 εκατομμύρια τόνους το 1995 σε 1400 εκατομμύρια τόνους το 2021.
Το μοντέλο έμοιαζε να λειτουργεί άψογα μέχρι το 2020.Προ δεκαετίας, σε μια υποθετική ερώτηση για τις επιπτώσεις στην Δυτική οικονομία από μια διακοπή της ροής αγαθών από την Ανατολή για μερικούς μήνες, αξιωματούχος της ΕΕ μου απάντησε χαρακτηριστικά «η Κίνα δεν αντέχει να μην εξάγει ούτε για μια ημέρα». Υποθέτω ότι το ίδιο σκεπτικό επικράτησε στις Βρυξέλλες και όταν «δέθηκε» ηΕυρωπαϊκή οικονομία στο άρμα του Ρωσικού φυσικού αερίου.
Η συνέχεια είναι γνώστη σε όλους μας. Ανωτέρα βία διέκοψε την ροή αγαθών από την Ανατολή προς την Δύση, ενώ οι γεωπολιτικές ορέξεις της Ρωσίας μας στέρησαν την επάρκεια ενός καυσίμου από το οποίο εξαρτάται το 30% της ενέργειας που καταναλώνει η ΕΕ . Το ερώτημα περί «επάρκειας αγαθών» εμφανίζεται στο Ευρωπαϊκό προσκήνιο για πρώτη φορά μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ΕΕ ξεκίνησε το 1952 ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, προκειμένου να ελέγξει την επάρκεια των δύο αυτών βασικών για την πολεμική βιομηχανία – και όχι μόνον - αγαθών. Το 1957 εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητακαι