του Γιάννη Σχίζα
"Η επιβλητική γατίσκη εκάθητο επί της τραπέζης με το βλέμμα απλανές, επιδεικτικώς αγνοούσα τας συστάσεις και φωνασκίας της Θείας Μαίρης, “φύγε κατηραμένη”, “ξουτ”, “απαισία”, “όργανον του διαβόλου”, “θεοκατάρατη” κ.λπ., κ.λπ. Άραγε να ησθάνετο το υποκριτικόν της εκφωνήσεως αυτών; Άραγε να καταλάβαινεν ότι ουδέποτε η Θεία Μαίρη – η υπολαμβάνουσα την γάταν ως την τιμιωτέραν των χαϊδεύσιμων οικιακών όντων – θα άπλωνεν την χείρα της διά να της προξενήση έστω και ελαφρόν πόνον;».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Αι γάται των Αθηνών», τόμος Α, σελίς 259
Η παρούσα περιγραφή προσεγγίζει τα μέγιστα με το παπαδιαμάντειον ύφος. Έχει καθαρεύουσα, έχει εκείνη την αξιαγάπητη ιδιαιτερότητα στην οποία μαθητεύσαμε στα γυμνάσια και στα λύκεια – οι πιο πολλοί από μας. Έχει τα «βεβαιωτικά» μιας ολόκληρης έκδοσης για τις γάτες και μιας σελίδας. Εντούτοις δεν οφείλεται στον συμπαθή Σκιαθίτη: Είναι απλώς μια περίπτωση Fake Culture – «Ψευδής Κουλτούρα» – προσωπικής κατασκευής, που έβαλα στον τοίχο μου στο Facebook…
Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να αλιευτούν σήμερα με διαφορετική μορφολογία. Μπορεί να τσιτάρετε έναν συγγραφέα αποδίδοντάς του πράγματα που δεν είπε, μπορεί να αποδώσετε κάποιες ιδέες σε έναν ανύπαρκτο συγγραφέα, μπορεί να παραγάγετε έναν τρίτο συνδυασμό «ανύπαρκτου συγγραφέα και ανύπαρκτου κειμένου».
Μπορεί να έχετε κίνητρο την προσωπική σας προβολή, μπορεί να έχετε κίνητρο την παραγωγή χιούμορ, μπορεί να έχετε κίνητρο την εξυγίανση της κουλτούρας, μπορεί να στοχεύετε την ευρυμάθεια των πανεπιστημιακών… Το τελευταίο φαίνεται πως ήταν το κίνητρο του Άλαν Σόκαλ, διαπρεπούς θεωρητικού φυσικού, που έγραψε το 1996 άρθρο με τίτλο «Διαπερνώντας τα όρια: Προς μια μετασχηματιστική ερμηνευτική της κβαντικής βαρύτητας». Η κβαντική βαρύτητα ήταν το τυρί, οι ποντικοί ήταν οι άλλοι.
Το άρθρο, Kotsanoroum verbis, εμπεριείχε ουκ ολίγες σαχλαμάρες που διέφυγαν την προσοχή των υπεύθυνων επιμελητών του περιοδικού «Social Text»