Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Δέκα χιλιάδες μέλισσες

 

ΕΠΕΙΔΗ γίνεται λόγος τελευταίως για τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην κυπριακή λογοτεχνία, η οποία αποτελεί μέρος της ευρύτερη ελληνικής, θα έλεγα πως αποτελεί επιπρόσθετο προτέρημα και εργαλείο για τους Κυπρίους συγγραφείς στην προσπάθειά τους να εμπλουτίσουν με την τέχνη τους την ύπαρξη και την ψυχή (ας την πω έτσι) του αναγνώστη, Κυπρίου ή όχι. Παραθέτω ένα κεφάλαιο (το 29) από τα 34 του "Δέκα χιλιάδες μέλισσες" (βραβείο πεζογραφίας 2010) που είναι γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο ακριβώς επειδή δεν θα ήταν καλύτερο αν γραφόταν στην πανελλήνια.
Πιστεύω ότι είναι μετά το "Δέκα χιλιαδες μέλισσες" που οι Κύπριοι συγγραφείς "εξιφοηθήκαν" κι άρχισαν να χρησιμοποιούν και την κυπριακή διάλεκτο στα έργα τους. Το θέμα, όμως, είναι να την χρησιμοποιούν όταν είναι απόλυτα αναγκαίο για τους σκοπούς της λογοτεχνίας κι όχι ως αυτοσκοπό ή για την εξυπηρέτηση άλλων, γνωστών ιδεοληψιών.

Κεφάλαιο 29. Η αλήθεια
Αντάν εγίνην ο Χριστοδούλου Αρχιεπίσκοπος, έδωκεν το σύνθημαν να ξεκινήσει ο αγώνας που ήταν ’που πολλύν καιρόν έτοιμος, να ενωθεί η Κύπρος με την πατρίδαν της την Ελλάδαν, που ήταν έναν πολλά παλιόν όνειρον, γραμμένον πα’ στη φάτσαν τού καθενού Κυπραίου, με τρόπον άσβηστον, έως θανάτου, που λέει και το ρητόν. Περιττόν να πούμεν ότι πολλοί εδοκιμάσαν να το πράξουν σε χρόνους περασμένους και ουδείς το επέτυχεν.
Άλλον ευρίσκαν τον σφαμένον, άλλον παιξούμενον και άλλον κρεμμασμένον. Είχεν και μερικούς που βρέθουνταν ποθαμένοι που τα βασανιστήρια, διότις δεν εμολοούσαν αν έχει κι άλλους σαν κείνους με ποτέθκοια πελλοόνειρα. Μια φοράν επιάσαν τούς δεκατρείς καλοήρους στην Καντάραν κι εφέραν τους εις τη Χώραν κι εδείσαν τους πίσω ’που τους αππάρους κι εκωλοσύραν τους μέσ’ στον ποταμόν τον Πηδκιάν (τον παραπάνω καιρόν ένι ξερός, χωρίς νερόν, με μόνον πέτρες), ώσπου και πεθάναν, αλλά δεν εμολοήσαν τίποτε. Σε μιαν άλλην περίπτωσιν, εκόψαν την κελλέν τού Ονήσιλου κι εκρεμάσαν την στην πόρταν τής Αμαθούντας (ο Τεύκρος που έκτισεν την Σαλαμίναν, γιος τού Τελαμώνα και αρφός τού Αία τής Τροίας, ήταν προπάππος τού Ονήσιλου), για να μάθει άλλη φοράν να μου θέλει Ένωσιν. Δεν έμαθεν διότι εμπήκαν κάτι μέλισσες μέσ’ στην νεκροτζεφαλήν του κι εκάμναν μέλιν κι είπεν ο κόσμος τούτον έν σημείον ότι τούτην την ιστορίαν με την επανάστασιν τής Ένωσης πρέπει να τηνε ξαναδοκιμάσωμεν. Τούτον το όνειρον με την Ένωσιν είναι πολλά πελλόν όνειρον και μας το είπεν και ο κύριος Βλάχος που ήταν πρόξενος τής Ελλάδας μας στην Κύπρον τον καιρόν που εσηκωστήκαμεν ξανά κι επαίζαμεν τούς Εγγλέζους μέσ’ στες στράτες σαν τους σκ΄ύλλους (το «κ» να δκιαβαστεί σγιαν sh εγγλέζικον, αν σας περνά, για να καταλάβετε καλλύττερα). Ρε, μα είσαστεν ηλίθιοι, ελάλεν μας ο κύριος Βλάχος, έχετε την Αγγλίαν να σας κυβερνά, μιαν χώραν άρφα-άρφα, περνάτε πολλά πιο καλά που μάς εις την Ελλάδαν και θέλετε Ένωσιν με την Ελλάδαν; Με τα πολλά που δεν του ακούαμεν τού κυρίου Βλάχου, αρρώστησεν ο άθθρωπος, έπαθεν κατάθλιψιν, έπινεν χάπια, εβάλλαν του ενέσεις να τζοιμάται, πέρκιμον τού περάσει.

Εκρεμμάσαν και Αρχιεπισκόπους, δηλαδή τον Κυπριανόν στα 1821, για να μεν γινεί η Ένωσις και μαζίν του εκόψαν την κ΄εφαλήν τους καμιάν πεντακοσιαρκάν ιερωμένους και προκρίτους ’πο ούλην την Κύπρον. Άμα ήρταν οι Εγγλέζοι, εβκάλαμεν ούλλοι έναν αναστεναμόν ανακούφισης διότι είπαμεν, επιτέλους, ήρτασιν αθθρώποι γρισκιανοί, αθθρώποι Ευρωπαίοι, πολιτισμένοι αθθρώποι κι ένι πολλά φυσικόν, άμα περάσει λλίος καιρός, να μας παραδώσουσι στη μάνα μας. Λάθος της κ΄είνης, δκυο φορές οι Εγγλέζοι, πο’ ξέραν καλά πόσον ελληνικόν εν το νησίν μας, επροσφέραν το στην Ελλάδα για να πάει μαζίν τους στους καυκάες που είχασιν με τ’ ανίψια τους, τούς Γερμανούς, και δκυο φορές, μιαν η Κυβέρνηση και μιαν ο βασιλιάς τής Ελλάδας, είπαν τους Εγγλέζους όϊ. Στον πόλεμον τού 40 ετάξαν μας ελευθερίαν και γραφτήκαμεν 30 χ΄ιλιά(δ)ες στον στρατόν τους. Και πολλοί επήαν εις την Ελλάδαν να πολεμήσουν και οι γεναίκ΄ες μας εδώκαν τα δαχτυλίδκια τους και τα χρυσαφικά τους για την Ελλάδαν μας. Άμαν ήρτεν η ώρα μας – οι Μαύροι εποσπάζουνταν ’που τους Εγγλέζους ένας-ένας πριν ’πο μάς – εμάς είπαν μας «ουδέποτε» κι επεριπαίξαν μας και πουπάνω πως αν την εθέλαμεν που τα καλά την Ένωσιν ήταν να επολεμούσαμεν για λλόου της.
Μια ιστορία για τον Χριστοδούλου, τότε που ήταν Διάκος ακόμα και εσπούδαζεν εις τες Αθήνες, λαλεί πως εκάλεσέν τον ο Μητροπολίτης Κυρηνείας (κ΄είνος που γίνην ύστερα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄), που ήταν τότες εξόριστος τζεικάτω, εκάλεσέν τον να τον νουθετήσει και να του υπεθθυμίσει πως η Εκκλησία τής Κύπρου κρατά τες αρχαίες παραδόσεις πολλά πιο αυστηρά που κ΄είνην τής Ελλάδας και δεν και ακολουθεί «μόδαν κομψευομένων κληρικών» που κόβκουν πολλά κοντά τα μαλιά τους και κομψά τα γένια τους. Η συνέχεια τής ιστορίας ένι ότι ο νέος Διάκος Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος (που εγίνην ύστερα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄), άκουσεν όσα του είπασιν χωρίς ν’ ανοίξει το στόμαν του να πει λέξιν· το δειν του όμως έμεινεν τόσον παωμένον, ποθαμμένον και όφκαιρον, που ελάλεν τού άλλου που του μίλαν «μιλάς σε τοίχον». Ύστερα, όπως σεμνά εμπήκεν, σεμνά εβκήκεν κ΄ιόλας, και από ’χεν νουν εκαταλάβαινεν τί επρόκειτουν ν’ ακολουθήσει.
Πρώτα, όμως, εγίνην Μητροπολίτης. Την ημέραν τής χειροτονίας του είπεν: Εθνική μας επιδίωξη δεν είναι άλλη ειμή ο δια μακρών αγώνων και αίματος ακόμη επισφραγισθείς πόθος τού Ελληνικού υποδούλου Κυπριακού Λαού υπέρ τής Ενώσεως μετά τής μητρός Ελλάδος. Και: …εν ομονοία ενώσωμεν την φωνήν μας προς μίαν κατεύθυνσιν και προς έναν σκοπόν· την Ένωσιν και ουδέν τούτου ολιγώτερον. Δεν επέρασεν μια εφτομάδα και ξαναείπεν: …ο δρόμος προς την Ένωσιν δύναται κατά πολύ να συντομευθή, αν ηνωμένοι όλοι υπό την ενωτικήν σημαίαν αγωνισθώμεν με πίστιν πραγματικήν δια την Ένωσιν. Άμα επέρασεν το καλοκαίριν, αρχές τού Οκτώβρη, εξανάδωκεν: …για Ελλάδα ζούμε και αναπνέουμε και Ελλάδα μονάχα ποθούμε και για την Ελλάδα είμαστε έτοιμοι τα πάντα να προσφέρωμεν… Κάθε υποχώρησις για οποιαδήποτε άλλη λύση είναι προδοσία τού ενωτικού μας αγώνος. Και: Ζήτω η Ένωσίς μας με την μητέρα Ελλάδα. Στες κοσπέντε τού Μάρτη τού 49, ποιος τον είδεν και δεν τον εφοήθηκεν: …σήμερα, είπεν, προδότες μητραλοίες γράφουν στην ιστορία μας σελίδες ατιμίας. Εννούσεν τους κομμουνιστές που επειδή η Ελλάδα ανήκεν στη συμμαχίαν τού ΝΑΤΟ κι εκείνοι εθέλασιν νά ’ταν γραμμένη στη συμμαχίαν τής Βαρσοβίας, επολεμούσασιν την Ένωσιν παραπάνω ’που τους Εγγλέζους. Και ετέλειωσεν: Ζήτω η Ένωσις, πάλε. Ύστερα, μέσ’ στον Ιούνην, επέταξεν την γνωστήν ατάκαν κλείστε μέσα στην ψυχήν σας την Ελλάδα και θα αισθανθήτε μέσα σας να φτερουγίζη κάθε είδους μεγαλείον. Εσυνέχισεν να φωνάζει κι όταν εγίνην και Αρχιεπίσκοπος (δεν τα εκατάφερεν στες 13 κι εγίνην στες 20 του Οκτώβρη τού 50) δεν εσυνάετουν με τίποτε: …περί εμού δε λέγω, ότι ου μη δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου μέχρις ότου εις τον εθνικόν ορίζοντα ροδίση η χρυσόπτερος ίρις αγγέλλουσα το φέγγος τής ποθεινής ημέρας τής εθνικής απολυτρώσεως. Πάση δυνάμει και πάση θυσία θα συνεχίσω μετά τού φιλοπάτριδος Ελληνικού Κυπριακού λαού τον εθνικόν αγώνα, βαδίζων επί αδιαλλάκτου προς τον Κυρίαρχον ενωτικής γραμμής, ουδέν έτερον επιδιώκων ειμή μόνο την Ένωσιν μετά τής Ελληνικής Μητρός, κ.λπ κ.λπ και ακολούθησαν όρκοι και διακηρύξεις και ξανά όρκοι κ.λπ. Ελάλεν τα τόσον όμορφα που έκλαιεν ο λαός και εγονάτιζεν μέσ’ τες εκκλησιές και πολλοί εσκέφτουνταν πως άμα εγένετουν η Ένωσις και ’πολευτερωνούμαστιν ’που τους Εγγλέζους, ήταν να εμαθαίναμεν κι εμείς ούλοι τα σωστά ελληνικά και δεν θα εγράφαμεν και να εμιλούσαμεν τούτην την παραδκιάνταλην γλώσσαν, που αντρεπούμαστε να την ακούουν οι Καλαμαράδες και να φύρνουνται ’που τα γέλια.
Μιαν νύχταν, χρόνια μετά που έφυεν που το παιχνίδιν για να παίξει ένα δικόν του, πολλά μεγαλύττερον απου κείνον τής Ένωσης, και τούτον εκαταλαβαίναν το μόνον όσοι τους εσύφφερεν να σιωπούν και να τρων που την φούχταν του, όσοι ’έν εξέραν ίνταν που τους εγινίσκετουν κι όσοι δεν ονειρευτήκαν ποττέ τους την Ένωσιν, ήρτεν στον ύπνον του έναν σγαρτίλιν. Έμεινεν κι εθώρεν το μέσ’ στο όρομάν του κι έσπαζεν την κ΄εφαλήν του ν’ αθθυμηθεί πού το έξερεν. Ύστερα άκουσεν τη φωνήν τής μακαρίτισσας τής μάνας του που του το ετραούδαν· «πάνω στο κ΄εφαλάγκαθθον κάθεται το σγαρτίλιν». Σιγά-σιγά αθθυμήθηκεν την ιστορίαν. Πρώτα μόνον λέξεις για το «φτερόπουλλον» που πάει στη μάναν του να του δώκει την «ευκ΄ήν» της, γιατί έθελεν να κλέψει τη γεναίκαν τού Κωσταντά και να τη φέρει έσσω δούλαν του …το σγαρτίλιν! Η μάνα τού φτερόπουλλου «αστρονομά» και λαλεί του ορθά κοφτά «στου Κωσταντά να μεν πάεις γιατ’ ηύρα σε παρκάτου, ο Κωσταντάς εν λιοντοφάς κι άξιον παλληκάριν, κάλλιον σου παίζει το σπαθίν, κάλλιον σου το κοντάριν». Τίποτε το φτερόπουλλον σγαρτίλιν. Πάει στον κ΄ύρην του, ακούει τα ίδια. Θυμώνεται και με τον κ΄ύρην του «ούλοι πάσιν στον κ΄ύρην τους ευκ΄ήν να τους χαρίσει τζι εγιώ ’ρτα στον πετσόερον να μου παραλαλήσει». Ως και στην αρφήν του πάει και ακούει τα ίδια. Ο Μιχαήλ εξύπνησεν αμέσως μόλις ήρτεν στον νουν του ο στίχος «και μιαν σπαθκιάν τού έδωκεν, κόφκει την κ΄εφαλήν του».
Τζιαμαί που εσκέφτετουν αν είχ΄εν τίποτε κανέναν νόημαν το όρομαν κι ’έν αθθυμάτουν ή έκαμνεν πως ’έν αθθυμάτουν ποιος έκοψεν ποιού την κ΄εφαλήν, άρκεψεν να κτυπά το τηλέφωνον που ήταν η απ’ ευθείας γραμμή ’που την Αθήναν. Ήταν ο Σπύρος, που μετά που θα επεθάνισκεν ο Μιχαήλ, θα έφκαινεν στα ράδια και τες τηλεοράσεις και θα ελάλεν τού κόσμου ότι έρκετουν ο Μιχαήλ στον ύπνον του και παράγγελλέν του ίνταλοης να συνεχίσει κ΄είνος τον Μεγάλον Αγώναν. Η φωνή του όσσον τζι ακούετουν που το ακουστικόν κι εφάνηκεν τού Μιχαήλ πως έτρεμεν κ΄ιόλας.
- Μακαριώτατε, λαλεί του, εννά μας την κάμουσιν!
- Μα ποιάν για ρε, είπεν ο Μιχαήλ, κι επειδή ο άλλος εκαθυστέραν να ξαναμιλήσει και να πει τη λέξιν, εφάνηκεν μάλιστα τού Μιχαήλ ότι εφάκκαν η μασέλλα του κ΄ιόλας, "μ’ Άουστον κ΄αιρόν κάμνει κρυάδαν στην Αθήναν;" είπεν.
Εσφίχτην ο Σπύρος, όσον εμπόρειεν και κατάφερεν τα στο τέλος να την πει τη λέξιν:
- Την Ένωσιν, Μακαριώτατε, εννά μας την κάμουσιν.
- Μ’ ακόμα μάχουνται με τον Άτσιεσον; Είπαμεν ’έν δεχούμαστιν σιόρ, πόσες φορές; Είπαμεν εμείς μόνον καθαρήν ένωσιν δεχούμαστιν, και ουδέν τούτου ολιγώτερον, ουδέν τούτου ολιγώτερον.
- Πο’ τζείνον, Μακαριώτατε, ποτζείνον. Καθαρήν Ένωσιν.
- Επέλλανες αλώπως…
- Εσυναχτήκαν ούλλοι, εφέραν και τον βασιλιάν ’που την Κέρκυραν, ο Υπουργός τής Άμυνας, ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Εξωτερικών, ακόμα και η αντιπολίτευση, ο Κανελλόπουλλος, εσυφφωνήσαν τα να την κηρύξουμεν την ίδιαν ημέραν ’πο δά και ’πο τζεί, δηλαδή ’πο τζεί τζιαι ’πο δά, κι εννά γενούμεν υπουργοί τής Ελλάδας και οι βουλευτές τής Κύπρου βουλευτές τής Ελλάδας κι εννά γενούν εκλογές πέλα σέλα και να μεν φοούμαστιν πως εννά φτωχ΄ύνουμεν κι εννά…
- Σιγά, ρε λαωμένε, σιγά…
- Έρκεται αύριον πρωίν-πρωίν ο Γαρουφαλιάς να σας τα πεί πρώτο χ΄έριν… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου