Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Γιῶργος Ἀποσκίτης , Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς: ἀν­τὶ προ­λό­γου

 




«ΕΛΑΒΑ πρό­σφα­τα ἕ­να –τυ­πι­κὸ– γράμ­μα ἀ­πὸ κά­ποι­ον ἀ­πό­φοι­το τοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα ποὺ μοῦ ζη­τοῦ­σε νὰ συμ­με­τά­σχω σὲ μιὰ “συλ­λο­γι­κὴ” συ­νέν­τευ­ξη. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἦ­ταν για­τί τὰ δι­η­γή­μα­τα ἔ­χουν ση­μα­σί­α καὶ για­τί ὀ­φεί­λου­με ν’ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὴν ἀ­ξί­α τους. Τί ρε­τρὸ ἐ­ρώ­τη­ση. Ἀ­κού­στη­κε σὰν κά­τι βγαλ­μέ­νο ἀ­π’ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1940. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη ν’ ἀ­παν­τή­σω, ἐν­τού­τοις πι­στεύ­ω πὼς δὲν ἔ­χουν καὶ τό­ση ση­μα­σί­α. Ἕ­να κο­πά­δι ἄ­γριοι ἐ­λέ­φαν­τες ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Καὶ γιὰ ποι­ά ἀ­κρι­βῶς δι­η­γή­μα­τα μι­λᾶ­με ἄ­ρα­γε; Εἶ­ναι τό­σο πολ­λά.»[1]

       Τὰ πα­ρα­πά­νω λό­για —ἀ­πάν­τη­ση τῆς Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τί ση­μαί­νει γι’ αὐ­τὴν τὸ δι­ή­γη­μα κι ἂν εἶ­ναι κά­ποι­ου εἴ­δους μυ­στι­κὸ— εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κὰ τοῦ πῶς βλέ­πει ἡ ἴ­δια τὸν κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας ἀλ­λὰ καὶ τὸν κό­σμο γε­νι­κῶς. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας, γρά­φει κά­που, στὸ ξε­κί­νη­μά του ἔ­χει κα­τὰ νοῦ νὰ δρά­σει ὡς πα­ρά­γον­τας με­τα­μορ­φω­τι­κὸς γιὰ νὰ φτά­σει τε­λι­κῶς —κι αὐ­τὸ ὄ­χι πάν­τα— μέ­σ’ ἀ­π’ τὶς ἱ­στο­ρί­ες του —σκι­ὲς ἱ­στο­ρι­ῶν στὴν        πραγ­μα­τι­κό­τη­τα— νὰ κα­τορ­θώ­σει ἁ­πλῶς νὰ ’ρ­θεῖ σ’ ἐ­πα­φὴ μὲ λί­γους ἀ­κό­μη ἀν­θρώ­πους – κι αὐ­τὸ ἀ­σφα­λῶς καὶ δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τό, ὅ­πως δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸ καὶ τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα περ­νᾶ­νε ἀ­π’ τὸ χέ­ρι του.

       

Μὲ τὴ δη­μο­σί­ευ­ση τῶν πρώ­των της δι­η­γη­μά­των σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κὰ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1970 (τὸ πρῶ­το της δη­μο­σι­ευ­μέ­νο δι­ή­γη­μα τοῦ 1966 τὸ θε­ω­ρεῖ πρω­τό­λει­ο) καὶ τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος State of Grace τὸ 1973, ἡ Οὐ­ί­λιαμς κά­νει εὐ­θὺς ἐ­ξαρ­χῆς ξε­κά­θα­ρες τὶς προ­θέ­σεις της καὶ τα­ρά­ζει τὰ —ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον— λι­μνά­ζον­τα νε­ρὰ τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς (καὶ ὄ­χι μό­νο) λο­γο­τε­χνί­ας. Βα­σι­κὲς πτυ­χὲς τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς της ἀλ­λὰ καὶ τῆς πο­λυ­ε­τοῦς δι­α­δρο­μῆς της (ἔ­χει ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ συγ­γρα­φέ­ας στριφ­νῆ, δύ­σκο­λη κι ἐκ­κεν­τρι­κή, ἐ­νῶ ἡ ἴ­δια θε­ω­ρεῖ ἀ­κό­μη καὶ τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ «συγ­γρα­φέ­ας τῶν συγ­γρα­φέ­ων» ἄ­κρως ὑ­πο­τι­μη­τι­κὸ) φω­τί­ζον­ται πο­λὺ ὄ­μορ­φα στὸ κεί­με­νο τοῦ Ντὰν Κό­ις μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κλεί­νει τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μά μας.

       Οἱ κοι­νοὶ τό­ποι μὲ ὁ­μό­τε­χνούς της προ­ερ­χό­με­νους ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια πα­ρά­δο­ση δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου ἀ­με­λη­τέ­οι· θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα καὶ το­πί­α ποὺ μᾶς θυ­μί­ζουν τὴ Φλά­νε­ρι Ὀ’Κόνορ, στι­χο­μυ­θί­ες καὶ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ συ­νο­ρεύ­ουν μὲ τὸν κό­σμο τοῦ Ντέ­νις Τζόν­σον, κο­φτὲς προ­τά­σεις πα­ρα­πλή­σι­ες μ’ αὐ­τὲς τοῦ Ρέ­ι­μοντ Κάρ­βερ. Τὸ ἔρ­γο της, ὡ­στό­σο, ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ λό­γῳ ἀ­κρι­βῶς τῆς γνη­σι­ό­τη­τάς του καὶ φέρ­νει —ἀ­σκών­τας μιὰ ὑ­πό­γεια γο­η­τεί­α— μὲ τρό­πο ὁρ­μη­τι­κὸ στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ προ­σκή­νιο μεί­ζο­να ζη­τή­μα­τα ποὺ εἴ­τε ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει, εἴ­τε ἔ­χουν «ξε­χα­στεῖ» στὸν βω­μὸ μιᾶς ὧ­ρες-ὧ­ρες ἀ­πο­καρ­δι­ω­τι­κῆς εὐ­κο­λί­ας, εἴ­τε ἡ γε­νι­κευ­μέ­νη ἰ­σο­πε­δω­τι­κὴ ὀρ­θο­πο­λι­τι­κὴ τά ’­χει ἐν­τε­λῶς ἀ­πο­δυ­να­μώ­σει ἐν­τάσ­σον­τάς τα ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­να κα­τ’ οὐ­σί­αν σὲ μιὰ λο­γο­τε­χνί­α ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νη κι ἀ­ναι­μι­κή, μιὰ λο­γο­τε­χνί­α δί­χως δόν­τια.

       «Δὲν ἀρ­κεῖ ν’ αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρι­στοῦ­με ἁ­πλῶς ἀ­πρό­σε­κτοι, ἀ­στό­χα­στοι ἢ μύ­ω­πες. Κα­τα­να­λώ­νου­με, σπα­τα­λᾶ­με, ἀ­να­πα­ρα­γό­μα­στε καὶ χτί­ζου­με μέ­σα σ’ ἕ­να στεῖ­ρο ντε­λί­ριο. Στὴν ἔ­κτα­ση ποὺ συμ­βαί­νει ὅ­λο αὐ­τό, δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ, ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας, ψυ­χο­πά­θεια.»[2]

Ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα αὐ­τὴ γί­νε­ται ἀ­μέ­σως ἀν­τι­λη­πτὴ ἤ­δη ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες ἀ­ρά­δες τῶν πιὸ δυ­να­τῶν κει­μέ­νων της, κι εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α ὄ­χι μό­νον τῶν ἀ­συ­νή­θι­στων χα­ρα­κτή­ρων καὶ τῆς προ­βλη­μα­τι­κῆς της, ποὺ χτί­ζε­ται σω­ρευ­τι­κά, ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἴ­διας τῆς ἀ­να­τρε­πτι­κῆς γρα­φῆς της. Τὸ ὕ­φος της εἶ­ναι κρυ­πτι­κό, συ­χνὰ εἰ­ρω­νι­κὸ καὶ βρί­θει ἀ­πὸ με­τα­φο­ρές, οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες της ξε­στο­μί­ζουν κου­βέν­τες ποὺ σὲ μιὰ πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση ἐ­κτὸς ἀ­πὸ σκλη­ρὲς ἴ­σως φα­νοῦν καὶ ἀ­σύν­δε­τες, οἱ ἀλ­λα­γὲς με­τα­ξὺ τῶν σκη­νῶν εἶ­ναι, ὄ­χι σπά­νια, ἀ­πό­το­μες καὶ ἡ ἰ­δι­ό­μορ­φα θελ­κτι­κὴ πα­ραι­σθη­σι­ο­γό­να ἀ­τμό­σφαι­ρα ἐν­δέ­χε­ται νὰ θο­λώ­νει —γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νους— τὰ νε­ρά. Τὸ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ δι­ή­γη­μα μὲ τί­τλο «Κόλ­πα» («Tricks»), τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ συ­ναν­τή­σει ὁ ἀ­να­γνώ­στης κα­θὼς τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα προ­χω­ρᾶ, συγ­κεν­τρώ­νει ὅ­λα ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τὰ προ­α­να­φερ­θέν­τα γνω­ρί­σμα­τα· μέ­σῳ μιᾶς πο­λὺ ζων­τα­νῆς ἀ­φή­γη­σης ποὺ κρύ­βει ἐκ­πλή­ξεις μέ­χρι τέ­λους, οἱ πα­ρά­ξε­νοι —ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως— χα­ρα­κτῆ­ρες του μοιά­ζουν πο­λὺ γρή­γο­ρα πο­λὺ οἰ­κεῖ­οι, κα­θὼς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με τὰ παι­διὰ νὰ πη­γαί­νουν ἀ­πὸ πόρ­τα σὲ πόρ­τα καὶ τὸν κά­θε οἰ­κο­δε­σπό­τη, καὶ μα­ζὶ τὸ κά­θε σπί­τι, νὰ λέ­ει τὴν ἱ­στο­ρί­α του καὶ νὰ μᾶς εἰ­σά­γει σ’ ἕ­ναν νέ­ο κά­θε φο­ρὰ μι­κρό­κο­σμο.

       Τὰ δι­η­γή­μα­τα τῆς Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς εἶ­ναι δι­η­γή­μα­τα πλή­ρη νο­η­μά­των, ἐ­ξαί­σια δείγ­μα­τα μιᾶς ἄ­γριας, πυ­κνῆς καὶ ἀ­συ­νή­θι­στα πο­λυ­ε­πί­πε­δης γρα­φῆς καὶ συ­νά­μα μιᾶς εἰ­κο­νο­ποι­ΐ­ας σα­γη­νευ­τι­κὰ ἀλ­λό­κο­της, ποὺ σκο­πὸ ἔ­χουν ὄ­χι νὰ κα­τευ­νά­σουν ἀλ­λὰ νὰ τα­ρα­κου­νή­σουν, νὰ ξε­βο­λέ­ψουν, καὶ τὸ τράν­ταγ­μα αὐ­τὸ νὰ φυ­τέ­ψει —τὶς φο­ρὲς ποὺ πε­τυ­χαί­νει τὸν σκο­πό του— τοὺς σπό­ρους γιὰ εὐ­ρύ­τε­ρο καὶ βα­θύ­τε­ρο προ­βλη­μα­τι­σμό.

       Ἡ ἴ­δια πα­ρο­μοιά­ζει τὸν συγ­γρα­φέ­α μὲ φυ­γὰ ποὺ κρα­τᾶ ἑ­πτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό, δὲν εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νος νὰ τὸ προ­δώ­σει καί, χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει καὶ νὰ μπο­ρεῖ νὰ πεῖ ἐ­πα­κρι­βῶς ποι­ό εἶ­ναι τὸ μυ­στι­κὸ αὐ­τό, ἀ­να­τα­ράσ­σει τὸ ὑ­πάρ­χον, δη­μι­ουρ­γεῖ νέ­ες μορ­φές, ρί­χνε­ται μ’ ὅ­λες του κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὶς δυ­νά­μεις σὲ μιὰ δί­χως τέ­λος προ­σπά­θεια «νὰ δρα­πε­τεύ­σει ἀ­π’ τὸν χρό­νο» ἀλ­λὰ καὶ νὰ ὑ­περ­βεῖ τὰ δε­σμά του μέ­σ’ ἀ­κρι­βῶς ἀ­π’ τὸ γρά­ψι­μο. Τὸ ὕ­φος, δέ, γρά­φει σὲ κά­ποι­ο δο­κί­μιό της, εἶ­ναι σω­σί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α, δὲν πρέ­πει κα­νεὶς νὰ τοῦ ’­χει καὶ πολ­λὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καὶ κα­λὸ εἶ­ναι ὅ­ταν νι­ώ­σει ὅ­τι τό ’­χει κα­τα­κτή­σει, νὰ τὸ ἐγ­κα­τα­λεί­πει καὶ νὰ προ­χω­ρᾶ πα­ρα­πέ­ρα, ἀ­πο­φεύ­γον­τας κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο τὸν κίν­δυ­νο τῆς ἐκ­ζή­τη­σης, τοῦ μα­νιε­ρι­σμοῦ ποὺ ἀρ­γὰ ἡ γρή­γο­ρα θὰ τὸν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­π’ τὴν ἀ­λή­θεια.

       Κά­πως ἔ­τσι, ἡ Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς φτά­νει τὸ 2016, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μι­σὸ αἰ­ώ­να στὰ γράμ­μα­τα, νὰ δο­κι­μα­στεῖ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α καὶ ἐκ­δί­δει τὶς Ἐ­νε­νήν­τα ἐν­νιὰ ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Θε­οῦ (Ninety-Νine Stories of God), μιὰ μι­κρὴ ἐ­κλο­γὴ ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες πα­ρου­σι­ά­ζου­με στὸ ξε­κί­νη­μα τοῦ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ. Βα­σι­κὲς πη­γὲς ἔμ­πνευ­σης, ὡς πρὸς τὴ μορ­φὴ κυ­ρί­ως τῶν κει­μέ­νων καὶ τὴ δο­μὴ τοῦ βι­βλί­ου, ἀ­πο­τέ­λε­σαν γιὰ τὴ συγ­γρα­φέ­α τὸ Der Stimmenimitator[3] τοῦ Τό­μας Μπέρ­νχαρντ καὶ τὸ Die Zürauer Aphorismen[4] τοῦ Φρὰν­τς Κάφ­κα, ἐ­νῶ τὰ κεί­με­να ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ λί­γες μό­νον ἀ­ρά­δες ἢ καὶ μία μό­νον πρό­τα­ση, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὸ #61 («Μου­σεῖ­ο»): Δὲν μᾶς φά­νη­κε ἐν­δι­α­φέ­ρον μὲ τὴν ἔν­νοι­α ποὺ νο­μί­ζα­με ὅ­τι θὰ μᾶς φα­νεῖ ἐν­δι­α­φέ­ρον —ποὺ φέρ­νει στὸν νοῦ τὴ Λίν­τια Ντέ­ι­βις καὶ τὴν ἀ­κα­ρια­ία γρα­φή της— καὶ φτά­νουν, σὲ λι­γο­στὲς πε­ρι­πτώ­σεις, ἴ­σα­με δυ­ὸ-τρεῖς σε­λί­δες τὸ πο­λύ. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρὼν —ὅ­πως ἄλ­λω­στε προ­τεί­νει καὶ ὁ τί­τλος— στὶς μι­κρο­σκο­πι­κὲς αὐ­τὲς βι­νι­έ­τες, ποὺ συ­χνὰ θυ­μί­ζουν πα­ρα­βο­λές, εἴ­τε κα­τε­βαί­νον­τας στὴ γῆ καὶ πι­ά­νον­τας κου­βέν­τα μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους (σ’ ἕ­ναν τό­νο ἰ­δι­όρ­ρυθ­μα κω­μι­κό, ποὺ μᾶς φα­νε­ρώ­νει καὶ αὐ­τὴ τὴν ἀ­ρε­τὴ τῆς πο­λύ­πτυ­χης γρα­φῆς της), εἴ­τε σὰν ὑ­πόρ­ρη­τη πα­ρου­σί­α (στὴ φύ­ση, στὸν θά­να­το, στὰ ζῶ­α, στοὺς ἀν­θρώ­πους, στὴν κά­θε μέ­ρα, σὲ κά­τι ποὺ συμ­βαί­νει ξαφ­νι­κὰ καὶ δὲν χω­ρᾶ μ’ εὐ­κο­λί­α στὸ κα­λού­πι τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου – πιὸ χα­μη­λό­φω­να ἐ­δῶ) ἢ καὶ διὰ τῆς ἀ­προσ­δό­κη­της ἢ καὶ ἀ­νέλ­πι­στης ἀ­που­σί­ας του.

       Ἀ­φή­σα­με γιὰ τὸ τέ­λος τὴ λί­στα —ποὺ τῆς ζη­τή­θη­κε ἀρ­χι­κὰ ἀ­πὸ τὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Powell’s καὶ ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­τη­κε (ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς βγῆ­κε ἀ­π’ τὴ γρα­φο­μη­χα­νή της) στὴν πη­γὴ στὴν ὁ­ποί­α πα­ρα­πέμ­που­με— μὲ τὰ ὀ­χτὼ βα­σι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τοῦ δι­η­γή­μα­τος καὶ τὴ βα­σι­κὴ δι­α­φο­ρά του ἀ­π’ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ὑ­πο­ση­μει­ώ­νον­τας ὅ­τι ὁ ἀρ­κε­τὰ ἀ­φη­ρη­μέ­νος τό­νος τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων συμ­βου­λῶν της εἶ­ναι σκό­πι­μος καὶ πη­γά­ζει ἀ­π’ τὴν ἄ­πο­ψή της ὅ­τι δὲν μα­θαί­νει κα­νεὶς νὰ γρά­φει με­λε­τών­τας με­θό­δους οὔ­τε δι­α­βά­ζον­τας... τε­χνι­κὲς ὁ­δη­γί­ες κι ἡ οὐ­σί­α ὅ­λη βρί­σκε­ται στὴν ἀ­σί­γα­στη ἐ­πι­θυ­μί­α, στὴ συγ­κί­νη­ση, στὴν ἰ­δι­ό­τυ­πη νη­στεί­α, καὶ σ’ αὐ­τὸ τὸ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο κά­τι (ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει τὸ με­γά­λο τί­πο­τα) ποὺ συμ­βαί­νει —ὅ­ταν συμ­βαί­νει— τὶς μι­κρὲς ὧ­ρες (πάν­τα, γρά­φει κά­που ἡ Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς, ὅ­ταν κά­ποι­ος γρά­φει εἶ­ναι στὸ κε­φά­λι του τρεῖς καὶ τέσ­σε­ρις καὶ πέν­τε ἡ ὥ­ρα τὸ πρω­ῒ) στοὺς «ἐ­ρη­μί­τες καὶ τοὺς στυ­λί­τες ποὺ δὲν ξέ­ρουν πῶς ἀ­νέ­βη­καν στὸν στύ­λο, πῶς χώ­θη­καν μέ­σα στὴ σπη­λιά», στὴν ἴ­δια τὴν ἐ­κρη­κτι­κὴ λει­τουρ­γί­α τῆς γρα­φῆς.

8 βα­σι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τοῦ δι­η­γή­μα­τος

(καὶ μιὰ δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα στὸ δι­ή­γη­μα καὶ στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα)

            1) Θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει μιὰ δια­υγής, κα­θα­ρὴ ἐ­πι­φά­νεια κι ἀ­πο­κά­τω της σφο­δρὸς ἀ­να­τα­ραγ­μός.

            2) Ἕ­να κά­ποι­ο ἀ­να­γω­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο.

            3) Προ­τά­σεις ποὺ μπο­ροῦν νὰ στα­θοῦν θαυ­μά­σια καὶ μό­νες τους.

            4) Ἕ­να ζῶ­ο σὲ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο τοῦ κει­μέ­νου νὰ δί­νει τὴν εὐ­λο­γί­α του.

            5) Ἐν­δό­μυ­χες φω­νὲς ποὺ ἐ­ξω­τε­ρι­κεύ­ον­ται μὲ τρό­πο ἐν­τε­λῶς ἀ­συ­νή­θι­στο.

            6) Ὁ ἐν­δε­λε­χὴς ἔ­λεγ­χος εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­τος.

            7) Ἡ ἐν­τύ­πω­ση ποὺ προ­ξε­νεῖ ἡ ἱ­στο­ρί­α θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­περ­βαί­νει τὴ φυ­σι­κό­τη­τα καὶ τὴ δυ­να­τό­τη­τα προ­σέγ­γι­σης ποὺ προ­κύ­πτουν ἀ­π’ τὴν ὑ­πό­θε­ση καὶ τὴ γλώσ­σα.

            8) Κα­τὰ τὴν ἐ­κτέ­λε­ση ἀ­παι­τεῖ­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε ψυ­χρό­τη­τα. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ κα­τε­ξο­χὴν πα­ρα­μυ­θη­τι­κὴ φόρ­μα· ἂν ὡ­στό­σο τὸ δι­ή­γη­μα πα­ρη­γο­ρεῖ, ἡ πα­ρα­μυ­θί­α θὰ πρέ­πει νά ’ρ­χε­ται ἀ­να­πάν­τε­χα.

             Ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα θέ­λει νὰ σοῦ κρα­τή­σει συν­τρο­φιά, τὸ δι­ή­γη­μα κα­τὰ κα­νό­να ὄ­χι.[5]

[1] https://www.theparisreview.org/interviews/6303/the-art-of-fiction-no-223-joy-williams
[2] https://www.abc.es/cultura/libros/abci-williams-solo-autores-best-sellers-piensan-lectores-escribir-201707100111_noticia.html
[3] Στὰ ἑλληνικὰ τὸ βιβλίο κυκλο­φορεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδό­σεις Ἄγρα μὲ τίτλο μί­μος τῶν φωνῶν (Tho­mas Bern­hard, μί­μος τῶν φωνῶν, μτφρ. Ἀλέξανδρος Ἴσαρης, Ἀθήνα, Ἄγρα, 2000). Βλ. ἐπίσης τὸ ἀφιέρωμα ποὺ ἐπιμε­λήθηκε γιὰ τὸ ἱστο­λό­γιο ἡ Ἕλενα Στα­γκου­ρά­κη:
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B9%CF%83/2-2-%CF%83%CE%B5-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%83-%CE%B3%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B5%CF%83/bernhard-thomas/
[4] Στὰ ἑλληνικὰ τὸ βιβλίο κυκλο­φορεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Στιγ­μή μαζὶ μὲ τὸ Er (Αὐτός) στὴ σειρὰ τῶν Στο­χα­σμῶν (Φρὰντς Κά­φκα, Ἀφο­ρι­σμοί, εἰσαγ. σημ. – μτφρ.: Σπῦρος Δοντᾶς, σειρά: Στο­χα­σμοί, Ἀ­θή­να, Στιγ­μή, 2012).
5 https://www.vice.com/en/article/avav9b/joy-williams-ninety-nine-stories-of-god-how-to-write-a-short-story


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου