|
|
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ εἶχε χάσει κάθε κέφι γιὰ
τὴν Τέχνη του, καιρὸ πρὶν ἐνσκήψει ἡ πανδημία. Ἁπλὰ ὁ κορονοϊὸς ἔθετε
τὰ καρφιὰ στὸ φέρετρο αὐτοῦ ποὺ κάποτε θεωροῦσε λογοτεχνικό του σῶμα,
ἀναγκάζοντάς τον νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ κάθε ἐλπίδα ἔστω καὶ μιᾶς μερικῆς
ἀνάταξης.
Βράδυαζε 25η Μαρτίου καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν κλεισούρα, δήλωσε στὴ
συμβία ὅτι θὰ ἔβγαινε γιὰ ἕναν περίπατο.
«Νὰ συμπληρώσεις βεβαίωση»,
τοῦ ἐπέστησε τὴν προσοχὴ ἐκείνη καὶ βάλθηκε μὲ πανὶ καὶ ντετὸλ νὰ ἀπολυμαίνει
ὅσες ἐπιφάνειες μποροῦσε νὰ φτάσει τὸ χέρι της.
Βγῆκε στὴν παγωνιὰ καὶ κινήθηκε ἄκεφα πρὸς τὴν παλιά του γειτονιά, ὅπου
ἔστεκε τὸ σκέλεθρο τῆς πατρικῆς ἑστίας.
Ὁ Ἑλληνισμὸς χαψωμένος στὰ ρημαδόσπιτα ρευόταν μπακαλιάρο καὶ
χουζούριαζε μπρὸς στὴν τηλεόραση. Ψυχὴ ζῶσα στοὺς δρόμους. Μόνο γάτες
κι αὐτὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ τὴν τόση ἐρημία, γύρευαν στὰ σκουπίδια
τροφή.
Ἡ σιωπὴ ἦταν τόσο πυκνὴ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ τὴν κόψεις, μὲ τὸ κουζινομάχαιρο.
Ἔκλεισε τ΄αὐτιά, νὰ μὴν γρικάει τὸν ἦχο τῆς σιωπῆς.
Μὲ τὰ πολλὰ ἀπέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὸ πατρικό. Πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη
εἶδε φῶτα. Παραξενεύτηκε.
«Μπᾶς κι ἔχουν τὸ σπίτι ξενικοί», λογίστηκε καὶ ἔσπρωξε θυμωμένος
τὴν ἐξώθυρα.
Χτύπησε τὴν πόρτα καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι, ἀφουγκραζόμενος τοὺς
ἐσωτερικοὺς θορύβους ποὺ κατέκλυζαν ἀνυπόφοροι τοὺς ἀκουστικούς
του πόρους.
Ἄνοιξε ὁ πατέρας.
«Πατέρα» τραύλισε στὸν πεθαμένο γιομάτος τρόμο, μὰ κάτι μέσα
του δυνατό, τὸν ὤθησε νὰ καταλαγιάσει τὴν φρικίαση καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει
τὸ γεγονός, ὡς κάτι τὸ ἀπόλυτα φυσιολογικό.
Ὁ πατέρας παραμέρισε, ἀφήνοντάς τον νὰ περάσει.
Ἡ
μάνα ἔπλεκε στὴ καρέκλα της ὅπως τότε ποὺ ἦταν στὸν κόσμο. Μόλις τὸν ἔνοιωσε,
ἀπαράτησε τὸ ἐργόχειρο, τὸν ἔκοψε, καὶ ρώτησε ὅλο ἔγνοια:
«Τί ἔχεις Γρηγοράκη; Χλωμισμένος δείχνεις! Συμβαίνει κάτι;»
«Ρὲ μάνα», γκρίνιαξε τότε ἐκεῖνος. «Χαμὸς γίνεται ὄξω. Δὲν ἔχετε
ἐδῶ μέσα πάρει χαμπάρι τίποτα;»
«Τὰ ἴδια μᾶς ἔσουρε καὶ ὁ Νικήτας ἐχτὲς τ΄ἀπομεσήμερο ποὺ ἐφάνηκε,
ἀλλὰ δὲν νοιώσαμε τί πάλευε νὰ μᾶς εἰπεῖ;»
«Ποιός Νικήτας ρὲ μάνα;» τόλμησε νὰ ἀντιμιλήσει.
Ἀποκρίθηκε τότε αὐτὴ ἐκνευρισμένα:
«Ἅμα δὲν θὲς παρτίδες μὲ τ΄ἀδέρφι σου, χαλάλι. Ἀπαράτησέ τον
κι αὐτόν. Μπορεῖς τὸ λοιπὸν ἐσὺ ποὺ κατέχεις τὸ πράγμα καλύτερα, νὰ μᾶς
δώκεις νὰ καταλάβουμε τί συμβαίνει;»
Ὁ πατέρας πλησιάσε καὶ κουνώντας ἐπιδοκιμαστικὰ το κεφάλι
στὰ λόγια τῆς κυρᾶς του, κρεμάστηκε ἀπὸ τὰ χείλη του καρτερώντας ἐξηγήσεις.
* * *
Ὁ παραλοϊσμένος γιὸς
βρέθηκε ἄξαφνα στὸ σπίτι του.
Διηγήθηκε στὴ γυναίκα τὰ καθέκαστα.
«Ἂχ ἄντρα μου», εἶπε ἐκείνη:
«Στοὺς χαλεποκαιρούς, πάντα ἐπιστρέφουμε στὰ παιδικάτα μας. Ἡ
φαντασιά σου εἶναι ποὺ σὲ παιχνιδιάζει», καὶ σιμώνοντας ἔβαλε τὸ χεράκι
της ποὺ ἀκόμα μύριζε ἀπολυμαντικό, ἀπάνω στὸ μέτωπό του.
«Καῖς κακομοίρη. Μπᾶς κόλλησες τὸν ἰό; Ξάπλωσε γρήγορα καὶ σοῦ φέρνω
ἀντιπυρετικό. Χάζεψε λίγο ταινία στὴν τηλεόραση. Ἀπόψε ἔχει
“Παπαφλέσσα”… Ἄ! μὴν λησμονήσω! Ἀνακοίνωσαν στὶς εἰδήσεις ὅτι ὅλα
θά ‘χουν τελειώσει μέχρι νὰ ἔβγει ὁ Μάης!»
Τὸν πῆρε ὁ ὕπνος μπροστὰ στὴν αὐγάζουζα ὀθόνη, μὲ τὸ νοῦ στὰ λόγια τῆς
μάνας.
Ποιόν ἀδελφὸ Νικήτα ὑπονοοῦσε ἄραγε ἡ γριά; Αὐτός ἀπ΄ὅσο κάτεχε,
ἦταν μοναχοπαίδι.
* * *
Ξύπνησε ἀπὸ τὰ σκουντήματα
τοῦ παπᾶ-Φώτη.
«Σήκω καπετάνιο! Ἔγειρες καὶ εἶπα νὰ σ΄ἀφήσω νὰ τὸν πάρεις κομμάτι,
πού ΄σαι ἄγρυπνος τόσες ἡμέρες. Περιμένει ἔξω καὶ ὁ Τισαμενὸς γιὰ τὴ
γραφή.»
«Παράξενα ὀνείρατα εἶδα γέροντα! Ταγκαλάκια ἀπ΄τὰ μελλούμενα….
Τί νὰ σοῦ λέγω! Σημεῖα καὶ τέρατα! Ἀλλὰ νόημα δὲν βγαίνει!.. Καλύτερον
νὰ τ΄ἀφήκω πίσω, ὅτι περιμένει ὁ Μπραγίμης νὰ μᾶς καταπιεῖ ὁλάκερους!
»Πὲ τοῦ Μιχάλη νὰ ὁρίσει…»
Ὁ γραμματικὸς μπῆκε φουριόζικα στὴ τέντα καὶ φανέρωσε τὰ τσιμπράκαλα
τῆς γραφῆς.
«Γράφε Τισαμενὲ καὶ ταχιὰ στ΄ ἀδέλφι μου τὸν Νικήτα μὲ τατάρη.»
Νικήτα,
Ἔλαβα
τὴν ἐπιστολήν σου καὶ εἰς ἀπάντησίν σου λέγω ὅτι δὲν εἶμαι σὰν καί σὲ
καὶ σὰν τὸν κουμπάρο σου τὸν Κεφάλα, ὅπου τρέχετε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη
στοὺς Ἁηλιάδες.
Ἐγὼ ἅπαξ ὠρκίσθην νὰ χύσω τὸ αἷμα μου εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδoς,
καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα. Εὔχομαι δὲ εἰς τὸν Θεὸν πρώτη μπάλα τοῦ Ἰμβραὴμ
νὰ μὲ πάρει εἰς τὸ κεφάλι, διότι σᾶς γράφω νὰ ταχύνετε τὸν ἐρχομόν
σας καὶ σεῖς μοῦ γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη καὶ τελευταία ἐπιστολή μου εἶναι αὕτη. Βάστα την νὰ τὴν
διαβάζεις καμία φορᾶ νὰ μὲ θυμᾶσαι καὶ νὰ κλαῖς.
Παπαφλέσσας
Ροδοχρωματισμένη ἀνοιγόταν
ἡ πύλη τοῦ πρωϊοῦ, ἀπάνω ἀπὸ τὸ Μανιάκι. Κι ὁ Μάης εἶχε εἴκοσι.
Ὁ Δεσπότης βγῆκε στὸ ξάγναντο καὶ τηροῦσε γιὰ ὥρα, τὶς ἀμέτρητες φωτιὲς
τῶν στραβαραπάδων ποὺ ἀγάλι-ἀγάλι ξεθώριαζαν κάτου στὸν κάμπο.
«Μέχρι νὰ ἔβγει ὁ Μάης» μονολόγησε μελαγχολικά, «μέχρι νὰ ἔβγει ὁ
Μάης, θά ΄χουν τελειώσει ὅλα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου