Κάποια σκοπιμότητα νομίζω πως έχει αυτός ο κεφαλαιογράμματος τίτλος και σ’ αυτή τη σκέψη συμβάλλει και το ότι οι λέξεις δεν χωρίζουν η μία από την άλλη. Σκέφτομαι λοιπόν ότι, επειδή τέτοιου είδους γραφή είχαν οι αρχαίοι Έλληνες και, όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης, στους 25 αιώνες –από τον Όμηρο μέχρι σήμερα– δεν υπάρχει ούτε ένας όπου να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα, ο τίτλος:
ΗΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΗΤΑΣΗΤΩΝΕΛΛΗΝΩΝΝΑΓΡΑΦΟΥΝΠΟΙΗΣΗ
δείχνει με τον τρόπο του αυτή την αλυσίδα που δεν έσπασε ποτέ· ίσως, μάλλον, υποθέτω… ότι έτσι ο τίτλος αποδεικνύει την ουσία του και με τη μορφή του, εγώ ωστόσο αυτή την «ακαταμάχητη τάση» θα την τεμαχίσω εις τα εξ ων συνετέθη για να τη ζήσω μελετώντας την…
Ο πρέσβης και συγγραφέας Βασίλης Παπαδόπουλος έχει στο βιογραφικό του κάτι ανάλογο με τον τίτλο του βιβλίου του.
Τα δοκιμιακά κείμενα, λοιπόν,που με διάφορες αφορμές παρουσιάστηκαν σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, στεγάστηκαν σε αυτό το βιβλίο μαζί με άλλα. Έτσι, εκτός από τον Σεφέρη, που κατέχει τη μερίδα του λέοντος στο βιβλίο, θα βρούμε δύο κείμενα για τον Ερωτόκριτο (με τον οποίο ασχολήθηκε και ο Σεφέρης), για τον Διονύσιο Σολωμό, τον Καβάφη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, την 28η Οκτωβρίου, το 1922. Τα κείμενα αυτά χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: άλλα αφορούν την «αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, ιδίως ως συστατικού στοιχείου της εθνικής μας ταυτότητας», άλλα ασχολούνται με τους Νεοέλληνες ποιητές, άλλα αναφέρονται στην «αισθητική προσέγγιση της έμπνευσης και της συνάφειας των έργων τέχνης με τον χρόνο και την ελευθερία» και σε άλλα ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε «ζητήματα όπου συναντώνται η Ιστορία με τη λογοτεχνία». Προειδοποίηση. «Μιλώ απλά… αποφεύγω την επιτήδευση… καθιστώ κατανοητά τα πιο σύνθετα ζητήματα, πολιτικά ή λογοτεχνικά» και τον ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτό ειδικά, γιατί το σαφές ταυτίζεται με τη σοφία και ο γράφων απευθύνεται σε κάποιον αναγνώστη με τον οποίο θέλει να επικοινωνήσει και να τον διαφωτίσει.
Ο συγγραφέας καταγράφει την «τάση» των Ελλήνων αρχίζοντας, ως είθισται, από τον Όμηρο, περνάει στον Αρχίλοχο, τον Αλκαίο και τη Σαπφώ, με το περίφημο όττω τις έραται, και διασκελίζοντας τους αιώνες φτάνει στους τραγικούς, όπου, με αφορμή τον Οιδίποδα Τύραννο κάνει το σχόλιο πως «η έμφυτη τάση του Έλληνα προς το τραγικό δεν έχει καμιά σχέση με την απαισιοδοξία, αλλά μάλλον με τη θεωρητική αντίληψη του κόσμου και της ζωής». Διαφωνεί εδώ ο Άγγελος Τερζάκης και θα ήταν ωραία μια ιπποτική κονταρομαχία, αλλά θα μπαίναμε σε άλλη εποχή κι ας την αφήσουμε μετέωρη… Προσπερνάμε μια ωραία έκπληξη από τον Δύσκολο του Μενάνδρου και φτάνουμε στον Καλλίμαχο, μετά στον Απολλώνιο. Οι αιώνες και οι ποιητές τρέχουν σε σκυταλοδρομία, περνούν το φράγμα π.Χ. και φτάνουν στο μ.Χ. με ένα ποίημα στο χέρι, καθένας με ένα απόσπασμα χαρακτηριστικό, μια περίληψη της ακαταμάχητης τάσης τους να γράφουν ποιήματα.
«Η έμφυτη τάση του Έλληνα προς το τραγικό δεν έχει καμιά σχέση με την απαισιοδοξία, αλλά μάλλον με τη θεωρητική αντίληψη του κόσμου και της ζωής».
Χριστιανοί και εθνικοί, ερωτευμένοι, πολεμιστές, ανήσυχοι, κοινωνικοί επαναστάτες, δημοτικοί τραγουδιστές, θρηνούντες και αγαλλόμενοι. Ο 17ος αιώνα στην Κρήτη θα δώσει αριστουργήματα. Ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη, ο Κατσούρμπος και πλησιάζουμε στα πολύ νωπά αιματοβαμμένα εδάφη της Ιστορίας. Ο Ρήγας, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης· σημειώνω με έμφαση πως ο συγγραφέας δεν ξεχνάει τους αδικημένους σήμερα Φαναριώτες, τον Ιάκωβο Ρίζο Ραγκαβή, τους Σούτσους, Αλέξανδρο και Παναγιώτη, και έπειτα τον Σουρή και να και ο μεγάλος Παλαμάς. Κι έπειτα η στροφή του ποιητικού σύμπαντος: Καβάφης, Σικελιανός, Καρυωτάκης, κι αμέσως μετά η γενιά του ’30: Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, η Α’ και η Β’ μεταπολεμική γενιά, και όλοι όσοι ακολουθούν το «λυρικό γονίδιο», όπως το αποκάλεσε ο Γιώργος Βέης και το επικαλείται ο συγγραφέας, μετονομάζοντάς το σε «τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση».
Αυτό το προλογικό κεφάλαιο του βιβλίου μοιάζει τηρουμένων των αναλογιών με την αρχαία Ποικίλη Στοά, που ήταν γεμάτη από έργα τέχνης λαμπρά. Κι αυτό γιατί ο Παπαδόπουλος κορφολογεί κι ανθολογεί από όλα τα βλαστήματα της ποίησης, σαν τη μέλισσα, τα καλύτερα, για να τεκμηριώσει την «ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων», παραπέμποντας σε όλο το φάσμα του ελληνικού πνεύματος· ο Παλαμάς «κατέχεται υπό της γοητείας των λέξεων, ανεξαρτήτως του νοήματός των», πράγμα που σημαίνει πως εδώ μετράει η ακουστική φαντασία (θυμίζω τον Σεφέρη να σχολιάζει κάποιον: «είναι ανόητος, δεν έχει αυτί»· το «ανόητος» σε άμεση σχέση με το αυτί). Βεβαίως. Και ο Παπαδόπουλος γι’ αυτή την ακουστική φαντασία ανατρέχει στον Έλιοτ, αλλά και στον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο.
Στις αρχές που έχουν οι Έλληνες πάνω από βασιλείς και προφήτες, λέει, βρίσκονται η Ύβρις, Άτη, Νέμεσις, και εκείνες είναι που νομοθετούν. Κι αυτών την επίδραση στα τεκταινόμενα θα παρακολουθήσει σε όλη την ιστορική πορεία του ελληνισμού… θα ενώσει την αρχή με το τέλος. Θα πιάσει τον Αριστοφάνη για να καταλήξει στον Μποστ και, αφού αναφερθεί και σε άλλες πλευρές του πολιτισμού, θα μας δώσει και τη ρήση του Ελύτη: «ένα τοπίο δεν είναι… κάποιο, απλώς, σύνολο γης, φυτών και υδάτων, είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στην ύλη». Και επεκτείνει ο Παπαδόπουλος: «αυτό το τοπίο μάς διαμορφώνει, αυτό το τοπίο καθρεφτίζει την ψυχή μας». Όλα τα παραπάνω, και πολλά άλλα που παρέκαμψα, εξηγούν την ανάγκη των Ελλήνων για ποίηση, αλλά και κάτι ακόμα που ο Σεφέρης εξέφρασε λακωνικά: Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός. Ο Παπαδόπουλος, ως πρέσβης και συγγραφέας, νιώθει για όλα αγάπη και σεβασμό, αλλά για τον «συνάδελφο» Σεφέρη πιο πολύ, γι’ αυτό και οι αναφορές του σ’ αυτόν είναι πολύ περισσότερες και καλοδιαλεγμένες, τόσο ώστε όλα να οδηγούν στο αποδεικτέο.
Ακολουθεί η Εισαγωγή με την αναδρομή στην 40 αιώνων ελληνική γλώσσα, στις διάφορες μορφές της, την ομιλούμενη και τη γραπτή, στις ποικιλίες της και τις ιστορικές περιπέτειές της, ένα πλούσιο ψηφιδωτό με όλους τους ήχους τους ελληνικούς και τις ιδιαιτερότητές τους, που δείχνουν ότι ο συγγραφέας είναι και «γλωσσολόγος» ή έστω επίτιμος γλωσσολόγος, αλλά και ιστορικός.
Αρπάζω όσα διαμάντια προλαβαίνω: σπουδαίο βουδιστικό κείμενο, με εντυπωσιακό φιλοσοφικό διάλογο του βασιλιά Μιλίντα (Μενάνδρου) με τον σοφό Ινδό βουδιστή Ναγκασένα, που δείχνει την ώσμωση ελληνισμού και βουδισμού· ο Πύρρων επηρεάστηκε στη διδασκαλία του, αλλά μάλλον ήταν έτοιμος από καιρό, πολύ πριν πάει στην Ινδία, αφού η αλυπία, η γαλήνη, η αταραξία, η αποστασιοποίηση, δεν απέχουν από τα διδάγματα των Στωικών, Σκεπτικιστών, Κυνικών και, ίσως, Επικούρειων. Η μελέτη της επίδρασης είναι εξονυχιστική και επεκτείνεται στις τέχνες. Στη γλυπτική, ο Βούδας εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή και ενδυμασία ελληνική, ο Ηρακλής προστατεύει τον Βούδα. Και ένας γαλανομάτης Βούδας με ελληνική κατατομή και «το πιο αινιγματικό, ονειρικό μειδίαμα στην ιστορία της τέχνης». Στην αρχιτεκτονική, ναοί θυμίζουν αντίγραφα Παρθενώνων. Και στα νομίσματα, ο Αλέξανδρος στη μία όψη και ο Ηρακλής στην άλλη.
Η κλεψύδρα μου έχει παραβιάσει τα συμπεφωνημένα, αλλά εγώ θα επανέλθω, γιατί ένα βιβλίο θησαυρός σαν αυτό δεν εξαντλείται, αντιθέτως, μου εξαντλεί τους αγκώνες, μου ανοίγει την όρεξη και δεν θέλω να το αφήσω από τα χέρια μου…
Η ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση
Βασίλης Παπαδόπουλος
Ίκαρος
368 σελ.
ISBN 978-960-572-693-5
Τιμή €17,90
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου